Τὰ Λιμανάκια (1907)
Τέλος, ἀφοῦ ἔφερε πολλὲς βόλτες, ἐντὸς τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς τοῦ Βόλου, ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ― καὶ ποῦ νὰ θυμηθῇ ὅλας τὰς παραγγελίας ὅσας τοῦ εἶχον φορτώσει ἀπὸ τὸ νησὶ οἱ καλοὶ πατριῶταί του! Ἔπρεπε νὰ ἦτον ὁ νοῦς του κατάστιχον τοῦ Δελχαρόγιαννου τοῦ χασάπη, ἢ ἔπρεπε νὰ ἦτον ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τοῦ γερο-Πανᾶ, διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα, μὲ αὔξοντα ἀριθμόν, μὲ εἶδος καὶ ποσόν, καὶ μὲ ὄνομα. Ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει προκαταβολὴν πενῆντα λεπτὰ διὰ νὰ τοῦ ἀγοράσῃ ἕνα τρυγολόγον* ἢ ἕνα κυρτὸν σουγιάν, «γκέκαν» καλούμενον, καὶ ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει δύο δραχμὰς διὰ νὰ τοῦ φέρῃ μισὴ δουζίναν πιᾶτα. Ἄλλος τοῦ εἶχε παραγγείλει λαιμοδέτην, ἄλλος καπέλον, καὶ ἄλλος ἕνα κεφαλοτύρι. Ὁ Γιάννης ὁ Ἀντώναρος τοῦ εἶχε παραγγείλει μίαν σβάρναν διὰ τὸ ἰσοπέδωμα τῶν βώλων τοῦ χώματος μετὰ τὸ ὄργωμα, κ᾿ ἡ Μαργαρὼ τῆς Πασσίνας τοῦ εἶχε δώσει λεπτὰ διὰ νὰ τῆς ψωνίσῃ κουντοῦρες* κόκκινες ἢ παντόφλες μυτερές.
Ἀφοῦ ἐψώνισεν ὅλας τὰς παραγγελίας, ὅπως ἐνθυμήθη, καὶ τὰς ἐπὶ πιστώσει καὶ τὰς ἐπὶ προκαταβολῇ, καὶ τοῦ ἔμειναν ἀκόμη 1,20 ἀπὸ τὰ ξένα λεπτά, ὅσα εἶχε βάλει χωριστὰ εἰς μίαν σακκούλαν, καὶ τὰς ἔβαλεν εἰς τὸ ἀριστερὸν θυλάκιον τοῦ γελέκου, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ μικρὸν τοῦτο ποσὸν εἰς πάντα ὅστις θὰ τὸ ἀπῄτει ―μὰ δὲν ἦτον τὸ μυαλό του ρολόι διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα· ἕνας νοῦς, κι αὐτὸς ρωμαίικος― ἐμβαρκάρισεν εἰς τὴν βρατσέραν, ὣς τρεῖς ὧρες νύκτα, μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀποπλεύσῃ μετὰ τὰ μεσάνυκτα.
Ἐξημέρωνεν ἡ 30 Δεκεμβρίου.
Ὁ καιρὸς ἦτον γλυκὺς καὶ μαλακός. Εἶχε κάμει σφοδρὸν χειμῶνα πρὸ τῶν Χριστουγέννων.
Ὁ καπετὰν Ἠλίας ἐλογάριαζεν ὅτι θὰ εἶχε καιρὸν νὰ φθάσῃ, τὸ ἀργότερον, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν του, ἀπέχουσαν περὶ τὰ τριάντα ναυτικὰ μίλια ἀπὸ τὸν Βόλον.
Καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐναντία καὶ τὰ ἐνδεχόμενα, καὶ ἂν τυχὸν θὰ ἠναγκάζετο, ἀπὸ παρακαιρόν*, νὰ πλησιάσῃ εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ προσφιλῆ λιμανάκια του, τὰ ἐντὸς τοῦ κόλπου ἢ τὰ ἔξω, εἰς τὸ πέλαγος ― ἐπειδὴ ἦτο πολὺ συντηρητικός, καὶ προβλεπτικός, ὡς κυβερνήτης πλοίου, καὶ δὲν τοῦ ἤρεσκε ν᾿ ἀρμενίζῃ τὴν νύκτα ἀφ᾿ ἑσπέρας, εἰμὴ μόνον μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ εἶχεν ἡμέραν ἐμπρός του. Τὰ λιμανάκια ταῦτα δὲν ἐχρειάζοντο κατάστιχον διὰ νὰ καταριθμηθῶσιν! ἦσαν ἡ Χονδρὴ Ἄμμος, τὸ Ἐλαφοκκλήσι, ὁ Ἁι-Σώστης, τὸ Ἀπάγκειο καὶ ὁ Χαμογιαλός. Καὶ δὲν θὰ ἦτο βεβαίως ἀνάγκη νὰ προσεγγίσῃ εἰς ὅλα, ὅπως ἄλλοτε τοῦ εἶχε συμβῆ. Ἀλλὰ τώρα ἔπρεπε νὰ εὑρίσκεται τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου εἰς τὴν νῆσόν του, διὰ νὰ ἀποβιβάσῃ ὅλα τὰ ἐμπορεύματα καὶ τὰς παραγγελίας, διὰ νὰ ἑορτάσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν Πρωτοχρονιάν, μὲ χαρὰν καὶ ὑγείαν.
*
* *
Ἀφοῦ ἔπλευσε πέντε μίλια ἐντὸς τοῦ κόλπου, εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐσηκώθη ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο νὰ ἔρχεται ἀπὸ ἄλλα μπογάζια, ἀπὸ τὰ στενὰ τὰ μεταξὺ Εὐβοίας καὶ τῆς Στερεᾶς. Ὁ ἄνεμος αὐτὸς δὲν ἦτον πολὺ σφοδρός, οὔτε κυρίως ἐναντίος, ἀλλ᾿ ἦτον ὀχληρός. Ἐπειδὴ ἦτον νύκτα ἀκόμη ―ἤθελε τρεῖς ὧρες νὰ χαράξῃ, τέσσερες ὣς ποὺ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος― κ᾿ ἐπειδὴ ἦτον χειμώνας καιρός, ὁ καπετὰν Ἠλίας, διὰ τὸ ἀσφαλέστερον ἐγύρισε τὴν πλώρην πρὸς τὸν Γραῖον, κατὰ τὴν στεριάν, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἤραξεν εἰς τὴν Χονδρὴν Ἄμμον.
Μόλις ηὗρε τὸν βυθὸν ἡ ἄγκυρα, κι ὁ ἄνεμος ἐφάνη ὅτι ἐκόπασεν ἐντὸς τοῦ κόλπου. Ἡ βοὴ ἔπαυσε νὰ ἔρχεται ἔξωθεν, ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ μικροῦ ὅρμου. Ὁ κυβερνήτης τῆς βρατσέρας, διὰ νὰ μὴ χασομερᾷ, ἐσαλπάρισε πάλιν, ἰσάρισε* τὲς μποῦμες* τῶν δύο καταρτιῶν, τὰς ὁποίας μόλις εἶχε μαϊνάρει, ἔβαλε πλώρην πρὸς ἀνατολὰς κ᾿ ἔπλευσε πρὸς τὸ Τρίκκερι, τὸ ὑψηλὸν ἀκρωτήριον, τὸ κλεῖον τὸν Παγασιτικόν.
Ἀλλὰ πρὶν φθάσῃ ἀκόμη ἐκεῖ, καὶ πρὶν δυνηθῇ, εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ν᾿ ἀντικρύσῃ τὰς κοκκινωπὰς οἰκίας τοῦ γραφικοῦ χωρίου, εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου, ὁ ἄνεμος ἐφάνη ὅτι ἐτράπη πρὸς ἀνατολάς, καὶ ἤρχετο ἀντίπρῳρα εἰς τὴν βρατσέραν. Ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει καλά! Ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἐστράφη ἀριστερά, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἔρριψε τὴν ἄγκυραν εἰς τὸ Ἐλαφοκκλήσι, τὸν μικρὸν ὡραῖον λιμενίσκον. Ἴσως ἐκεῖ ἦσαν οἱ Ἀφέται τῶν ἀρχαίων.
Ὁ ἄνεμος ἦτο πράγματι ἀπηλιώτης, καὶ ὅσο πήγαινεν ἐφρεσκάριζε. Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως εἶχε τόσα ἐμπορεύματα εἰς τὸ ἀμπάρι ―ὀρύζια, καπνά, πάστες, βαρέλια ρωμιοῦ καὶ ρακίου― τόσας παραγγελίας εἰς τὴν κάμεραν τῆς πρύμνης. Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν αὐτὸς ἢ τὸ σκάφος ἐκινδύνευε, τὸν ἔμελεν ὅμως πολὺ διὰ τὰ πράγματα τὰ ξένα.
Ἡ βρατσέρα του ἦτο συγχρόνως ἡ Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία τῆς μικρᾶς νήσου. Ὅπως λέγουν ὅτι εἰς περασμένους χρόνους, ἂν δὲν ἔστελλεν ὁ Ἰμάμης τῆς Προύσης μήνυμα ὅτι ἔκαμε φεγγάρι, δὲν ἠδύνατο ὁ Σουλτᾶνος νὰ κάμῃ μπαϊράμι, καὶ ἂς ἦτον εἰς ὅλον τὸν κόσμον ὁρατὸν ἀπὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν τὸ φεγγάρι ὀφθαλμοφανῶς, οὕτω, ἂν ἡ βρατσέρα τοῦ καπετὰν Ἠλία δὲν κατέπλεεν εἰς τὴν μικρὰν νῆσον νὰ φέρῃ τὰ τόσα ὀψώνια, σχεδὸν δὲν θὰ ἠδύναντο οἱ κάτοικοι νὰ κάμουν Χριστούγεννα ἢ Πρωτοχρονιὰν ἢ Λαμπρήν.
Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἦτο χρηστὸς καὶ εἰλικρινὴς ἄνθρωπος. Μίαν μόνην ἀπιστίαν εἶχε κάμει ὅταν ἦτο πάρα πολὺ νέος ― τὸ κρῖμά του τὸ εἶχεν ἐξομολογηθῆ τότε εἰς τὸν πνευματικόν, κ᾿ ἔκτοτε τὸ διηγεῖτο εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὸ δασκάλευμα ἑνὸς γεροντοτέρου, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶναι πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, εἶχον καταχρασθῆ δεκάδας τινὰς κεραμιδίων ἀπὸ τὰ πλινθοποιεῖα τῶν Ὠρεῶν. Ἀλλὰ μόλις εἶχε διαπραχθῆ ἡ κλοπή, ὅταν ἔκυψεν ὁ Ἠλίας νὰ λύσῃ τὴν μπαρούμαν* τῆς φελούκας διὰ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ πλοῖον, τεραστία σμέρνα ἀναπηδήσασα ἀπὸ ἕνα χάραυλον* ἢ θαλάμι* ἐκεῖ πλησίον, τοῦ ἔφαγε τρομερὰ τὰ κρέατα τῆς ὠλένης τῆς δεξιᾶς, μὲ τοὺς θηριώδεις ὀδόντας της.
Αὐτὴ ἦτον ἡ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ διὰ τὸν νεαρὸν τότε ναυτικόν. Ἡ σμέρνα εἶχεν ἀποσταλῆ θεόθεν ὡς τιμωρός. Καὶ μετὰ εἰκοσαετίαν ὕστερον ὁ Ἠλίας ἐδείκνυε τὰς οὐλὰς τοῦ φοβεροῦ δήγματος εἰς ὅλους πρὸς ὅσους διηγεῖτο τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀληθέστατον ὡς φαίνεται.
*
* *
Εὐτυχῶς, μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ὁ λεβάντης ἤρχισε νὰ καταπραΰνεται, εἶτα ἐκόπασεν ὁλοσχερῶς. Ὁ καπετὰν Ἠλίας, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει μὲ τὴν βαρκούλαν εἰς τὰ ὀλίγα βράχια τὰ ὁποῖα ἔκλειον τὸν ὅρμον πρὸς ἀνατολάς, καὶ ἠσχολεῖτο νὰ μαζώξῃ κοχύλια καὶ πεταλίδας, ὁποὺ ἔβοσκαν ἐκεῖ ἐν ἀφθονίᾳ εἰς τὸν ἴσκιον τοῦ θαλασσίου βράχου, μετὰ λύπης ἀφῆκε τὸ προσφιλὲς λιμανάκι του ―ἦτο μία ποιητικωτάτη μικρὰ ἀγκάλη τοῦ ἐδάφους, ὅπου ἡμέρευαν τὰ ἄγρια κύματα κ᾿ ἐγυάλιζε γαλανὰ ὁ πόντος― κ᾿ ἐξέπλευσε πάλιν πρὸς ἀνατολάς. Τώρα θὰ ἐξήρχετο πλέον εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος, καὶ ὁ Θεὸς βοηθός!
Πολὺ χορευτικὸν καὶ μὲ ἀποτόμους λικνισμοὺς ἦτο τὸ πέραμα ἐκεῖνο. Ἀχαλίνωτον, μὲ τὰς λευκὰς χαίτας τῶν κυμάτων, ἀδιακόπως ὀρθουμένας καὶ ἀναπηδώσας, πλέον ἄγνωστον δρόμον πρὸς τὸν ἀτελεύτητον ὑγρὸν κύκλον, βαῖνον πρὸς τὸ ἄπειρον, πρὸς τὴν αἰωνιότητα, τὸ πέλαγος, ἀναχόρταγον, εἶχε φάγει πολλὰ σκάφη καὶ σκελετά, πολλὰ σκαριὰ πλοίων, καὶ πολλὰ κουφάρια ἀνθρώπων. Αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ εὐλαβεῖς χριστιαναί, γύρω εἰς τὰ χωριὰ καὶ εἰς τὰς νήσους, ἐμαγείρευαν ἐξαιρέτως τὸν ὀρφόν, τὴν συναγρίδα, καὶ ὅλα τὰ μεγάλα νόστιμα ὀψάρια, ἀλλὰ ποῦ νὰ δοκιμάσουν τὴν γεῦσιν, νὰ κοιτάξουν τὸ φαγὶ στ᾿ ἁλάτι! Τὰ ὀψάρια ἐκεῖνα ἦτο πιθανὸν νὰ εἶχαν θίξει πνιγμένους ἀνθρώπους, καὶ ποία καλὴ χριστιανὴ θὰ τὰ ἔβαζε ποτὲ στὸ στόμα της!
*
* *
Ἀφοῦ ἔκαμψεν ἡ βρατσέρα τὸ Τρίκκερι, καὶ εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὣς ἓν μίλιον εἰς τὸ πέλαγος, ἤρχισε νὰ λικνίζεται πολὺ δυνατὰ πλευρόθεν, ἐξ ἀριστερῶν πρὸς τὰ δεξιά. Ὁ ἄνεμος εἶχε ψηλώσει καὶ τὸν ἐπῆγε Γραῖον.
Ὁ κυβερνήτης διέταξε τὸν ναύτην καὶ τὸν μοῦτσόν του νὰ ποδίσουν, καὶ στραφέντες εἰσέπλευσαν εἰς τὸν Ἁι-Σώστην, τὸν φερώνυμον ὅρμον, καὶ ἠγκυροβόλησαν. Ἄ! τώρα ἀντίκρυζαν τὴν ὡραίαν καταπράσινην νῆσον, ὁποὺ ἦτον ὡς παράδεισος φυτευμένος ἀνάμεσα εἰς τὰ τέσσερα πέλαγα, τὰ ὁποῖα τὴν ἔβρεχαν ὡς οἱ τέσσαρες ποταμοὶ τὸ πάλαι τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ. Δὲν ἦσαν μακρὰν πλέον· ἀπεῖχον δέκα μίλια, καὶ νὰ ἔσκαζεν ὁ ἐχθρός, ὣς τὴν ἄλλην ἡμέραν, τὴν 31ην ὅλοι οἱ ἄνεμοι θὰ ἐκόπαζον, καὶ ἡ βρατσέρα θὰ κατευωδώνετο εἰς τὸν πλοῦν της.
Ἐνύκτωσεν ἤδη. Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως εἶχεν ἀπόφασιν, πρὶν φέξῃ ἡ ἄλλη μέρα, μετὰ τὸ μεσονύκτιον, κοντὰ τὰ χαράματα, νὰ πλεύσῃ εἰς τὸ ποθητὸν τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του.
Πράγματι, ὁ Ἁι-Σώστης τοὺς ἐβοήθησε, καὶ δὲν ἐχρειάσθη πλέον, ὅταν ἀπέπλευσαν περὶ τὸ λυκαυγές, νὰ προσεγγίσουν καὶ εἰς τὰ ἄλλα δύο λιμανάκια, οὔτε εἰς τὸ Ἀπάγκειο οὔτε εἰς τὸν Χαμογιαλόν. Ἦτο γαλήνη κατὰ τὰς πρωινὰς ὥρας. Ἀλλὰ τὸ σκάφος δὲν ἐπροχώρει, ὅθεν ἔδεσεν γιουντέκι* μὲ τὴν φελούκαν, κ᾿ ἐρρυμουλκοῦσαν τὸ πλοῖον κωπηλατοῦντες, ὁ καπετὰν Ἠλίας καὶ ὁ ναύτης του. Μόνος ὁ μικρὸς μοῦτσος ἔμεινεν ἐπὶ τῆς βρατσέρας κρατῶν τὸ πηδάλιον.
Ἀτυχῶς, ὅταν τοὺς ἐπῆρεν ἡ δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ, πελαγίσιος ἄνεμος σφοδρὸς ἦλθε πάλιν ἐξ ἀριστερῶν, καὶ ἤρχισε νὰ κλυδωνίζεται θλιβερὰ τὸ μικρὸν σκάφος. Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως καὶ ὁ ναύτης του ἔλυσαν τὸ γιουντέκι, ἀνῆλθον ἐπὶ τῆς βρατσέρας, κ᾿ ἐχειρίσθησαν τὰ ἄρμενα καὶ τὸ πηδάλιον. Ἐμαϊνάρισαν* τὰ πανιά, κ᾿ ἔμεινε τὸ σκάφος ξυλάρμενον*.
Νὰ διαπλεύσῃ τις ὅλον τὸν κόλπον καὶ τὸ πέλαγος, ν᾿ ἀράξῃ εἰς τρία λιμανάκια ―τὴν Χονδρὴν Ἄμμον, τὸ Ἐλαφοκκλήσι καὶ τὸν Ἁι-Σώστην― μόνον εἰς τ᾿ Ἀπάγκειο καὶ εἰς τὸν Χαμογιαλὸν νὰ μὴ προσεγγίσῃ ― νὰ φθάσῃ ἀποκάτω ἀπὸ τὴν Σκίαθον, καὶ ἀντὶ νὰ σὲ προστατεύσῃ ἡ χαριτωμένη ἀκτὴ τοῦ ὡραίου νησιοῦ, νὰ σὲ κλυδωνίζῃ καὶ νὰ σὲ χορεύῃ διαβολικὸν χορὸν ὁ πελαγίσιος ἄνεμος! Καὶ μάλιστα νὰ ἐξημερώνῃ ἡ Πρωτοχρονιά, καὶ νὰ κοντεύῃ ἡ μέρα τῆς παραμονῆς νὰ βραδιάσῃ! ὤ, αὐτό, ἦτο μεγάλη ἀτυχία, πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσωμεν.
Καὶ ἂν τοὐλάχιστον ἠδύνατο ὁ καπετὰν Ἠλίας, ὅπως ἔσωσε τὸν ἑαυτόν του, τοὺς ἀνθρώπους του καὶ τὸ σκάφος, νὰ σώσῃ ὅλας τὰς παραγγελίας καὶ τὰ ἐμπορεύματα! Φεῦ! εὑρέθη διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, εἰς τὴν σκληρὰν ἀνάγκην νὰ κάμῃ ἀβαρίαν, μερικήν! Κ᾿ ἐν πρώτοις ἐβύθισε σιμὰ εἰς τὴν ἀκτὴν τρία βαρέλια ρώμι, τὰ ὁποῖα ὅμως ἦτο βέβαιος ὅτι θὰ ἐπανευρίσκοντο σχεδὸν ἀλώβητα τὴν ἐπιοῦσαν, ὅταν θὰ ἔπαυεν ἡ τρικυμία!
Ἡ βρατσέρα ἦτο ἐν ἀγωνίᾳ, μόλις δύο μίλια μακρὰν τοῦ λιμένος, ἀντικρὺ εἰς μίαν κρημνώδη ἀκτήν, πλὴν δὲν ἠδύνατο νὰ πλησιάσῃ. Εἶτα ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν ἕνα σάκκον μὲ ρύζι, καὶ δύο κάσσες μὲ σαπούνια. Τὸ ἀμπάρι ἄδειασεν ἀρκετά, κ᾿ ἐξαλάφρωσε τὸ σκάφος.
Ἂς ἔσωζε τοὐλάχιστον τὰς παραγγελίας! Ἀλλὰ πίσω εἰς τὴν καμπίναν, σιμὰ εἰς τ᾿ ἄλλα ὀψώνια, ἦτο μία δέσμη ἀπὸ χαρτόνι γεμᾶτον ἀπὸ βαρέα σίδερα, ἐργαλεῖα, καὶ ἀπὸ πάνω ἦτον ἕνα ψαλίδι, τὸ ὁποῖον εἶχε παραγγείλει εἰς τὸν καπετὰν Ἠλίαν, νὰ τῆς φέρῃ ἀπὸ τὸν Βόλον, ἡ Μαριὼ ἡ Μαλλίνα. Ὁ ναύτης, κατὰ διαταγὴν τοῦ κυβερνήτου, ἔρριψε τὸ βαρὺ τοῦτο πρᾶγμα εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα σίδερα, ἐπῆγε καὶ τὸ ψαλίδι στὸν πάτον. Ὤ, νὰ τὸ ἔβλεπεν ἡ Μαριὼ ἡ Μαλλίνα, πῶς κατεποντίσθη οὕτω τὸ ψαλίδι της, πόσα θὰ ἔκοβεν ἡ γλῶσσά της ἐναντίον τοῦ καπετὰν Ἠλία.
Πλήν, ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὰ σίδερα καὶ τὸ ψαλίδι, εἰς τὴν ἰδίαν δέσμην, ἦσαν κ᾿ οἱ κουντοῦρες οἱ κόκκινες, μυτερές, τῆς Μαργαρῶς τῆς Πασσίνας. Ἐξ ἀπροσεξίας τοῦ ναύτου ἐπῆγαν κ᾿ οἱ κουντοῦρες μαζὶ μὲ τὰ σίδερα. Ὁ καπετὰν Ἠλίας ἐπρόφθασε καὶ τὰς εἶδεν ἐν ἀκαρεῖ, ὡς πτερωτάς, παλλομένας, πρὶν βυθισθοῦν εἰς τὸ κῦμα. Ὤ, πόσον ἐλυπήθη! Καὶ τί λόγον θὰ ἔδιδεν εἰς τὴν γειτόνισσάν του, τὴν Μαργαρὼ τῆς Πασσίνας;
Τὸ μόνον πρᾶγμα ἐξ ὅλων τῶν παραγγελιῶν τὸ ὁποῖον ἐκ προθέσεως ἔρριψαν εἰς τὴν θάλασσαν, ἦτο ἡ «σβάρνα», οἱονεὶ χερσαία σχεδία ἀπὸ χονδρὰς σανίδας δεμένας μὲ σίδερα, ἡ ἀγορασθεῖσα κατὰ παραγγελίαν τοῦ ζευγηλάτου, Γιάννη τοῦ Ἀντώναρου. Καὶ τὴν ὥραν ὁποὺ ἡ βρατσέρα ἤρχισε τέλος νὰ στεγάζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον, καὶ νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα, βασίλευμα ἡλίου, ἐνῷ παρέκαμπτε τὸ Καλαμάκι, τὸν κάβον ὅστις κλείει ἐκ δυσμῶν τὸν λιμένα, ὁ καπετὰν Ἠλίας, τοῦ ἐφάνη ὅτι ἔβλεπε μίαν κάπαν καὶ μίαν ἀνθρωπίνην κατατομήν, ἱσταμένην ἐπὶ τοῦ βράχου καὶ χειρονομοῦσαν πρὸς τὸ μέρος τῆς βρατσέρας. Ἐπίστευσεν ὅτι θὰ ἦτο ὁ Γιάννης ὁ Ἀντώναρος, ὅστις βεβαίως ἠρώτα μακρόθεν τὸν κυβερνήτην ἂν τοῦ ἔφερε τὴν σβάρναν. Ἀλλὰ τὴν φωνὴν τὴν ἔπαιρνεν ὁ ἄνεμος.
Ὅταν ὅμως ἡ βρατσέρα ἐπλησίασεν, ἅμα ἐνύχτωσεν, εἰς τὸν βράχον τοῦ Ἐπάνω Μαχαλᾶ, ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἤκουσεν εὐκρινῶς τὴν ὀξεῖαν φωνὴν τῆς Μαργαρῶς τῆς Πασσίνας, τῆς γειτονίσσης του:
― Θυμήθηκες νὰ μοῦ φέρῃς τὶς κουντοῦρες, καπετὰν Ἠλία;
(1907)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου