Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου/Κεφάλαιο Α
Ο κόσμος ήταν ανάστατος στην Αδριανούπολη. Απ' όλες τις χώρες και τα χωριά της γειτονιάς, άντρες και γυναίκες έφθαναν με τα παιδιά τους, όλοι στολισμένοι με τα καλύτερα τους ρούχα και τα πολυτιμότερα διαμαντικά, για να παραβρεθούν στο νυχτερινό εκείνο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, που τον καιρό εκείνο εορτάζουνταν με μεγάλη ευλάβεια και πολυτέλεια στην πρωτεύουσα της Θράκης.
Όλοι οι ξενώνες, όλα τα πανδοχεία ήταν γεμάτα. Και τα σπίτια ακόμα τα ιδιωτικά εφίλευαν συγγενείς και φίλους, ώστε οι τελευταίοι που έφθαναν κατά το βράδυ δεν έβρισκαν πια ούτε κρεβάτι ούτε καν στρώμα να ξαπλωθούν.
Στην ανοιχτή πόρτα ενός ξενώνα, πλάγι στον Έβρο ποταμό, ύστερα από το βασίλεμα του ήλιου, ένας γέρος έστεκε και με παρακάλια γύρευε να πείσει τον ξενοδόχο να τον αφήσει να μπει μέσα. Ήταν παστρικά ντυμένος, αν και φτωχικά, και από το χέρι του βαστούσε ένα κοριτσάκι ως τεσσάρων πέντε χρόνων, που από την πολλή την κούραση, έσερνε πια τα ποδαράκια του. Από σπίτι σε σπίτι είχαν γυρίσει όλο το απόγευμα και από παντού τους είχαν διώξει, γιατί πούπετα δε βρίσκουνταν πια θέση, και με καημό κοίταζε ο γέρος τη γεμάτη σάλα όπου πλήθος άνθρωποι έτρωγαν κι έπιναν, και με το μάτι γύρευε μια γωνίτσα που να χωθεί με το κοριτσάκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου