Του Κώστα Βενιζέλου
Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, το Νοέμβριο του 1983, αιφνιδίασε ως προς το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που επιλέγηκε, παρόλο που υπήρχαν πολλές σχετικές ενδείξεις. Ωστόσο, ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς η τουρκική πλευρά οδηγούσε τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους αφορούσε, άλλωστε, τους σχεδιασμούς της Άγκυρας και τις στρατηγικές της επιδιώξεις:
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ανακήρυξη χωριστού τουρκοκυπριακού «κράτους», αποτελούσε διαχρονικά το στρατηγικό στόχο της Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό. Τούτο διαφάνηκε από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προϊστορία των τουρκικών σχεδίων Σε τουρκικό σχέδιο, ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1963, το οποίο φέρει την υπογραφή του αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Δρ. Φαζίλ Κουτσιούκ και του προέδρου της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης Ραούφ Ντενκτάς, προαναγγέλλεται στην ουσία η ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Αξιολογώντας την πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τρία χρόνια μετά την ανακήρυξή της και λίγους μήνες πριν από την τουρκοανταρσία, στο συγκεκριμένο έγγραφο υποστηρίζεται: «Κατά τη γνώμη μας το έτος 1964 είναι το κατ’ εξοχήν έτος του Μακαρίου. Θα είναι αποφασιστικόν έτος εις το ζήτημα της τροποποιήσεως του Συντάγματος και μετά από τας σχετικάς δηλώσεις του η τουρκική κοινότης πλέον θα ευρίσκεται αντιμέτωπος με την υποχρέωσιν να ακολουθήση κατά πόδας ακόμη πιο δραστήρια πολιτικήν.
Ο βασικός στόχος μιας τέτοιας δραστηριότητας πολιτικής, τι πρέπει να είναι; Η απάντησις εις αυτήν την ερώτηση θα πρέπει να δοθή χωριστά αναλόγως των δύο πιθανοτήτων, τας οποίας θα ακολουθήσουν οι Ρωμηοί. Η υπό των Ρωμηών επισήμως ακύρωσις ή προσπάθεια προς ακύρωσιν των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και του Συντάγματος. Να προχωρήσουν εις την από τριετίας συνεχιζόμενην ‘’προσαρμογήν πράξεων’’ εις τρόπον ώστε να μην εφαρμόζεται το Σύνταγμα και να φέρουν εν τη πράξει τους Τούρκους εις πραγματικήν μειονεκτικήν θέσιν (κατάστασιν μειονότητος). Εις περίπτωσιν ακυρώσεως επισήμως του Συντάγματος υπό των Ρωμηών ή και της προσπάθειας αυτών προς τροποποίησιν του Συντάγματος, κατά την γνώμην μας ένα μόνο πράγμα υπάρχει το οποίον θα γίνη υπό της τουρκικής κοινότητος: να πάρη εις τα ίδια της τα χέρια τα ιδικά της πεπρωμένα και να ιδρύση μίαν Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα μείνη έξω από τις συμφωνίες της Ζυρίχης σύμφωνα με το θεώρημα ‘’όταν εξαλειφθή το εμπόδιον επανέρχεται το απαγορευμένον’’… Τω όντι, συμφώνως με τις υπάρχουσες συμφωνίες εγγυήσεων, η Μητέρα Πατρίς μπορεί να επέμβη μόνη της, εις περίπτωσιν καταργήσεως του Συντάγματος επισήμως». Το έγγραφο αυτό, που σημειώνει επίσης, ότι «όταν αρχίση ο αγώνας, η τουρκική κοινότης η οποία είναι διασπαρμένη εις όλην την νήσον, να μαζευθή εις μιαν ζώνην διά της βίας και να είναι υποχρεωμένη όπως κρατήση εκείνην την ζώνην, αυτό θα εξαρτηθή από το στρατηγικόν σχέδιον το οποίον θα ετοιμάσουν οι ειδικοί», επιβεβαιώνει πλήρως τους τουρκικούς σχεδιασμούς». (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, διατηρήθηκε η γραφή της μετάφρασης). Σε συνέχεια των τουρκικών σχεδίων του 1963, καθοριστικό βήμα προς την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους του 1983, έγινε σχεδόν αμέσως μετά από την τουρκική εισβολή του 1974. Πιο συγκεκριμένα, στις 13 Φεβρουαρίου του 1975 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε την ανακήρυξη «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου». Ο κατοχικός ηγέτης επικαλέσθηκε τότε την οικονομική ασφυξία της «Βόρειας Κύπρου» και το αμερικανικό εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην Τουρκία από το Κογκρέσο λόγω της χρήσης αμερικανικού εξοπλισμού κατά την διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο. Η απόφαση λοιπόν της Άγκυρας ήταν προ πολλού ειλημμένη και αποτελούσε βήμα για εδραίωση των κατοχικών τετελεσμένων. Παράλληλα, με την ενέργειά της αυτή η Τουρκία επιχειρούσε να καταγράψει τις διεθνείς αντιδράσεις για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης παρόμοιων ενεργειών. Αντιδρώντας στην ενέργεια της Άγκυρας, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με ψήφισμά του εξέφραζε «τη λύπη του για τη μονομερή ενέργεια της τουρκοκυπριακής πλευράς». Οι πολιτικές εξελίξεις του 1983 Το 1983 ήταν χρονιά προεδρικών εκλογών στην Κύπρο. Ο Σπύρος Κυπριανού κέρδισε τις εκλογές με τη στήριξη του ΑΚΕΛ και είχε ενώπιον του, πλην των εσωτερικών εξελίξεων, και αυτές στο Κυπριακό. Ο πρόεδρος Κυπριανού επιδίωξε συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, με στόχο να εξασφαλίσει απόφαση για σταδιακή απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Αρχικά εξασφάλισε ένα ισχυρό ψήφισμα στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής των Αδεσμεύτων, που συνήλθε στις 12 Μαρτίου 1983. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων εξέφρασαν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη κατοχή και ζήτησαν την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής. Ο Κυπριανού, σε συνεννόηση με την Αθήνα, προώθησε τους σχεδιασμούς του για συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα, αν η Λευκωσία επιδίωκε, προσφεύγοντας στα Ηνωμένα Έθνη, να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα, και το τουρκικό στρατιωτικό καθεστώς ασχολείτο με τις προγραμματισμένες για τις 6 Νοεμβρίου 1983 βουλευτικές εκλογές (Παύλος Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αθήνα 2000, τόμος Β΄, σελ. 876). Εν τω μεταξύ, η επιδιωχθείσα συζήτηση για το Κυπριακό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 37ης τακτικής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στις 10 με 13 Μαΐου 1983. Αποτέλεσμα της συζήτησης ήταν η υιοθέτηση του ψηφίσματος 37/253 της 13ης Μαΐου, με το οποίο η Γενική Συνέλευση ζήτησε την άμεση απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων κατοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία. Παράλληλα, διακήρυξε το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού της για την πλήρη και πραγματική κυριαρχία και για τον έλεγχο σε όλο το έδαφος της Κύπρου και σε όλες τις φυσικές και άλλες πηγές της. Τέλος, κάλεσε όλα τα κράτη να υποστηρίξουν την Κυβέρνηση της Κύπρου και να τη βοηθήσουν στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Υπέρ του ψηφίσματος τάχθηκαν 103 χώρες, απείχαν 20, μεταξύ αυτών οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το καταψήφισαν η Τουρκία, το Πακιστάν, η Μαλαισία, η Σομαλία και το Μπαγκλαντές. Από την πλευρά της, η Τουρκία χαρακτήρισε το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών ως πολιτικά και νομικά άκυρο. Την ίδια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο για την τακτική που ακολουθούσε, ο Ραούφ Ντενκτάς ματαίωσε τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Κυπριανού που είχε οριστεί για την 31η Μαΐου, για συνέχιση των δικοινοτικών συνομιλιών. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η τουρκική πλευρά θα «αξιοποιούσε» το ψήφισμα για να προκαλέσει προβλήματα και να προωθήσει την από το 1963 πάγια πολιτική της για αναγνώριση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Την ίδια περίοδο η Τουρκία προχώρησε σε ακόμη ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανακήρυξης ψευδοκράτους. Στις 17 Ιουνίου του 1983, η «νομοθετική συνέλευση» στα κατεχόμενα, η οποία συστάθηκε από το «ομόσπονδο κράτος», υιοθέτησε απόφαση για «το αναπαλλοτρίωτο και μη δυνάμενο να καταργηθεί δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του τουρκικού λαού της Κύπρου». Η απόφαση εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 7 εναντίον, περιείχε εκτενείς αναφορές στο παρελθόν, στη βάση του οποίου επιχειρείτο να δικαιολογηθούν τα επόμενα βήματα. Παράλληλα, και σε μια κίνηση που παρέπεμπε περισσότερο στις τουρκικές μεθοδεύσεις για πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, επιβλήθηκε η χρήση της τουρκικής λίρας ως επίσημου νομίσματος των κατεχόμενων περιοχών, ενώ δημιουργήθηκε και «Κεντρική Τράπεζα». Η διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης» συνδυάσθηκε και με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Ντενκτάς, όπως εξάλλου και η Άγκυρα, επιδίωκαν μέσα από το δημοψήφισμα να αναδείξουν το στοιχείο της αυτοδιάθεσης. Το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος δεν προχώρησε και η συγκεκριμένη εξέλιξη αναβλήθηκε, αφού ο Ντενκτάς είχε κληθεί στη Γενεύη από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Πέρεζ ντε Κουεγιάρ για συνάντηση και συζήτηση του Κυπριακού. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου, και ο Ντενκτάς παρέδωσε στον Γενικό Γραμματέα την απόφαση-διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης». Ο Γενικός Γραμματέας, από την πλευρά του, ζήτησε από τον κατοχικό ηγέτη να μην προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια μέχρι την ανάληψη εκ μέρους του πρωτοβουλίας για το Κυπριακό. Στη Λευκωσία, ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα, Ούγκο Γκόμπι, παρουσίαζε «κάποιες σκέψεις» για επανάληψη των συνομιλιών για το Κυπριακό στον τότε Υπουργό Εξωτερικών Νίκο Ρολάνδη.
Η συγκεκριμένη συνάντηση ήταν η απαρχή της νέας πρωτοβουλίας του Πέρεζ ντε Κουεγιάρ. Πιο συγκεκριμένα, η πρωτοβουλία του ΓΓ αποτελούσε ένα πλαίσιο προτάσεων, στο οποίο καλούνταν να απαντήσουν οι εμπλεκόμενοι μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Ο Κουεγιάρ παρέδωσε διά του Γκόμπι στις 8 Αυγούστου στον Νίκο Ρολάνδη συγκεκριμένο έγγραφο, και την επομένη το ίδιο έγγραφο στον Ντενκτάς. Το έγγραφο είδε το φως της δημοσιότητας στις 17 Αυγούστου από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος». Στην ελληνοκυπριακή πλευρά άρχισε μια συζήτηση για την πρωτοβουλία του Κουεγιάρ, με θετικές και αρνητικές τοποθετήσεις έναντι του περιεχομένου της πρωτοβουλίας. Στις 20 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε, διαφωνώντας με τους χειρισμούς του προέδρου Κυπριανού απέναντι στην πρωτοβουλία του ΓΓ, ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης. Ο Ρολάνδης είχε χαρακτηρίσει τη στάση Κυπριανού έναντι της πρωτοβουλίας ως διστακτική, ενώ είχε σχέση και με τη στάση που είχε τηρήσει η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία είχε χαρακτηρίσει απαράδεκτο το μνημόνιο του Κουεγιάρ. Νέος Υπουργός Εξωτερικών διορίσθηκε ο Γιώργος Ιακώβου.
Εν τω μεταξύ, η τουρκική πλευρά προχωρούσε βαθμηδόν στην εφαρμογή των σχεδιασμών της για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία, είχαν ενώπιον τους πολλές πληροφορίες σε σχέση με ένα τέτοιο ενδεχόμενο και διαμόρφωναν κινήσεις αποτροπής, κυρίως με προληπτικά διαβήματα. Ενδεικτικό του κλίματος είναι και το περιστατικό που περιγράφει ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Λευκωσία, Χρήστος Ζαχαράκις: «Στις 4 Νοεμβρίου, ο [Υφυπουργός Εξωτερικών] Καψής, υπαινίχθηκε στην Αγγλίδα ΥΦΥΠΕΞ Young, ότι είναι πιθανή στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου από την Ελλάδα σε περίπτωση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Οι Άγγλοι θορυβήθηκαν και μου διεμήνυσαν στη Λευκωσία ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να προκαλέσει σύρραξη, που η Ελλάς δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Ενημέρωσα τον Καψή ο οποίος μου τηλεφώνησε, μετά από μισή ώρα, για να μου τονίσει ότι είχε μιλήσει off the record, ότι πράγματι τρομοκράτησε την Young, η οποία δεν τόλμησε να σχολιάσει! Ωστόσο, η κρυπτοταινία με το σχετικό τηλεγράφημά μου κατεστράφη» (Χρήστος Ζαχαράκις, Άκρως Απόρρητο – Ειδικού χειρισμού, Αθήνα 2008, σελ. 224). Η ανακήρυξη Στις 14 Νοεμβρίου 1983, ο Ραούφ Ντενκτάς κάλεσε όλους τους «βουλευτές» της «νομοθετικής συνέλευσης» σε δείπνο. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο τότε πανίσχυρος κατοχικός ηγέτης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει στην ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους. Τούτο έγινε γύρω στα μεσάνυκτα, πριν από την ολοκλήρωση του δείπνου. Όλες οι κινήσεις πραγματοποιήθηκαν με άκρα μυστικότητα και σε κλίμα συνωμοτικό.
Οι επικοινωνίες δεν λειτουργούσαν. Το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας είχε κλείσει, το παράνομο αεροδρόμιο δεν λειτουργούσε.
Η Άγκυρα διά του Ντενκτάς είχε καταστήσει σαφές πως για όλα τα τουρκοκυπριακά κόμματα η υποστήριξη της αποσχιστικής ενέργειας ήταν μονόδρομος.
Όποιος δεν ακολουθούσε θα είχε επιπτώσεις. Με ό,τι αυτό θα σήμαινε. Τόσο το Ρεπουπλικανικό Τουρκικό Κόμμα όσο και το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να στηρίξουν την απόφαση. Η απόφαση, λοιπόν, για την ανακήρυξη έγινε με τη σύμφωνη γνώμη όλων, παρά τις όποιες υποτονικές διαφωνίες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ραούφ Ντενκτάς, στην ομιλία του στις 15 Νοεμβρίου στη συνεδρία της «νομοθετικής συνέλευσης», ανέφερε ότι «κάποιοι σήμερα ψήφισαν με το χέρι τους αλλά όχι με την καρδιά τους». Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η ψευδοβουλή «αποφάσιζε» αυτό που είχε προαποφασισθεί από το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας, και αποτελούσε πάγιο τουρκικό στόχο για το Κυπριακό από το 1963. Ο «Πρόεδρος» της «Συνέλευσης», Νετζάτ Κονούκ, είχε αναφέρει πριν από την ανακοίνωση της απόφασης: «Είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε τη βόρεια Κύπρο ως ανεξάρτητη και αδέσμευτη περιοχή με τρόπο που να υπηρετεί την ειρήνη και ευημερία στον Κόσμο, τη Μεσόγειο και τη γύρω περιοχή. Κάτω από το φως των πραγματικοτήτων και δυσκολιών των πιο πάνω πεποιθήσεων, ως μεταφραστές της αναπότρεπτης και νόμιμης επιθυμίας και βούλησης του τουρκοκυπριακού λαού, ανακηρύσσουμε μπροστά από την ιστορία και όλη την ανθρωπότητα την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους.
Η πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία. Παρακαλώ όπως ψηφίσετε όρθιοι αυτή την ιστορική απόφαση.
Αποδοχή:
Όλοι: Απορρίπτουν: Καμιά αρνητική ψήφος.
Αποχές:
Δεν υπάρχουν. Η απόφαση λήφθηκε ομόφωνα. Αξιότιμοι φίλοι… Ο ενθουσιασμός μας είναι μεγάλος. Η πορεία που αρχίσαμε είναι μια ευτυχισμένη πορεία όπως αρμόζει στην ανθρωπότητα. Είναι μια πορεία η οποία περιμένει από εμάς μεγάλη αυταπάρνηση. Σε αυτή τη μεγάλη εγχείρηση εσείς είστε οι γιατροί… Εσείς είστε οι εκπρόσωποι του ηρωικού λαού που μπορείτε να τον ενώσετε σε μια τέτοια στιγμή. Σας εκφράζω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες.
Αυτή την ιστορική μέρα θέλουμε να πιστεύουμε ότι η μητέρα πατρίδα κοιτάζοντας αυτό το τοπίο, αυτόν τον ενθουσιασμό, θα εκτιμήσει ότι αυτό το βήμα είναι αναπόφευκτο. Εξ ονόματος ολόκληρου του λαού μας προσδοκούμε από τη μητέρα πατρίδα κατανόηση, στήριξη και αναγνώριση. Ευχόμαστε με τη στήριξή της να ανοίξουν οι δρόμοι προς τη συμφιλίωση και την ειρήνη. Δίνουμε και πάλι την ειλικρινή μας υπόσχεση στον κόσμο και ιδίως στην μητέρα πατρίδα ότι σε αυτή την πορεία θα πράξουμε όλα όσα απαιτούνται. Αυτή την ευτυχισμένη μέρα συγχαίρω και πάλι ειλικρινώς όλους σας και εύχομαι να είναι καλορίζικη και ευοίωνη για τον λαό μας» (ΡΙΚ, εκπομπή «Ανοικτοί Φάκελοι», 8.11.2008). Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Ντενκτάς, ο οποίος ανέφερε ότι «για να αφήσετε ένα καλύτερο μέλλον σε αυτούς που θα έρθουν μετά από εσάς πρέπει να είστε ψυχολογικά έτοιμοι για κάθε αυτοθυσία. Πόσο ευτυχής που μπορώ να λέω ότι είμαι Τούρκος. Πόσο ευτυχής για την Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου…» (ΡΙΚ, εκπομπή «Ανοικτοί Φάκελοι», 8.11.2008). Η παράνομη ανακήρυξη έγινε σε πλήρη συντονισμό και με την επίσημη έγκριση του στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας. Η Τουρκία διένυε μεταβατική περίοδο από τη δικτατορία του Εβρέν στον ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό.
Ο Τουργκούτ Οζάλ είχε εκλεγεί πρωθυπουργός και στις 13 Δεκεμβρίου θα ορκιζόταν. Η χρονική περίοδος εξυπηρετούσε την Άγκυρα, που θα «φόρτωνε», για τα μάτια των ξένων, στον Ντενκτάς την απόφαση, ενώ εσωτερικά θα έκανε διαχείριση προώθησης της απόφασης. Αρκετά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Τούρκου δημοσιογράφου Ερντάλ Γκιουβέν, με τίτλο «Η Κύπρος του Ταλάτ» που κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2009, αναφέρθηκε ότι ο πρώην ηγέτης του κατοχικού καθεστώτος, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, την ημέρα της ανακήρυξης του ψευδοκράτους είχε κλάψει, μια αποκάλυψη που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στα κατεχόμενα. Οι τότε ηγέτες των κομμάτων της τουρκοκυπριακής Αριστεράς είχαν δηλώσει πως εξαναγκάστηκαν να στηρίξουν την απόφαση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Ισχυρίστηκαν δε πως στα συλλογικά όργανα των κομμάτων τους οι συζητήσεις κράτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες και πως οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν κατά πλειοψηφία.
Οι αντιδράσεις
Ο Πρόεδρος Κυπριανού με δήλωσή του στις 15 Νοεμβρίου 1983 ανέφερε ότι «αυτή η ενέργεια όχι μόνο περιπλέκει περαιτέρω το κυπριακό πρόβλημα, αλλά καθιστά φανερό ότι στόχος της τουρκικής πλευράς ήταν πάντοτε η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων και η καλλιέργεια συνθηκών με σκοπό την απόσχιση της κατεχόμενης περιοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία». Την ίδια στιγμή, όπως ορθά υποστηρίχθηκε, η λεγόμενη ανακήρυξη ανεξαρτησίας στο κατεχόμενο τμήμα το νησιού -μια ενέργεια η οποία δεν θα ήταν ποτέ εφικτή αν δεν υπήρχαν εκεί τα τουρκικά στρατεύματα – είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία, μαζί με τη Βρετανία και την Ελλάδα, είχαν αναλάβει να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία του νησιού. «Η αυθαίρετη αυτή ενέργεια όχι μόνο παραβιάζει την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου αλλά, επιπλέον, έρχεται σε αντίθεση με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και το διεθνές δίκαιο και αναπόφευκτα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Κύπρου. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών τόνισε σε δήλωσή του ότι αυτή η ενέργεια είναι «αντίθετη προς τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο και σε αντίφαση με τις συμφωνίες κορυφής του 1977 και 1979».
Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις της Κύπρου, Ελλάδας και Βρετανίας ζήτησαν από κοινού έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να εξετάσει την κατάσταση.
Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης άρχισε ένα οργιώδες διπλωματικό παρασκήνιο. Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Ιακώβου, λίγο πριν αναχωρήσει για την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, είχε καλέσει τους πρέσβεις των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα, Γκόμπι, και τους ζήτησε να αποδοκιμάσουν την αποσχιστική ενέργεια του Ντενκτάς και της Άγκυρας.
Παράλληλα διαβήματα έκανε και ο Υπουργός Προεδρίας, Ντίνος Μιχαηλίδης. Ο Ιακώβου ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, στην έδρα του ΟΗΕ για να καταθέσει προσφυγή, ενώ ο Κυπριανού με τον πρέσβη της Ελλάδας Χρ. Ζαχαράκι μετέβησαν στην Αθήνα για διαβουλεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Η Λευκωσία ζήτησε χωριστή ελληνική προσφυγή, που όμως δεν κρίθηκε αναγκαία από την Αθήνα. Σύμφωνα με τον πρέσβη Ζαχαράκι, στη σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, «αποκάλυψε, υπό άκρα μυστικότητα, προς αποφυγή προκλήσεως πανικού, τη λήψη και ορισμένων μέτρων, όπως η ετοιμότητα 20 αεροσκαφών στα Δωδεκάνησα για αποστολή στην Κύπρο, η παρουσία δυο υποβρυχίων μεταξύ Κύπρου και Μ. Ασίας, η μερική επιστράτευση προς ενίσχυση κυρίως των τεθωρακισμένων, και ορισμένες κινήσεις στον Έβρο, «για να τις δουν οι Τούρκοι»! Όλα αυτά συνιστούν «μετρημένη αντίδραση», που, ίσως, καταστήσει σαφές, χωρίς απειλές, ότι το ψευδοκράτος πρέπει να ανακληθεί. (…) Εξάλλου, αμφότεροι οι ηγέτες καυτηρίασαν την «ουδέτερη στάση» της ΕΣΣΔ -ο Φλωράκης παραδέχθηκε χθες στον Πρωθυπουργό ότι είναι δυστυχής- η οποία καθίσταται τοσούτω μάλλον αποθαρρυντική εν όψει της συζητήσεως στο Σ.Α.. (…) Ο Κυπριανού εξέφρασε ζωηρές ανησυχίες για το ατελέσφορο και επικίνδυνο της στρατιωτικής επιλογής. Αντιθέτως, κρίθηκε προσφορότερο να μελετηθεί το «ρισκαρισμένο», κατά τον Πρωθυπουργό, μέτρο της διακοπής των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που θα προκαλέσει προβλήματα στο ΝΑΤΟ» (Ζαχαράκις, Άκρως Απόρρητο, ό.π., σσ. 228-229).
Ως προς το κλίμα ανησυχίας που επικρατούσε για τη στάση της Άγκυρας μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, χαρακτηριστική είναι και η συζήτηση που είχαν οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου, το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου. Ο Καραμανλής είχε αναφέρει στον Παπανδρέου ότι «θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως πολύ σοβαρή και ανησυχητική και διότι αυτή είναι η χειρότερη λύση του Κυπριακού, αλλά και λόγω των επιπτώσεων αυτής της εξελίξεως στις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία. Εάν η Τουρκία είχε εγκρίνει εκ των προτέρων την ενέργεια του Ντενκτάς (και αυτό πρέπει οπωσδήποτε να το διερευνήσει η Κυβέρνηση) τούτο θα σημαίνει ότι η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να ρυθμίσει δυναμικά τα προβλήματά της με την Ελλάδα» ( Σβολόπουλος Κωνσταντίνος (γεν. επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τόμος 12, Αθήνα 1997, σελ. 338 ).
Στις 18 Νοεμβρίου του 1983 το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 541, το οποίο προτάθηκε από τη Βρετανία και αποδοκιμάζει, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη, με την οποία επιχειρείται η απόσχιση τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη θεωρεί νομικά άκυρη και ζητεί την ανάκλησή της. Ταυτόχρονα, ζητεί επείγουσα και αποτελεσματική εφαρμογή των ψηφισμάτων 365 (1974) και 367 (1975) και καλεί όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Το ψήφισμα υιοθετήθηκε με 13 ψήφους υπέρ (συμπεριλαμβανομένων των ψήφων των πέντε Μονίμων Μελών) με μία ψήφο εναντίον (Πακιστάν) και μία αποχή (Ιορδανία). Σημειώνεται ότι το πρώτο προσχέδιο που ετοιμάσθηκε από τους Βρετανούς προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Γ. Ιακώβου. Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών έδωσε στους Βρετανούς ένα προσχέδιο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος βρισκόμενος στο αεροπλάνο καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ. Η βρετανική πλευρά, αν και στην αρχή θεώρησε «πολύ προχωρημένο το κείμενο, υποστηρίζοντας ότι θα ασκούσαν βέτο οι ΗΠΑ», στη συνέχεια υπαναχώρησε. Προηγήθηκε καυγάς του Γιώργου Ιακώβου με το Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Βρετανίας. Στη Νέα Υόρκη για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για το ψήφισμα είχαν μεταβεί και οι αρχηγοί των κομμάτων (Εζεκίας Παπαϊωάννου ΑΚΕΛ, Γλαύκος Κληρίδης ΔΗΣΥ, Βάσος Λυσσαρίδης ΕΔΕΚ και εκ μέρους του ΔΗΚΟ ο Αλέξης Γαλανός). Στη Λευκωσία υπήρξαν κινητοποιήσεις με κορυφαία στιγμή το παγκομματικό συλλαλητήριο, στις 22 Νοεμβρίου, με ομιλητή τον τότε Πρόεδρο της Βουλής, Γεώργιο Λαδά. Το ψευδοκράτος αναγνωρίστηκε, όπως αναμενόταν, από την Τουρκία, η οποία αρχικά δήλωνε ότι δεν γνώριζε εκ των προτέρων τις αποφάσεις Ντενκτάς. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Τουρκμέν, ανέφερε πως η χώρα του αναγνώρισε το τουρκοκυπριακό «κράτος», καθώς αξιολόγησε τις δηλώσεις Ντενκτάς ότι αποσκοπεί στη λύση του Κυπριακού. Για μερικές ώρες είχε αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και το Μπαγκλαντές. Η έντονη παρέμβαση της Λευκωσίας προς την Ουάσινγκτον, οδήγησε τους Αμερικανούς να ζητήσουν από τη χώρα αυτή να ανακαλέσει την απόφασή της, όπως και έγινε.
Από το 1983 και εντεύθεν, η παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους δεν έχει ανακληθεί. Λειτουργεί με την οικονομική, πολιτική και οικονομική στήριξη της Τουρκίας, η οποία έχει και τον πλήρη έλεγχό του. Είναι σαφές πως στόχος της Άγκυρας παραμένει διά της αναβάθμισης του ψευδοκράτους η αναγνώρισή του, και η παράλληλη υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις συνομιλίες για το Κυπριακό η τουρκοκυπριακή πλευρά ξεκινά από την αφετηρία ότι υπάρχουν «δυο οντότητες, δυο κράτη, που θα προχωρήσουν στη σύσταση ενός νέου συνεταιρισμού». Το 1983 η Άγκυρα προχώρησε στη συγκεκριμένη ενέργεια, γνωρίζοντας ότι το παράνομο εκείνο μόρφωμα δεν θα τύγχανε διεθνούς αναγνώρισης. Επένδυσε, ωστόσο, σε εκείνη την κίνηση, έχοντας διαμορφώσει ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό
Πηγή: Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, στις 15 Νοεμβρίου 1983, αποτελούσε στρατηγικό στόχο της Τουρκίας http://mignatiou.com/2017/11/i-anakirixi-tou-psevdokratous-stis-15-noemvriou-1983-apotelouse-stratigiko-stocho-tis-tourkias/
Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, το Νοέμβριο του 1983, αιφνιδίασε ως προς το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που επιλέγηκε, παρόλο που υπήρχαν πολλές σχετικές ενδείξεις. Ωστόσο, ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη, καθώς η τουρκική πλευρά οδηγούσε τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους αφορούσε, άλλωστε, τους σχεδιασμούς της Άγκυρας και τις στρατηγικές της επιδιώξεις:
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ανακήρυξη χωριστού τουρκοκυπριακού «κράτους», αποτελούσε διαχρονικά το στρατηγικό στόχο της Τουρκίας σε σχέση με το Κυπριακό. Τούτο διαφάνηκε από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προϊστορία των τουρκικών σχεδίων Σε τουρκικό σχέδιο, ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1963, το οποίο φέρει την υπογραφή του αντιπροέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Δρ. Φαζίλ Κουτσιούκ και του προέδρου της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης Ραούφ Ντενκτάς, προαναγγέλλεται στην ουσία η ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Αξιολογώντας την πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας, τρία χρόνια μετά την ανακήρυξή της και λίγους μήνες πριν από την τουρκοανταρσία, στο συγκεκριμένο έγγραφο υποστηρίζεται: «Κατά τη γνώμη μας το έτος 1964 είναι το κατ’ εξοχήν έτος του Μακαρίου. Θα είναι αποφασιστικόν έτος εις το ζήτημα της τροποποιήσεως του Συντάγματος και μετά από τας σχετικάς δηλώσεις του η τουρκική κοινότης πλέον θα ευρίσκεται αντιμέτωπος με την υποχρέωσιν να ακολουθήση κατά πόδας ακόμη πιο δραστήρια πολιτικήν.
Ο βασικός στόχος μιας τέτοιας δραστηριότητας πολιτικής, τι πρέπει να είναι; Η απάντησις εις αυτήν την ερώτηση θα πρέπει να δοθή χωριστά αναλόγως των δύο πιθανοτήτων, τας οποίας θα ακολουθήσουν οι Ρωμηοί. Η υπό των Ρωμηών επισήμως ακύρωσις ή προσπάθεια προς ακύρωσιν των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και του Συντάγματος. Να προχωρήσουν εις την από τριετίας συνεχιζόμενην ‘’προσαρμογήν πράξεων’’ εις τρόπον ώστε να μην εφαρμόζεται το Σύνταγμα και να φέρουν εν τη πράξει τους Τούρκους εις πραγματικήν μειονεκτικήν θέσιν (κατάστασιν μειονότητος). Εις περίπτωσιν ακυρώσεως επισήμως του Συντάγματος υπό των Ρωμηών ή και της προσπάθειας αυτών προς τροποποίησιν του Συντάγματος, κατά την γνώμην μας ένα μόνο πράγμα υπάρχει το οποίον θα γίνη υπό της τουρκικής κοινότητος: να πάρη εις τα ίδια της τα χέρια τα ιδικά της πεπρωμένα και να ιδρύση μίαν Κυπριακή Δημοκρατία η οποία θα μείνη έξω από τις συμφωνίες της Ζυρίχης σύμφωνα με το θεώρημα ‘’όταν εξαλειφθή το εμπόδιον επανέρχεται το απαγορευμένον’’… Τω όντι, συμφώνως με τις υπάρχουσες συμφωνίες εγγυήσεων, η Μητέρα Πατρίς μπορεί να επέμβη μόνη της, εις περίπτωσιν καταργήσεως του Συντάγματος επισήμως». Το έγγραφο αυτό, που σημειώνει επίσης, ότι «όταν αρχίση ο αγώνας, η τουρκική κοινότης η οποία είναι διασπαρμένη εις όλην την νήσον, να μαζευθή εις μιαν ζώνην διά της βίας και να είναι υποχρεωμένη όπως κρατήση εκείνην την ζώνην, αυτό θα εξαρτηθή από το στρατηγικόν σχέδιον το οποίον θα ετοιμάσουν οι ειδικοί», επιβεβαιώνει πλήρως τους τουρκικούς σχεδιασμούς». (Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, διατηρήθηκε η γραφή της μετάφρασης). Σε συνέχεια των τουρκικών σχεδίων του 1963, καθοριστικό βήμα προς την παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους του 1983, έγινε σχεδόν αμέσως μετά από την τουρκική εισβολή του 1974. Πιο συγκεκριμένα, στις 13 Φεβρουαρίου του 1975 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς ανακοίνωσε την ανακήρυξη «Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου». Ο κατοχικός ηγέτης επικαλέσθηκε τότε την οικονομική ασφυξία της «Βόρειας Κύπρου» και το αμερικανικό εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην Τουρκία από το Κογκρέσο λόγω της χρήσης αμερικανικού εξοπλισμού κατά την διάρκεια της εισβολής στην Κύπρο. Η απόφαση λοιπόν της Άγκυρας ήταν προ πολλού ειλημμένη και αποτελούσε βήμα για εδραίωση των κατοχικών τετελεσμένων. Παράλληλα, με την ενέργειά της αυτή η Τουρκία επιχειρούσε να καταγράψει τις διεθνείς αντιδράσεις για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης παρόμοιων ενεργειών. Αντιδρώντας στην ενέργεια της Άγκυρας, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με ψήφισμά του εξέφραζε «τη λύπη του για τη μονομερή ενέργεια της τουρκοκυπριακής πλευράς». Οι πολιτικές εξελίξεις του 1983 Το 1983 ήταν χρονιά προεδρικών εκλογών στην Κύπρο. Ο Σπύρος Κυπριανού κέρδισε τις εκλογές με τη στήριξη του ΑΚΕΛ και είχε ενώπιον του, πλην των εσωτερικών εξελίξεων, και αυτές στο Κυπριακό. Ο πρόεδρος Κυπριανού επιδίωξε συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη, με στόχο να εξασφαλίσει απόφαση για σταδιακή απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Αρχικά εξασφάλισε ένα ισχυρό ψήφισμα στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής των Αδεσμεύτων, που συνήλθε στις 12 Μαρτίου 1983. Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων εξέφρασαν τη βαθιά τους ανησυχία για τη συνεχιζόμενη κατοχή και ζήτησαν την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής. Ο Κυπριανού, σε συνεννόηση με την Αθήνα, προώθησε τους σχεδιασμούς του για συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα, αν η Λευκωσία επιδίωκε, προσφεύγοντας στα Ηνωμένα Έθνη, να εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετώπιζε εσωτερικά προβλήματα, και το τουρκικό στρατιωτικό καθεστώς ασχολείτο με τις προγραμματισμένες για τις 6 Νοεμβρίου 1983 βουλευτικές εκλογές (Παύλος Τζερμιάς, Ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αθήνα 2000, τόμος Β΄, σελ. 876). Εν τω μεταξύ, η επιδιωχθείσα συζήτηση για το Κυπριακό πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της 37ης τακτικής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στις 10 με 13 Μαΐου 1983. Αποτέλεσμα της συζήτησης ήταν η υιοθέτηση του ψηφίσματος 37/253 της 13ης Μαΐου, με το οποίο η Γενική Συνέλευση ζήτησε την άμεση απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων κατοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία. Παράλληλα, διακήρυξε το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού της για την πλήρη και πραγματική κυριαρχία και για τον έλεγχο σε όλο το έδαφος της Κύπρου και σε όλες τις φυσικές και άλλες πηγές της. Τέλος, κάλεσε όλα τα κράτη να υποστηρίξουν την Κυβέρνηση της Κύπρου και να τη βοηθήσουν στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων. Υπέρ του ψηφίσματος τάχθηκαν 103 χώρες, απείχαν 20, μεταξύ αυτών οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το καταψήφισαν η Τουρκία, το Πακιστάν, η Μαλαισία, η Σομαλία και το Μπαγκλαντές. Από την πλευρά της, η Τουρκία χαρακτήρισε το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών ως πολιτικά και νομικά άκυρο. Την ίδια στιγμή, όπως ήταν αναμενόμενο για την τακτική που ακολουθούσε, ο Ραούφ Ντενκτάς ματαίωσε τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Κυπριανού που είχε οριστεί για την 31η Μαΐου, για συνέχιση των δικοινοτικών συνομιλιών. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η τουρκική πλευρά θα «αξιοποιούσε» το ψήφισμα για να προκαλέσει προβλήματα και να προωθήσει την από το 1963 πάγια πολιτική της για αναγνώριση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Την ίδια περίοδο η Τουρκία προχώρησε σε ακόμη ένα βήμα προς την κατεύθυνση της ανακήρυξης ψευδοκράτους. Στις 17 Ιουνίου του 1983, η «νομοθετική συνέλευση» στα κατεχόμενα, η οποία συστάθηκε από το «ομόσπονδο κράτος», υιοθέτησε απόφαση για «το αναπαλλοτρίωτο και μη δυνάμενο να καταργηθεί δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του τουρκικού λαού της Κύπρου». Η απόφαση εγκρίθηκε με 33 ψήφους υπέρ και 7 εναντίον, περιείχε εκτενείς αναφορές στο παρελθόν, στη βάση του οποίου επιχειρείτο να δικαιολογηθούν τα επόμενα βήματα. Παράλληλα, και σε μια κίνηση που παρέπεμπε περισσότερο στις τουρκικές μεθοδεύσεις για πλήρη ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία, επιβλήθηκε η χρήση της τουρκικής λίρας ως επίσημου νομίσματος των κατεχόμενων περιοχών, ενώ δημιουργήθηκε και «Κεντρική Τράπεζα». Η διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης» συνδυάσθηκε και με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Ο Ντενκτάς, όπως εξάλλου και η Άγκυρα, επιδίωκαν μέσα από το δημοψήφισμα να αναδείξουν το στοιχείο της αυτοδιάθεσης. Το ενδεχόμενο διενέργειας δημοψηφίσματος δεν προχώρησε και η συγκεκριμένη εξέλιξη αναβλήθηκε, αφού ο Ντενκτάς είχε κληθεί στη Γενεύη από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Πέρεζ ντε Κουεγιάρ για συνάντηση και συζήτηση του Κυπριακού. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουλίου, και ο Ντενκτάς παρέδωσε στον Γενικό Γραμματέα την απόφαση-διακήρυξη της «νομοθετικής συνέλευσης». Ο Γενικός Γραμματέας, από την πλευρά του, ζήτησε από τον κατοχικό ηγέτη να μην προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια μέχρι την ανάληψη εκ μέρους του πρωτοβουλίας για το Κυπριακό. Στη Λευκωσία, ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα, Ούγκο Γκόμπι, παρουσίαζε «κάποιες σκέψεις» για επανάληψη των συνομιλιών για το Κυπριακό στον τότε Υπουργό Εξωτερικών Νίκο Ρολάνδη.
Η συγκεκριμένη συνάντηση ήταν η απαρχή της νέας πρωτοβουλίας του Πέρεζ ντε Κουεγιάρ. Πιο συγκεκριμένα, η πρωτοβουλία του ΓΓ αποτελούσε ένα πλαίσιο προτάσεων, στο οποίο καλούνταν να απαντήσουν οι εμπλεκόμενοι μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Ο Κουεγιάρ παρέδωσε διά του Γκόμπι στις 8 Αυγούστου στον Νίκο Ρολάνδη συγκεκριμένο έγγραφο, και την επομένη το ίδιο έγγραφο στον Ντενκτάς. Το έγγραφο είδε το φως της δημοσιότητας στις 17 Αυγούστου από την εφημερίδα «Φιλελεύθερος». Στην ελληνοκυπριακή πλευρά άρχισε μια συζήτηση για την πρωτοβουλία του Κουεγιάρ, με θετικές και αρνητικές τοποθετήσεις έναντι του περιεχομένου της πρωτοβουλίας. Στις 20 Σεπτεμβρίου παραιτήθηκε, διαφωνώντας με τους χειρισμούς του προέδρου Κυπριανού απέναντι στην πρωτοβουλία του ΓΓ, ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης. Ο Ρολάνδης είχε χαρακτηρίσει τη στάση Κυπριανού έναντι της πρωτοβουλίας ως διστακτική, ενώ είχε σχέση και με τη στάση που είχε τηρήσει η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία είχε χαρακτηρίσει απαράδεκτο το μνημόνιο του Κουεγιάρ. Νέος Υπουργός Εξωτερικών διορίσθηκε ο Γιώργος Ιακώβου.
Εν τω μεταξύ, η τουρκική πλευρά προχωρούσε βαθμηδόν στην εφαρμογή των σχεδιασμών της για την ανακήρυξη του ψευδοκράτους. Τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία, είχαν ενώπιον τους πολλές πληροφορίες σε σχέση με ένα τέτοιο ενδεχόμενο και διαμόρφωναν κινήσεις αποτροπής, κυρίως με προληπτικά διαβήματα. Ενδεικτικό του κλίματος είναι και το περιστατικό που περιγράφει ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Λευκωσία, Χρήστος Ζαχαράκις: «Στις 4 Νοεμβρίου, ο [Υφυπουργός Εξωτερικών] Καψής, υπαινίχθηκε στην Αγγλίδα ΥΦΥΠΕΞ Young, ότι είναι πιθανή στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου από την Ελλάδα σε περίπτωση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Οι Άγγλοι θορυβήθηκαν και μου διεμήνυσαν στη Λευκωσία ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να προκαλέσει σύρραξη, που η Ελλάς δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Ενημέρωσα τον Καψή ο οποίος μου τηλεφώνησε, μετά από μισή ώρα, για να μου τονίσει ότι είχε μιλήσει off the record, ότι πράγματι τρομοκράτησε την Young, η οποία δεν τόλμησε να σχολιάσει! Ωστόσο, η κρυπτοταινία με το σχετικό τηλεγράφημά μου κατεστράφη» (Χρήστος Ζαχαράκις, Άκρως Απόρρητο – Ειδικού χειρισμού, Αθήνα 2008, σελ. 224). Η ανακήρυξη Στις 14 Νοεμβρίου 1983, ο Ραούφ Ντενκτάς κάλεσε όλους τους «βουλευτές» της «νομοθετικής συνέλευσης» σε δείπνο. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, ο τότε πανίσχυρος κατοχικός ηγέτης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει στην ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους. Τούτο έγινε γύρω στα μεσάνυκτα, πριν από την ολοκλήρωση του δείπνου. Όλες οι κινήσεις πραγματοποιήθηκαν με άκρα μυστικότητα και σε κλίμα συνωμοτικό.
Οι επικοινωνίες δεν λειτουργούσαν. Το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας είχε κλείσει, το παράνομο αεροδρόμιο δεν λειτουργούσε.
Η Άγκυρα διά του Ντενκτάς είχε καταστήσει σαφές πως για όλα τα τουρκοκυπριακά κόμματα η υποστήριξη της αποσχιστικής ενέργειας ήταν μονόδρομος.
Όποιος δεν ακολουθούσε θα είχε επιπτώσεις. Με ό,τι αυτό θα σήμαινε. Τόσο το Ρεπουπλικανικό Τουρκικό Κόμμα όσο και το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να στηρίξουν την απόφαση. Η απόφαση, λοιπόν, για την ανακήρυξη έγινε με τη σύμφωνη γνώμη όλων, παρά τις όποιες υποτονικές διαφωνίες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ραούφ Ντενκτάς, στην ομιλία του στις 15 Νοεμβρίου στη συνεδρία της «νομοθετικής συνέλευσης», ανέφερε ότι «κάποιοι σήμερα ψήφισαν με το χέρι τους αλλά όχι με την καρδιά τους». Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η ψευδοβουλή «αποφάσιζε» αυτό που είχε προαποφασισθεί από το στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας, και αποτελούσε πάγιο τουρκικό στόχο για το Κυπριακό από το 1963. Ο «Πρόεδρος» της «Συνέλευσης», Νετζάτ Κονούκ, είχε αναφέρει πριν από την ανακοίνωση της απόφασης: «Είμαστε αποφασισμένοι να διατηρήσουμε τη βόρεια Κύπρο ως ανεξάρτητη και αδέσμευτη περιοχή με τρόπο που να υπηρετεί την ειρήνη και ευημερία στον Κόσμο, τη Μεσόγειο και τη γύρω περιοχή. Κάτω από το φως των πραγματικοτήτων και δυσκολιών των πιο πάνω πεποιθήσεων, ως μεταφραστές της αναπότρεπτης και νόμιμης επιθυμίας και βούλησης του τουρκοκυπριακού λαού, ανακηρύσσουμε μπροστά από την ιστορία και όλη την ανθρωπότητα την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους.
Η πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία. Παρακαλώ όπως ψηφίσετε όρθιοι αυτή την ιστορική απόφαση.
Αποδοχή:
Όλοι: Απορρίπτουν: Καμιά αρνητική ψήφος.
Αποχές:
Δεν υπάρχουν. Η απόφαση λήφθηκε ομόφωνα. Αξιότιμοι φίλοι… Ο ενθουσιασμός μας είναι μεγάλος. Η πορεία που αρχίσαμε είναι μια ευτυχισμένη πορεία όπως αρμόζει στην ανθρωπότητα. Είναι μια πορεία η οποία περιμένει από εμάς μεγάλη αυταπάρνηση. Σε αυτή τη μεγάλη εγχείρηση εσείς είστε οι γιατροί… Εσείς είστε οι εκπρόσωποι του ηρωικού λαού που μπορείτε να τον ενώσετε σε μια τέτοια στιγμή. Σας εκφράζω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες.
Αυτή την ιστορική μέρα θέλουμε να πιστεύουμε ότι η μητέρα πατρίδα κοιτάζοντας αυτό το τοπίο, αυτόν τον ενθουσιασμό, θα εκτιμήσει ότι αυτό το βήμα είναι αναπόφευκτο. Εξ ονόματος ολόκληρου του λαού μας προσδοκούμε από τη μητέρα πατρίδα κατανόηση, στήριξη και αναγνώριση. Ευχόμαστε με τη στήριξή της να ανοίξουν οι δρόμοι προς τη συμφιλίωση και την ειρήνη. Δίνουμε και πάλι την ειλικρινή μας υπόσχεση στον κόσμο και ιδίως στην μητέρα πατρίδα ότι σε αυτή την πορεία θα πράξουμε όλα όσα απαιτούνται. Αυτή την ευτυχισμένη μέρα συγχαίρω και πάλι ειλικρινώς όλους σας και εύχομαι να είναι καλορίζικη και ευοίωνη για τον λαό μας» (ΡΙΚ, εκπομπή «Ανοικτοί Φάκελοι», 8.11.2008). Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Ντενκτάς, ο οποίος ανέφερε ότι «για να αφήσετε ένα καλύτερο μέλλον σε αυτούς που θα έρθουν μετά από εσάς πρέπει να είστε ψυχολογικά έτοιμοι για κάθε αυτοθυσία. Πόσο ευτυχής που μπορώ να λέω ότι είμαι Τούρκος. Πόσο ευτυχής για την Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου…» (ΡΙΚ, εκπομπή «Ανοικτοί Φάκελοι», 8.11.2008). Η παράνομη ανακήρυξη έγινε σε πλήρη συντονισμό και με την επίσημη έγκριση του στρατιωτικού κατεστημένου της Τουρκίας. Η Τουρκία διένυε μεταβατική περίοδο από τη δικτατορία του Εβρέν στον ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό.
Ο Τουργκούτ Οζάλ είχε εκλεγεί πρωθυπουργός και στις 13 Δεκεμβρίου θα ορκιζόταν. Η χρονική περίοδος εξυπηρετούσε την Άγκυρα, που θα «φόρτωνε», για τα μάτια των ξένων, στον Ντενκτάς την απόφαση, ενώ εσωτερικά θα έκανε διαχείριση προώθησης της απόφασης. Αρκετά χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Τούρκου δημοσιογράφου Ερντάλ Γκιουβέν, με τίτλο «Η Κύπρος του Ταλάτ» που κυκλοφόρησε στην Τουρκία το 2009, αναφέρθηκε ότι ο πρώην ηγέτης του κατοχικού καθεστώτος, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, την ημέρα της ανακήρυξης του ψευδοκράτους είχε κλάψει, μια αποκάλυψη που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στα κατεχόμενα. Οι τότε ηγέτες των κομμάτων της τουρκοκυπριακής Αριστεράς είχαν δηλώσει πως εξαναγκάστηκαν να στηρίξουν την απόφαση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Ισχυρίστηκαν δε πως στα συλλογικά όργανα των κομμάτων τους οι συζητήσεις κράτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες και πως οι σχετικές αποφάσεις λήφθηκαν κατά πλειοψηφία.
Οι αντιδράσεις
Ο Πρόεδρος Κυπριανού με δήλωσή του στις 15 Νοεμβρίου 1983 ανέφερε ότι «αυτή η ενέργεια όχι μόνο περιπλέκει περαιτέρω το κυπριακό πρόβλημα, αλλά καθιστά φανερό ότι στόχος της τουρκικής πλευράς ήταν πάντοτε η δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων και η καλλιέργεια συνθηκών με σκοπό την απόσχιση της κατεχόμενης περιοχής από την Κυπριακή Δημοκρατία». Την ίδια στιγμή, όπως ορθά υποστηρίχθηκε, η λεγόμενη ανακήρυξη ανεξαρτησίας στο κατεχόμενο τμήμα το νησιού -μια ενέργεια η οποία δεν θα ήταν ποτέ εφικτή αν δεν υπήρχαν εκεί τα τουρκικά στρατεύματα – είναι ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία, μαζί με τη Βρετανία και την Ελλάδα, είχαν αναλάβει να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία του νησιού. «Η αυθαίρετη αυτή ενέργεια όχι μόνο παραβιάζει την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου αλλά, επιπλέον, έρχεται σε αντίθεση με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και το διεθνές δίκαιο και αναπόφευκτα οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια στην περιοχή», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Κύπρου. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών τόνισε σε δήλωσή του ότι αυτή η ενέργεια είναι «αντίθετη προς τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο και σε αντίφαση με τις συμφωνίες κορυφής του 1977 και 1979».
Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις της Κύπρου, Ελλάδας και Βρετανίας ζήτησαν από κοινού έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να εξετάσει την κατάσταση.
Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης άρχισε ένα οργιώδες διπλωματικό παρασκήνιο. Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Ιακώβου, λίγο πριν αναχωρήσει για την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, είχε καλέσει τους πρέσβεις των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα, Γκόμπι, και τους ζήτησε να αποδοκιμάσουν την αποσχιστική ενέργεια του Ντενκτάς και της Άγκυρας.
Παράλληλα διαβήματα έκανε και ο Υπουργός Προεδρίας, Ντίνος Μιχαηλίδης. Ο Ιακώβου ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, στην έδρα του ΟΗΕ για να καταθέσει προσφυγή, ενώ ο Κυπριανού με τον πρέσβη της Ελλάδας Χρ. Ζαχαράκι μετέβησαν στην Αθήνα για διαβουλεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Η Λευκωσία ζήτησε χωριστή ελληνική προσφυγή, που όμως δεν κρίθηκε αναγκαία από την Αθήνα. Σύμφωνα με τον πρέσβη Ζαχαράκι, στη σύσκεψη της 17ης Νοεμβρίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, «αποκάλυψε, υπό άκρα μυστικότητα, προς αποφυγή προκλήσεως πανικού, τη λήψη και ορισμένων μέτρων, όπως η ετοιμότητα 20 αεροσκαφών στα Δωδεκάνησα για αποστολή στην Κύπρο, η παρουσία δυο υποβρυχίων μεταξύ Κύπρου και Μ. Ασίας, η μερική επιστράτευση προς ενίσχυση κυρίως των τεθωρακισμένων, και ορισμένες κινήσεις στον Έβρο, «για να τις δουν οι Τούρκοι»! Όλα αυτά συνιστούν «μετρημένη αντίδραση», που, ίσως, καταστήσει σαφές, χωρίς απειλές, ότι το ψευδοκράτος πρέπει να ανακληθεί. (…) Εξάλλου, αμφότεροι οι ηγέτες καυτηρίασαν την «ουδέτερη στάση» της ΕΣΣΔ -ο Φλωράκης παραδέχθηκε χθες στον Πρωθυπουργό ότι είναι δυστυχής- η οποία καθίσταται τοσούτω μάλλον αποθαρρυντική εν όψει της συζητήσεως στο Σ.Α.. (…) Ο Κυπριανού εξέφρασε ζωηρές ανησυχίες για το ατελέσφορο και επικίνδυνο της στρατιωτικής επιλογής. Αντιθέτως, κρίθηκε προσφορότερο να μελετηθεί το «ρισκαρισμένο», κατά τον Πρωθυπουργό, μέτρο της διακοπής των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που θα προκαλέσει προβλήματα στο ΝΑΤΟ» (Ζαχαράκις, Άκρως Απόρρητο, ό.π., σσ. 228-229).
Ως προς το κλίμα ανησυχίας που επικρατούσε για τη στάση της Άγκυρας μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, χαρακτηριστική είναι και η συζήτηση που είχαν οι Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου, το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου. Ο Καραμανλής είχε αναφέρει στον Παπανδρέου ότι «θεωρεί την εξέλιξη αυτή ως πολύ σοβαρή και ανησυχητική και διότι αυτή είναι η χειρότερη λύση του Κυπριακού, αλλά και λόγω των επιπτώσεων αυτής της εξελίξεως στις διμερείς σχέσεις μας με την Τουρκία. Εάν η Τουρκία είχε εγκρίνει εκ των προτέρων την ενέργεια του Ντενκτάς (και αυτό πρέπει οπωσδήποτε να το διερευνήσει η Κυβέρνηση) τούτο θα σημαίνει ότι η Άγκυρα είναι αποφασισμένη να ρυθμίσει δυναμικά τα προβλήματά της με την Ελλάδα» ( Σβολόπουλος Κωνσταντίνος (γεν. επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τόμος 12, Αθήνα 1997, σελ. 338 ).
Στις 18 Νοεμβρίου του 1983 το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 541, το οποίο προτάθηκε από τη Βρετανία και αποδοκιμάζει, μεταξύ άλλων, την ανακήρυξη, με την οποία επιχειρείται η απόσχιση τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη θεωρεί νομικά άκυρη και ζητεί την ανάκλησή της. Ταυτόχρονα, ζητεί επείγουσα και αποτελεσματική εφαρμογή των ψηφισμάτων 365 (1974) και 367 (1975) και καλεί όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν οποιοδήποτε κυπριακό κράτος άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία. Το ψήφισμα υιοθετήθηκε με 13 ψήφους υπέρ (συμπεριλαμβανομένων των ψήφων των πέντε Μονίμων Μελών) με μία ψήφο εναντίον (Πακιστάν) και μία αποχή (Ιορδανία). Σημειώνεται ότι το πρώτο προσχέδιο που ετοιμάσθηκε από τους Βρετανούς προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Γ. Ιακώβου. Ο Κύπριος Υπουργός Εξωτερικών έδωσε στους Βρετανούς ένα προσχέδιο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος βρισκόμενος στο αεροπλάνο καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ. Η βρετανική πλευρά, αν και στην αρχή θεώρησε «πολύ προχωρημένο το κείμενο, υποστηρίζοντας ότι θα ασκούσαν βέτο οι ΗΠΑ», στη συνέχεια υπαναχώρησε. Προηγήθηκε καυγάς του Γιώργου Ιακώβου με το Μόνιμο Αντιπρόσωπο της Βρετανίας. Στη Νέα Υόρκη για να ενισχύσουν τις προσπάθειες για το ψήφισμα είχαν μεταβεί και οι αρχηγοί των κομμάτων (Εζεκίας Παπαϊωάννου ΑΚΕΛ, Γλαύκος Κληρίδης ΔΗΣΥ, Βάσος Λυσσαρίδης ΕΔΕΚ και εκ μέρους του ΔΗΚΟ ο Αλέξης Γαλανός). Στη Λευκωσία υπήρξαν κινητοποιήσεις με κορυφαία στιγμή το παγκομματικό συλλαλητήριο, στις 22 Νοεμβρίου, με ομιλητή τον τότε Πρόεδρο της Βουλής, Γεώργιο Λαδά. Το ψευδοκράτος αναγνωρίστηκε, όπως αναμενόταν, από την Τουρκία, η οποία αρχικά δήλωνε ότι δεν γνώριζε εκ των προτέρων τις αποφάσεις Ντενκτάς. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Τουρκμέν, ανέφερε πως η χώρα του αναγνώρισε το τουρκοκυπριακό «κράτος», καθώς αξιολόγησε τις δηλώσεις Ντενκτάς ότι αποσκοπεί στη λύση του Κυπριακού. Για μερικές ώρες είχε αναγνωρίσει το ψευδοκράτος και το Μπαγκλαντές. Η έντονη παρέμβαση της Λευκωσίας προς την Ουάσινγκτον, οδήγησε τους Αμερικανούς να ζητήσουν από τη χώρα αυτή να ανακαλέσει την απόφασή της, όπως και έγινε.
Από το 1983 και εντεύθεν, η παράνομη ανακήρυξη του ψευδοκράτους δεν έχει ανακληθεί. Λειτουργεί με την οικονομική, πολιτική και οικονομική στήριξη της Τουρκίας, η οποία έχει και τον πλήρη έλεγχό του. Είναι σαφές πως στόχος της Άγκυρας παραμένει διά της αναβάθμισης του ψευδοκράτους η αναγνώρισή του, και η παράλληλη υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις συνομιλίες για το Κυπριακό η τουρκοκυπριακή πλευρά ξεκινά από την αφετηρία ότι υπάρχουν «δυο οντότητες, δυο κράτη, που θα προχωρήσουν στη σύσταση ενός νέου συνεταιρισμού». Το 1983 η Άγκυρα προχώρησε στη συγκεκριμένη ενέργεια, γνωρίζοντας ότι το παράνομο εκείνο μόρφωμα δεν θα τύγχανε διεθνούς αναγνώρισης. Επένδυσε, ωστόσο, σε εκείνη την κίνηση, έχοντας διαμορφώσει ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό
Πηγή: Η ανακήρυξη του ψευδοκράτους, στις 15 Νοεμβρίου 1983, αποτελούσε στρατηγικό στόχο της Τουρκίας http://mignatiou.com/2017/11/i-anakirixi-tou-psevdokratous-stis-15-noemvriou-1983-apotelouse-stratigiko-stocho-tis-tourkias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου