Εκείνος ο οποίος λαμπρύνει κατ' εξοχήν τις χρυσές δέλτους της ένδοξης ιστορίας του γένους και περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στην ανατολική Μακεδονία ειδικότερα, είναι ο μεγαλέμπορος - τραπεζίτης Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Δοβίστα (νυν Εμμανουήλ Παπάς) των Σερρών από πατέρα ιερέα, μορφώθηκε στο εις Σέρρας από του έτους 1735 λειτουργούν ελληνικό σχολείο και αναδείχθηκε σε ένα από τους πλέον επιφανείς άνδρες των Σερρών της εποχής εκείνης, διακρινόμενος για τη θεοσέβεια και τη φιλοπατρία του. Η ευφυία, η τιμιότητα και οι πολυσχιδείς ικανότητές του τον ανέδειξαν σύντομα σε μεγαλέμπορο, τραπεζίτη και κορυφαίο πολίτη, απολαμβάνοντα γενικής εκτιμήσεως.
Ο Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821) ξεκίνησε με πολύ λίγες γραμματικές γνώσεις, όπως φαίνεται από τις ιδιόχειρες σημειώσεις του καθώς και με λίγα χρηματικά μέσα, όπως όλοι γενικά οι Έλληνες της εποχής. Ίσως η πρώτη αρχή να ήταν το μπακάλικο της Δοβίστας που είχε αγοράσει ο αδελφός του Γιωργάκης Οικονόμου. Ευφυής όμως και τολμηρός δεν άργησε αρχίζοντας από μικρέμπορος να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο των Σερρών, με καταστήματα στην Κων/πολη και στη Βιέννη, ν' αποκτήσει σημαντική περιουσία, κινητή και ακίνητη, πάνω από 300.000 τάλιρα, να γίνει δανειστής των Τούρκων αγάδων και μπέηδων της περιοχής, να συνάψει στενές σχέσεις μαζί τους και να τους επηρεάζει πολύ, προ πάντων τον πανίσχυρο τοπάρχη Ισμαήλ μπέη, που ήταν στη Μακεδονία ο αντίποδας του Αλή πασά της Ηπείρου.
Με την θερμή υποστήριξη και προστασία του Παπά πολλά ωφελήθηκε η ελληνική κοινότητα των Σερρών. Μετά το θάνατο του Ισμαήλ (1814) ο σπάταλος και άσωτος γιος του, αλλά γενναίος πολεμιστής Γιουσούφ μπέης δημιούργησε τόσο μεγάλα χρέη, 40.000 μαχμουτιέδες (1 περίπου εκατομμύριο χρυσές δραχμές), ώστε ήταν αδύνατο να τα ξεπληρώσει. Όταν ο Παπάς ζήτησε με επιμονή να του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ο Γιουσούφ του έδωσε μόνο το μισό του χρέος και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τότε ο Παπάς αναγκάστηκε, τον Οκτώβριο του 1817, να φύγει κρυφά στην Κων/πολη, όπως αφηγείται στον μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθο, τον οποίο παρακαλεί να προστατεύει την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της απουσίας του από τις επιβουλές του Γιουσούφ, ο οποίος είχε βάλει ανθρώπους να του κάψουν το σπίτι. Φοβάται όμως ο Παπάς να μεταφέρει την οικογένειά του στην Πόλη, μήπως ο Γιουσούφ κατά τη μεταφορά της, βάλει ανθρώπους και σκοτώσουν τα παιδιά του. Λυπάται επίσης που άφησε τους συμπολίτες του χωρίς την προστασία του. «Και ο αισχροκερδής διοικητής τώρα θέλει να εύρει τον καιρόν να τους τυραννεί και να τους γυμνώνει επειδή μόνη η νουθεσία και η σκέψη μου εμπόδιζε τας σκευωρίας και τα ενεδρεύματά του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου