Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Μάθημα Στρατιωτικής Ιστορίας η απελευθέρωση της ΚΟΡΥΤΣΑΣ !!

 Σχόλιο Στρατηγού Φράγκου Φ.:

Το 32ο Σύνταγμα «ΜΟΡΑΒΑΣ» αξιοποίησε το πέρασμα του Γράμμου, εκεί όπου σήμερα είναι το μνημείο του ΓΚΕΣΟΥ και κατέλαβε την Κορυτσα στις 22 Νοεμβρίου 1940..

Το έδαφος είναι παράγων, που επηρέαζε και θα επηρεάζει διαχρονικά τις Επιχειρήσεις.

Υπενθυμίζεται ότι οι Κ/Σ διέφυγαν από το ίδιο δρομολόγιο ΓΚΕΣΟΣ- Υψ. 2520 στην Αλβανία τον Αύγουστο του 1949 , καθώς και από τις Πρεσπες..

Επιβάλλεται να γίνονται αναγνωρίσεις από τις υπεύθυνες Διοικήσεις και να μελετούν στρατιωτική ιστορία...


Η Μάχη για την Απελευθέρωση της Κορυτσάς και Ανώτερη Στρατιωτική ∆ιοίκηση Κορυτσάς

Ανθστης(ΦΠΖ) Θεοφάνης Βλάχος - Ιστορικό

Α. Η Ιταλική Επίθεση στην Ελλάδα

Η προώθηση των ιταλικών δυνάµεων στα βαλκάνια ξεκίνησε την άνοιξη του 1939. Στις 6 Απριλίου 1939 η Ρώµη επίδωσε τελεσίγραφο στην Αλβανική Κυβέρνηση µε ταπεινωτικούς όρους για την Αλβανία, το οποίο όµως απορρίφθηκε από τον Αλβανό Βασιλιά Ζώγου. Την εποµένη έγινε αποβίβαση µικρών ιταλικών στρατευµάτων τα οποία προέλασαν και χωρίς να συναντήσουν καµιά σοβαρή αντίσταση εισήλθαν στα Τίρανα στις 8 Απριλίου. Ο Ζώγου συνοδευόµενος από την οικογένειά του, τον Αλβανό Πρωθυπουργό και άλλη µέλη της κυβερνήσεως διέφυγε στην Ελλάδα στις 9 Απριλίου.1 Στα Τίρανα συστάθηκε προσωρινή αλβανική κυβέρνηση, η οποία αποφάσισε να προσφέρει το αλβανικό στέµµα στον Βασιλιά της Ιταλίας Βιττόριο Εµµανουέλε Γ΄ εντάσσοντας τις δυο χώρες σε καθεστώς «προσωπικής ένωσης», αποκτώντας έτσι κοινό Ανώτατο Άρχοντα. Ο Βιττόριο Εµµανουέλε, έχοντας πλέον τον τίτλο Βασιλιάς της Ιταλίας και Αλβανίας, διόρισε νέα Αλβανική Κυβέρνηση µε πρωθυπουργό τον Σεφκέτ Βερλάτσι, προχώρησε στην έκδοση νέου αλβανικού συντάγµατος, στην ένωση των διπλωµατικών και προξενικών αρχών και εγκατέστησε στα Τίρανα Γενικό Τοποτηρητή τον πρώην Ιταλό πρέσβη.2 Παράλληλα, το καλοκαίρι του 1939 ενσωµάτωσε τις αλβανικές ένοπλες δυνάµεις στον Ιταλικό Στρατό.

Η Ελλάδα µέχρι τον Μάρτιο του 1939 θεωρούσε ως µοναδικό πιθανό εχθρό την Βουλγαρία γι’ αυτό είχε επιδοθεί σε πολυδάπανα οχυρωµατικά έργα στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η ιταλική απόβαση στην Αλβανία επέφερε και αλλαγή στην ελληνική αµυντική πολιτική. Τον Μάιο καταρτίστηκε Σχέδιο Εκστρατείας που πήρε την ονοµασία ΙΒ3 και λάµβανε υπόψη του τις νέες συνθήκες και την πιθανότητα να χρειαστεί η Ελλάδα να αγωνιστεί σε δύο διαφορετικά µέτωπα ταυτόχρονα. Ως πιθανότερο σενάριο αντιµετωπιζόταν η ιταλική επίθεση από την Κορυτσά προς τη Θεσσαλονίκη και κατόπιν προέλαση νοτίως προς τη Θεσσαλία ενώ ταυτόχρονη προσβολή στην Ήπειρο θα ήταν δευτερεύουσας σηµασίας. Κατόπιν τούτου δόθηκε µεγάλο βάρος στην οχύρωση της ∆υτικής Μακεδονίας. Τον Σεπτέµβριο του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη

µεταβολή του σχεδίου ΙΒ λαµβάνοντας την ονοµασία ΙΒα. Με το νέο σχέδιο αποφασίστηκε ότι η κύρια γραµµή αντιστάσεως στην ∆υτική Μακεδονία θα ήταν περίπου η συνοριακή γραµµή ενώ στον τοµέα της Ηπείρου ορίστηκε ως βασική τοποθεσία άµυνας ο ποταµός Καλαµάς 20-25 χιλιόµετρα από τα σύνορα.

Μέχρι και τον Απρίλιο του 1940 η Ιταλία απέφευγε την πρόκληση επεισοδίων µε την Ελληνική Κυβέρνηση και προσπαθούσε να κρατάει χαµηλούς τόνους. Όταν όµως αποφασίστηκε η είσοδός της στον πόλεµο η πολιτική της µεταστράφηκε. Παρ’ όλο που


1 Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτοµη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερµανικού Πολέµου 1940 – 1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς), Αθήνα 1985, 10, 11. (Στο εξής: Επίτοµη Ιστορία)

2 Jacomoni di San Savino, La Politica dell’ Italia in Albania, Capelli Editore, 1965, 132 – 152.

3 Η ονοµασία προήλθε από τα γράµµατα των λέξεων Ιταλία Βουλγαρία.

 

στις 11 Ιουνίου, µια µέρα µετά την κήρυξη πολέµου εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα διαβεβαίωνε για τις καλές προθέσεις απέναντι στην Ελλάδα, η ιταλική προπαγάνδα άρχισε να καλλιεργεί το κλίµα για την ανάγκη ιταλικής επέµβασης στον ελληνικό χώρο.4 Οι ιταλικές προκλήσεις οξύνθηκαν το καλοκαίρι του 1940,5 µε αποκορύφωµα τον τορπιλισµό του εύδροµου του Ελληνικού Πολεµικού Ναυτικού «Έλλη» στις 15 Αυγούστου στην Τήνο όπου βρισκόταν για την απόδοση τιµών στη θρησκευτική εορτή. Το γεγονός αυτό επηρέασε την ελληνική κοινή γνώµη ενώ στιγµατίστηκε έντονα και από το διεθνή Τύπο.6 Την ίδια περίοδο, ο Τσιάνο έδωσε εντολή στον Νέµπιλ Ντίνο, γραµµατέα της Αλβανικής Φασιστικής Οργάνωσης στα Τίρανα, να επιστρατεύσει πράκτορες στα ελληνοαλβανικά σύνορα µε σκοπό τη δηµιουργία επεισοδίων και σαµποτάζ, ενώ του συνέστησε ότι οι αλβανικές διεκδικήσεις θα έπρεπε να επικεντρωθούν σε ελληνικά εδάφη και να παγώσουν, τουλάχιστον προς το παρόν, τις απαιτήσεις τους για το Κοσσυφοπέδιο λόγω των καλών σχέσεων µε τη Γιουγκοσλαβία.7 Οι ιταλικές προετοιµασίες για την επικείµενη επέµβαση στην Ελλάδα συνεχίστηκαν τον Σεπτέµβριο και τον Οκτώβριο µε προωθήσεις ιταλικών δυνάµεων και πολεµικού υλικού στην ελληνοαλβανική µεθόριο ενώ ο τύπος σε Ιταλία και Αλβανία όξυνε την ανθελληνική ρητορική προεξοφλώντας την ιταλική εισβολή, χαρακτηρίζοντάς την µάλιστα ως δικαιολογηµένη. Η οριστική απόφαση κατά της Ελλάδας πάρθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1940 κατά τη διάρκεια σύσκεψης της ανώτατης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ιταλίας στο γραφείο του Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια. Η ιταλική επίθεση, ενώ ορίστηκε αρχικά για τις 26 Οκτωβρίου, αποφασίστηκε τελικά να πραγµατοποιηθεί 48 ώρες αργότερα στις 28 του µήνα.

Λόγω της ορεινής µορφολογίας του εδάφους και του φτωχού οδικού δικτύου της περιοχής το θέατρο των επιχειρήσεων είχε χωριστεί σε τρεις τοµείς: 8

α. Στα ανατολικά ήταν ο τοµέας της Ηπείρου που διέθετε τρεις οδούς από Αλβανία προς Ελλάδα. Μια παραλιακή από την Αυλώνα προς τους Φιλιάτες και δύο στο εσωτερικό της Ηπείρου ξεκινώντας η µια από το Αργυρόκαστρο και η άλλη από την Πρεµετή και κατέληγαν και οι δύο στο Καλπάκι. Εδώ βρισκόταν το XXV Σώµα Στρατού µε διοικητή τον Στρατηγό Κάρλο Ρόσι και µε συνολική δύναµη περίπου 42.000 ανδρών. Έναντι των ιταλικών δυνάµεων στον τοµέα της Ηπείρου ήταν ανεπτυγµένη η VIII Μεραρχία υπό τον Υποστράτηγο Κατσιµήτρο Χαράλαµπο µε έδρα τα Ιωάννινα.

β. Στον βορειοδυτικό τοµέα υπήρχε µια οδός από την Κορυτσά προς την Καπεστίτσα και από εκεί συνέχιζε είτε προς Φλώρινα είτε προς Καστοριά. Σε αυτό τον τοµέα οι Ιταλοί είχαν αναπτύξει την 49η Μεραρχία «Πάρµα» ανατολικά της Κορυτσάς υπό τον Στρατηγό Γκραταρόλα, την 29η Μεραρχία «Πιεµόντε» δυτικά της Κορυτσάς υπό τον Στρατηγό Νάλντι, την 19η Μεραρχία «Βενέτσια» από τη λίµνη Πρέσπα µέχρι το Ελβασάν υπό τον Στρατηγό Μπονίνι ενώ λίγες µέρες µετά την έναρξη των επιχειρήσεων έφτασε και η 53η Μεραρχία «Αρέτζο» υπό τον Στρατηγό Φερόνε η οποία βρισκόταν στην περιοχή της Σκόδρας. Αυτές οι δυνάµεις αποτελούσαν το XXVI Σώµα Στρατού µε συνολική δύναµη 44.000 ανδρών περίπου.

4 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 19.

5 Richter H., Η Ιταλο-γερµανική Επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1998, 44-50.

6 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 21.

7 Jacomoni di San Savino, ό.π., 225-226.

8 Πράσκα, Β., Εγώ Εισέβαλα στην Ελλάδα, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1999, 176. Συλλογικό, Οκτώβριος 1940: Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας όπως την είδαν οι Ιταλοί, Εκδόσεις Παπαδήµα, Αθήνα 2008, 61-66. (στο εξής Η επίθεση της Ελλάδας όπως την είδαν οι Ιταλοί). Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 27-30.

Στην περιοχή της ∆υτικής Μακεδονίας ήταν ανεπτυγµένες οι δυνάµεις του Τµήµατος Στρατιάς ∆υτικής Μακεδονίας (ΤΣ∆Μ) υπό τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα µε έδρα την Κοζάνη. Στο ΤΣ∆Μ υπαγόταν το Β΄ Σώµα Στρατού, υπό τον Αντιστράτηγο Παπαδόπουλο (Ι, ΙΧ Μεραρχίες και V Ταξιαρχία Πεζικού) και Γ΄ Σώµα Στρατού υπό τον Αντιστράτηγο Τσολάκογλου (X, XI Μεραρχίες και IV Ταξιαρχία Πεζικού). Τα τµήµατα του ΤΣ∆Μ βρίσκονταν ανεπτυγµένα από τον συνοριακό τοµέα και σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας µέχρι τη Θεσσαλονίκη.

γ. Ανάµεσα στους δυο προαναφερθέντες τοµείς βρισκόταν η ορεινή και δύσβατη περιοχή της Πίνδου. Λόγω του ότι δεν υπήρχε απευθείας οδική αρτηρία που να συνδέει τα δύο άκρα του Θεάτρου Επιχειρήσεων, ο κεντρικός τοµέας αποκτούσε στρατηγική σηµασία για την εξέλιξη των επιχειρήσεων αφού και η µετακίνηση στρατευµάτων στον ελλαδικό χώρο από το ένα άκρο στο άλλο ήταν υπερβολικά χρονοβόρα. Για το λόγο αυτό η ιταλική διοίκηση εγκατέστησε στην περιοχή της Ερσέκας και του Λεσκοβικίου την επίλεκτη Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» υπό τον Στρατηγό Τζιρότι δυνάµεως 10.800 ανδρών. Το δύσκολο έργο της άµυνας στην Πίνδο είχε αναλάβει το Απόσπασµα του Συνταγµατάρχη

∆αβάκη µε αρχική δύναµη µικρότερη του ενός συντάγµατος.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι στην περιοχή της Ηπείρου οι ιταλικές δυνάµεις υπερτερούσαν ελαφρά σε Πεζικό (22 τάγµατα έναντι 15 ελληνικών) ενώ υπερείχαν συντριπτικά σε Πυροβολικό και Τεθωρακισµένα (61 πυροβολαρχίες και 90 άρµατα µάχης έναντι 16 ελληνικών πυροβολαρχιών). Στην Βορειοδυτική Μακεδονία τα ελληνικά τµήµατα υπερτερούσαν ελαφρώς (22 τάγµατα πεζικού και 22 πυροβολαρχίες έναντι 17 ταγµάτων πεζικού και 24 πυροβολαρχιών των Ιταλών) ενώ η υπεροχή τους επαυξανόταν από τα µεγάλα οχυρωµατικά έργα που είχαν γίνει στην περιοχή τους προηγούµενους

µήνες. Αυτό καθιστούσε αποτρεπτική κάθε εισβολή ιταλικών δυνάµεων από την Κορυτσά προς το ελληνικό έδαφος. Στην περιοχή της Πίνδου τα ιταλικά τµήµατα ήταν υπερδιπλάσια από τα ελληνικά χωρίς να υπάρχουν οχυρωµατικά έργα και αυτό καθιστούσε τον τοµέα τον πιο ευάλωτο. Παράλληλα η αεροπορική κυριαρχία των ιταλικών δυνάµεων ήταν αδιαµφισβήτητη αφού διέθετε 400 αεροσκάφη έναντι 143 ελληνικών, διαθέτοντας µάλιστα αεροδρόµια στην Αυλώνα, στο Βεράτι, στο Αργυρόκαστρο και στην Κορυτσά ώστε να βρίσκονται κοντά στο µέτωπο των πολεµικών συγκρούσεων.

Η ιταλική επίθεση άρχισε τα ξηµερώµατα την 28η Οκτωβρίου. Το ιταλικό σχέδιο των επιχειρήσεων προέβλεπε επιθετική κίνηση στον τοµέα της Ηπείρου και στην Πίνδο και τήρηση αµυντικής, αρχικά, στάσης στην περιοχή της Κορυτσάς. Στην Ήπειρο, η αποφασιστική µάχη δόθηκε στην περιοχή της Ελαίας (Καλπάκι) όπου τα ιταλικά  τµήµατα

µε επικεφαλής τη Μεραρχία «Φερράρα» επιτέθηκαν έπειτα από σφοδρούς βοµβαρδισµούς αεροπορίας και πυροβολικού και κατόρθωσαν να καταλάβουν προσωρινά το ύψωµα της Γκραµπάλας στο δεξιό της τοποθεσίας στις 2 Νοεµβρίου9. Την εποµένη, ισχυρή ελληνική αντεπίθεση ανάγκασε τα ιταλικά τµήµατα να υποχωρήσουν. Οι σφοδρές ελληνοϊταλικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν µέχρι τις 9 Νοεµβρίου όταν οι ιταλικές δυνάµεις πεζικού άρχισαν να οπισθοχωρούν. Στην παραλιακή ζώνη στον τοµέα της Θεσπρωτίας, η Μεραρχία «Σιένα» και η Οµάδα Μάχης Ακτών απώθησαν τα ελληνικά τµήµατα νοτίως της Ηγουµενίτσας φτάνοντας µέχρι τον Καλαµά. Στις 5 Νοεµβρίου κατόρθωσαν να διαβούν10 τον ποταµό αναγκάζοντας τις ελληνικές δυνάµεις να συµπτυχθούν στη γραµµή

9  Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεµος 1940 – 1941. Η Ιταλική Εισβολή,

Αθήνα 1960, 74. (στο εξής: Η Ιταλική Εισβολή).

10 Στο ίδιο, 93.

όρη Σουλίου - Αχέροντα ποταµού. Τις επόµενες µέρες άρχισαν να φτάνουν ελληνικές ενισχύσεις οπότε στις 12 Νοεµβρίου, µετά από ελληνική αντεπίθεση, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στον Καλαµά ποταµό.11

Στην Πίνδο, όπου η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» υπερτερούσε συντριπτικά των ελληνικών τµηµάτων, κατάφερε να προωθηθεί την 1η Νοεµβρίου στη Σαµαρίνα ενώ συνεχίζοντας την προέλασή της έφτασε στις 3 Νοεµβρίου στο χωρίο Βωβούσα όπου και ήταν το βαθύτερο σηµείο της ιταλικής εισβολής. Την εποµένη, µετά από ενισχύσεις που κατέφθασαν από το Α΄ και Β΄ Σώµα Στρατού, οι ιταλικές δυνάµεις άρχισαν να απωθούνται προς την περιοχή της Κόνιτσας. Κατά τις σφοδρές µάχες που έγιναν το διάστηµα 4 µε 10 Νοεµβρίου η «Τζούλια» υπέστη τροµερές απώλειες µε εκατοντάδες νεκρούς και τραυµατίες ενώ ένα µεγάλο µέρος της αιχµαλωτίστηκε από τον Ελληνικό Στρατό.12 Μέχρι και τις 13 Νοεµβρίου τα ελληνικά τµήµατα προχώρησαν και κατείχαν τις κυριότερες συνοριακές διαβάσεις έναντι της Ερσέκας και του Λεσκοβικίου.

Στον µακεδονικό τοµέα δεν εκδηλώθηκε κάποια επιθετική ενέργεια από τον Ιταλικό Στρατό δίνοντας την ευκαιρία στα ελληνικά τµήµατα να αναλάβουν πρωτοβουλία κινήσεων. Το Γενικό Στρατηγείο θέλοντας να συγκρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερες ιταλικές δυνάµεις στην περιοχή της Κορυτσάς ώστε να ανακουφίσει τα άλλα δύο µέτωπα στην Πίνδο και στην Ήπειρο που πιέζονταν τις πρώτες µέρες της εισβολής, έδωσε εντολή να γίνουν επιθετικές ενέργειες µικρής κλίµακας.13 Μετά από σκληρές µάχες, η IX Μεραρχία και η IV Ταξιαρχία (η οποία µετονοµάσθηκε σε XV Μεραρχία) κατάφεραν,

µέχρι τις 6 Νοεµβρίου, να καταλάβουν τα υψώµατα κοντά στο χωριό Καπεστίτσα, τα υψώµατα στη χερσόνησο του Πυξού και της άνω κοιλάδας του ποταµού ∆εβόλη. Παράλληλα, µε απόφαση του Αρχιστρατήγου Παπάγου,14 διατάχθηκε ο βοµβαρδισµός των ιταλικών αεροδροµίων στην Κορυτσά όπου και καταστράφηκαν τρία ιταλικά αεροπλάνα διώξεως.15

Β. H Μάχη της Κορυτσάς και η Εξασφάλιση της Ευρύτερης Περιοχής

Η επίθεση στην Μόραβα και στο Ιβάν

Στις 7 Νοεµβρίου το Γ΄ Σώµα Στρατού εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεων µε την οποία καθοριζόταν η επίθεση κατά της Κορυτσάς από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Η X Μεραρχία θα ενεργούσε επίθεση στην κατεύθυνση Νεστορίου – Ντάρζας – Κορυτσάς η οποία θα ήταν και η κύρια προσπάθεια, η IX Μεραρχία Σαλ – Κορυτσάς και η XV Μεραρχία Πυξός – Ιβάν – Κορυτσάς.16 Ως ηµεροµηνία έναρξης της επίθεσης ορίστηκε η 14η Νοεµβρίου.17 Η τοποθεσία Μόραβα – Ιβάν, στην οποία θα ενεργούσε την επίθεση το Γ΄ Σ.Σ., καλύπτει από τα ανατολικά το υψίπεδο της Κορυτσάς. Ανάµεσα στους δυο ορεινούς όγκους σχηµατίζεται η στενωπός Τσαγκόνι από την οποία διερχόταν η σκυρόστρωτη οδός  Ιωαννίνων – Ερσέκας – Κορυτσάς – Φλωρίνας. Νότια της Μόραβας,  η µόνη αξιόλογη οδός συγκοινωνίας ήταν η κατεύθυνση Βόζιγκραδ – Ντάρζα – Κορυτσά, στην οποία υπήρχαν αρκετά ιταλικά οχυρωµατικά έργα. Ενώ τα όρη Μόραβα και Ιβάν,


11 Στο ίδιο, 109.

12 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 57-58.

13 Η Ιταλική Εισβολή, ό.π., 212.

14 Η διαταγή ανέφερε ρητά ότι έπρεπε να αποφευχθεί η ρίψη βοµβών εντός της πόλης. Αρχείο ∆ιεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού (στο εξής Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ) Φ.623/Α/17. Σε αντίθεση µε τους ιταλικούς βοµβαρδισµούς που γίνονταν εντός κατοικηµένων περιοχών και είχαν ως αποτέλεσµα το θάνατο αµάχων. Πράσκα, Β.,

ό.π., 261.

15 Η Ιταλική Εισβολή, ό.π., 256.

16 Στο ίδιο, 225.

17 Επίτοµη Ιστορία, ό.π. 76-77.

 

παρ’ όλο που είναι δύσβατα και από τη φύση τους οχυρά, είχαν ενισχυθεί µε έργα εκστρατείας από τον Ιταλικό Στρατό. Παράλληλα, κατά µήκος της κοιλάδας του ποταµού

∆εβόλη, το έδαφος ήταν οµαλό οπότε υπήρχε η δυνατότητα ανάπτυξης των ιταλικών αρµάτων µάχης γεγονός που δεν επέτρεπε οποιαδήποτε ελληνική επίθεση στον κέντρο της ιταλικής διάταξης.

Οι ιταλικές δυνάµεις που είχαν αναπτυχθεί για την άµυνα της περιοχής αποτελούνταν από την 49η Μεραρχία «Πάρµα», την 19η Μεραρχία «Βενέτσια» και την 29η Μεραρχία «Πιεµόντε». Στα συντάγµατα αυτών των µεραρχιών είχαν τοποθετεί ενισχυτικά, τάγµατα Μελανοχιτώνων, τάγµατα συγκροτηµένα µε αλβανικές18 δυνάµεις, Βερσαλλιέρων, Πολυβόλων και Τελωνοφυλάκων.19 Το Γ΄ Σ.Σ. θα διέθετε για την επίθεση: βορειοανατολικά την XV Μεραρχία, στο κέντρο την IX Μεραρχία και την X Μεραρχία νοτιοανατολικά. Οι τρεις αυτές Μεραρχίες θα αποτελούσαν το 1ο κλιµάκιο του Γ΄ Σ.Σ. ενώ η XIII Μεραρχία που έφτασε στην περιοχή Ανταρτικού – Βατοχωρίου λίγες ώρες πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων θα αποτελούσε το 2ο κλιµάκιο.20

Η επίθεση εκτοξεύτηκε στις 06:30 της 14ης Νοεµβρίου σ’ ολόκληρο το µέτωπο του Γ΄ Σ.Σ. από το υψ. Γκούµπελ µέχρι τις όχθες της Μεγάλης Πρέσπας.21 Η XV Μεραρχία εξόρµησε από τη χερσόνησο του Πυξού χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού και κατάφερε να αιφνιδιάσει τα ιταλικά. Παρ’ όλες τις επανειληµµένες ιταλικές αντεπιθέσεις στις 1000 διέσπασε την κύρια γραµµή αντίστασης και κατέλαβε τα υψώµατα νότια της Τσερνόβσκας ενώ τις απογευµατινές ώρες το 28ο Σ.Π. κατάφερε µετά από σκληρές µάχες σώµα µε σώµα να καταλάβει το ύψ. 1480 και να συνδεθεί µε το 33ο Σ.Π. το οποίο είχε επιτεθεί αιφνιδιαστικά από το αριστερό της Μεραρχίας και είχε καταλάβει διαδοχικά τα υψώµατα µέχρι το υψ. 1338 (Τσέρνικ) ενώ απέτρεψε την ανατίναξη της στρατηγικής σηµασίας γέφυρας του ∆εβόλη ποταµού.22 Μέχρι τις βραδινές ώρες η XV Μεραρχία κατάφερε να προωθηθεί σε βάθος τεσσάρων χιλιοµέτρων κατέχοντας την γραµµή χ. Μπιτίνσκα – υψ. Τσέρνικ – υψ.1285. Στο κέντρο του µετώπου, η IX Μεραρχία κατόρθωσε να ανατρέψει τις ιταλικές προφυλακές και κάτω από ισχυρούς αεροπορικούς βοµβαρδισµούς να καταλάβει τις πρωινές ώρες την περιοχή ανατολικώς του Σαλ και την δυτική όχθη του ∆εβόλη ενώ µέχρι το βράδυ είχε διασπάσει την κύρια τοποθεσία ιταλική αντίστασης και να προχωρήσει 800 µέτρα δυτικώς του Σαλ. Η X Μεραρχία που δρούσε στο νότιο τµήµα της διατάξεως επιτέθηκε αιφνιδιαστικά µε το 65ο Σ.Π. καταλαµβάνοντας το χ. Βόζιγραδ ενώ συνεχίζοντας την επίθεσή του καθηλώθηκε στο υψ. 1259 λόγω ισχυρής ιταλικής αντίστασης. Νοτιότερα, απόσπασµα του 68ου Σ.Π. προέλασε µέχρι το ύψος του χ.  Νικολίτσε  και  κατέλαβε  τα  γύρω  υψώµατα.  Τέλος,  στο  αριστερό  άκρο,  ένα  άλλο



18 Αρχικά, ο ∆ιοικητής των ιταλικών δυνάµεων στην Αλβανία, Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, εξασφάλισε, σε συνεργασία

µε την Αλβανική Κυβέρνηση και διάφορους Αρχηγούς αλβανικών φυλών, τη δυνατότητα συγκρότησης 10 έως 12 αλβανικών Ταγµάτων συνολικής δύναµης 6 έως 7 χιλιάδων ανδρών. Προέβλεπε µάλιστα την επιλογή των στρατιωτών από φυλές που είχαν σχέση µε την αλβανική µειονότητα της Θεσπρωτίας (Τσαµουριά). Ένα µήνα πριν την έναρξη του πολέµου, το ιταλικό Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε τον περιορισµό της συστάσεως των αλβανικών Ταγµάτων σε έξι τα οποία θα συγκροτούνταν µόνο από πληθυσµούς που διέµεναν στις νότιες περιοχές της Αλβανίας, χωρίς µάλιστα να λάβει υπόψη του ότι εκεί διέµεναν και ελληνικοί πληθυσµοί. Τελικά συγκροτήθηκαν µόνο πέντε αλβανικά Τάγµατα ενώ υλικό του πρώην Αλβανικού Στρατού χρησιµοποιήθηκε για τη σύσταση επιπλέον Πυροβολαρχιών. Παράλληλα, ιδρύθηκαν και δύο Τάγµατα Φασιστικής Πολιτοφυλακής συγκροτηµένα µόνο µε Αλβανούς. Πράσκα, Β., ό.π., 142-145.

19 Γενικό Επιτελείου Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεµος 1940 – 1941. Η Ελληνική Αντεπίθεσις. Αθήνα 1966, 38. (στο εξής: Η Ελληνική Αντεπίθεσις).

20 Στο ίδιο, 39-41.

21 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 77.

22 Η γέφυρα του ∆εβόλη ποταµού (υψ. 866) ήταν υπονοµευµένη εκ των προτέρων µε εκρηκτικά και τα ιταλικά τµήµατα που τη φρουρούσαν διατάχθηκαν να την ανατινάξουν κατά την υποχώρησή τους γεγονός που θα προκαλούσε µεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση των ελληνικών δυνάµεων. Η γέφυρα σώθηκε από την πρωτοβουλία ενός λοχία του 33ου Σ.Π. ο οποίος αντιλήφθηκε την προσπάθεια των Ιταλών και µε αυτοθυσία έκοψε το πυροδοτικό καλώδιο.

 

απόσπασµα της Μεραρχίας κινήθηκε από το Γκούµπελ προς το Καζάν όπου και το κατέλαβε, καθηλώθηκε όµως στο υψ. Μπαταρός.23

Την εποµένη, η επίθεση συνεχίστηκε και το Απόσπασµα Μπεγέτη της IX Μεραρχίας, υποστηριζόµενο από ισχυρά πυρά πυροβολικού, επιτέθηκε από την περιοχή του Σαλ στα υψώµατα 1259 και 1271 και µετά από ολοήµερο σκληρό αγώνα και παρά τις ιταλικές αντεπιθέσεις κατάφερε να τα καταλάβει συλλαµβάνοντας µάλιστα 11 αξιωµατικούς και 250 οπλίτες των ιταλικών δυνάµεων µαζί µε άφθονο πολεµικό υλικό. Νοτιότερα, η X Μεραρχία παρά την σηµαντική αντίσταση που συνάντησε, κατάφερε να ολοκληρώσει την κατάληψη του υψ. Μπαταρός και να προωθηθεί στο στρατηγικό σηµείο της περιοχής, το ύψ. Σταυροειδές (δυόµιση χιλιόµετρα δυτικά του χ. Νικολίτσε), από όπου

µπορούσε να ελέγχει τη διάβαση της Ντάρζας. Η κατάσταση πλέον είχε αρχίσει να παίρνει αρνητική  τροπή  για  τους  Ιταλούς.  Ο  Στρατηγός  Σοντού  µε  µια  δραµατική Ηµερήσια

∆ιαταγή διέταξε τα ιταλικά στρατεύµατα Κορυτσάς να αντισταθούν µέχρις εσχάτων διότι

«διακυβευόταν η τιµή της Ιταλίας».24 Στις 16 Νοεµβρίου η ελληνική επίθεση συνεχίστηκε σε όλο το µήκος του µετώπου και οι ελληνικές δυνάµεις µετά από σκληρό αγώνα κατάφεραν να προωθήθούν µέχρι τα υψώµατα 1779 και 1700 (Σβέτι Ατανάς) συλλαµβάνοντας αρκετούς αιχµαλώτους και πολεµοφόδια ενώ τις απογευµατινές ώρες τις ίδιας ηµέρας κατελήφθη το χ. Άρζα και τα υψώµατα βόρεια του χωριού.25 Έτσι µετά από διήµερη µάχη είχε αρχίσει να διασπάται η κύρια αµυντική τοποθεσία των Ιταλών αφού πλέον η διάβαση της Ντάρζας είχε περιέλθει υπό ελληνικό έλεγχο απειλώντας τα νώτα των ιταλικών δυνάµεων που βρίσκονταν στην περιοχή της Κορυτσάς. Παράλληλα, διαπιστώθηκε από καταθέσεις Ιταλών αιχµαλώτων ότι έφτασε στην περιοχή η 53η Μεραρχία «Αρέτζο» ανεβάζοντας των αριθµό των ιταλικών µεραρχιών που αµύνονταν της τοποθεσίας Μόραβας - Ιβάν σε τέσσερις.26

Έπειτα  και  από  τις  παραπάνω  επιτυχίες,  το  ΤΣ∆Μ  διέταξε  προώθηση  των

µονάδων, κυρίως από το αριστερό της διατάξεως, µε στόχο την ολοκλήρωση της κατάληψης της Μόραβας. Παράλληλα διέθεσε στο Γ΄ Σ.Σ. και την XIII Μεραρχία που είχε αρχίσει να καταφτάνει στην περιοχή. Την εποµένη, 17η Νοεµβρίου, η IX Μεραρχία παρά τη σφροδρή ιταλική αντίσταση κατάφερε να καταλάβει δυο σηµαντικά υψώµατα επί της κεντρικής ράχης της Μόραβας ενώ η X Μεραρχία κατέλαβε το αντέρεισµα νότια της Ντάρζας αποκρούοντας παράλληλα τις ισχυρές ιταλικές αντεπιθέσεις στα υψώµατα Σταυροειδές και 1827. Το αριστερό συγκρότηµα της Μεραρχίας παρ’ όλες τις συνεχείς επιθέσεις που διήρκεσαν όλη την ηµέρα και µε σοβαρές απώλειες και στις δύο πλευρές, δεν κατάφερε να καταλάβει το υψ. 1878, όπου, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, είχαν αποσταλεί  για  ενίσχυση  της  τοποθεσίας  τµήµατα  της  2ης  Μεραρχίας  Αλπινιστών

«Τρεντίνο» µε τη βοήθεια γερµανικών µεταγωγικών αεροσκαφών Ju5227. Στον βορειοανατολικό τοµέα, η XV Μεραρχία, πέτυχε µετά από σκληρές µάχες και µε µεγάλες απώλειες να καταλάβει το χ. Μοτσορίτσε και την Γκολοµπέρδα απειλώντας να υπερκεράσει το Ιβάν και την στενωπό Τσαγκόνι.28 Αξιοσηµείωτο είναι ότι την ίδια ηµέρα η I Μεραρχία του B΄ Σ.Σ. κατάφερε να καταλάβει την Ερσέκα και να αποκόψει την οδό Λεσκοβικίου – Κορυτσάς γεγονός που θα επιδρούσε θετικά στις επιχειρήσεις του Γ΄ Σ.Σ.,

µε επέµβαση όµως του ΤΣ∆Μ διατάχθηκε η καύση των µεγάλων ιταλικών στρατιωτικών



23 Η Ελληνική Αντεπίθεσις, ό.π., 43-46.

24 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.617/∆/24.

25 Η Ελληνική Αντεπίθεσις, ό.π., 47-50.

26 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 79.

27 Richter, H., ό.π., 145.

28 Η Ελληνική Αντεπίθεσις, ό.π., 52-53.

 

αποθηκών που υπήρχαν στην κωµόπολη,29 η εγκατάλειψη της Ερσέκας και η επιστροφή των τµηµάτων της I Μεραρχίας στη µεθοριακή γραµµή.

Την πέµπτη µέρα της επίθεσης, το Απόσπασµα Μπεγέτη της IX Μεραρχίας κινήθηκε προς τη Ντάρζα ενώ ταυτόχρονα τµήµατά του κατέλαβαν τα χ. Ντρένοβο και Μπίγλα. Παράλληλα, το πυροβολικό του αποσπάσµατος είχε καταφέρει από τις πρωινές ώρες της 18ης Νοεµβρίου να θέσει υπό τα πυρά του την οδό Ερσέκας – Κορυτσάς καθώς και τους στρατώνες και το αεροδρόµιο της Κορυτσάς. Την ίδια ηµέρα, ήρθαν σε γνώση του Γ΄ Σ.Σ. πληροφορίες30 που έφεραν τις ιταλικές δυνάµεις να προετοιµάζονται για αποχώρηση από τη γραµµή Χότιτσε – Τσαγκόνι, µε συνέπεια να εκλείψει ο κίνδυνος της επίθεσης ιταλικών τεθωρακισµένων µετά τη διάβαση της στενωπού. Θέλοντας να εκµεταλλευτεί την πληροφορία, διέταξε απόσπασµα της XIII Μεραρχίας να επιτεθεί στην κατεύθυνση Καπετσίτσα – κορυφογραµµή Μόραβας – Ζεµλακ και να βρεθεί στα νώτα της διάβασης Τσαγκόνι. Το πρώτο κλιµάκιο των δυνάµεων της Μεραρχίας έφτασε στο Χότσιστε όπου καθηλώθηκε από ισχυρά ιταλικά πυρά χωρίς να έχει καµία υποστήριξη από πυροβολικό ούτε επαφή µε τη διοίκηση της Μεραρχίας. Το δεύτερο κλιµάκιο του αποσπάσµατος, παρότι δέχτηκε µόνο αεροπορικούς βοµβαρδισµούς αλλά χωρίς να υπάρχει καµία πίεση από τον εχθρό καταλείφθηκε από πανικό και άρχισε να συµπτύσσεται

µε πλήρη αταξία.31 Συνέπεια αυτού του περιστατικού, το οποίο δεν µπόρεσαν να εκµεταλλευτούν τα ιταλικά τµήµατα γιατί δεν το αντιλήφθηκαν, ήταν η αντικατάσταση των διοικητών της του αποσπάσµατος και της XIII Μεραρχίας.32

Από τη στιγµή που τα περίχωρα της Κορυτσάς και η οδός προς την Ερσέκα τέθηκε υπό τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, οι ιταλικές δυνάµεις άρχισαν να αποσύρονται από την περιοχή σταδιακά. Το Γ΄ Σ.Σ., παρ’ όλο που είχε τη δυνατότητα προέλασης και κατάληψης  της  Κορυτσάς  δεν  θεώρησε  σκόπιµο  να  το  πράξει  διότι   υπήρχαν  ακόµα

µονάδες τεθωρακισµένων σε κοντινή απόσταση από την πόλη και θα µπορούσαν να αντεπιτεθούν. Αποφάσισε έτσι τη συνέχιση του αγώνα για την ολοκληρωτική εξάλειψη των ιταλικών δυνάµεων που βρίσκονταν στο συγκρότηµα της Μόραβας και του Ιβάν. Στο

µεταξύ, οι πληροφορίες που έφταναν στην Ρώµη από τον Ιταλό διοικητή του τοµέα της Κορυτσάς, Στρατηγό Νάσι, παρουσίαζαν την κατάσταση αρκετά κρίσιµη. Οι ιταλικές δυνάµεις µετά από την απρόσµενη ελληνική αντίσταση και τις συνεχείς επιθέσεις είχαν

µεταπέσει σε άµυνα. Πολλοί Ιταλοί στρατιώτες εξουθενωµένοι από την παραµονή τους επί 20 µέρες στην πρώτη γραµµή της µάχης είχαν αρχίσει να χάνουν το ηθικό τους ενώ το ελληνικό πυροβολικό αποδεικνυόταν επιδέξιο και τροµερά αποτελεσµατικό. Επίσης, η ελληνική δύναµη πυρός είχε αυξηθεί και από τους πολλούς ιταλικούς όλµους που είχαν περιέλθει στα χέρια του Ελληνικού Στρατού ως λάφυρα και τώρα τους αξιοποιούσε στις

µάχες.33 Συγχρόνως, άρχισε να παρουσιάζεται σοβαρό πρόβληµα από τους πολλούς ανώτερους   αξιωµατικούς   που   σκοτώνονταν  ή   τραυµατίζονταν  στις   µάχες   και  δεν






29 Το γεγονός αυτό αποδείχθηκε εσφαλµένο γιατί την εποµένη τα ελληνικά τµήµατα επανήλθαν στην Ερσέκα χάνοντας έτσι την ευκαιρία να κυριεύσουν µεγάλες ποσότητες στρατιωτικών εφοδίων και καυσίµων.

30 Η πληροφορία µεταδόθηκε από Αλβανό Υπολοχαγό των Ιταλικού Στρατού που είχε συλληφθεί αιχµάλωτος. Τσολάκογλου, Γ. Αποµνηµονεύµατα, Αθήνα 1959, 35.

31 Σύµφωνα µε τον ∆ιοικητή του Γ΄ Σ.Σ., επικράτησε πανικός στα τµήµατα του β΄ κλιµακίου όταν το σύνθηµα για άτακτη υποχώρηση δόθηκε από έναν Υπίατρο. Τσολάκογλου, ό.π, 34. Η όλη κατάσταση επηρέασε ψυχολογικά και τον

∆ιοικητή του Αποσπάσµατος ο οποίος πίστεψε ότι είχε απολέσει το σύνολο των δυνάµεών του και έχασε τον έλεγχο των τµηµάτων του. Για τα γεγονότα αυτά καταδικάστηκε από στρατοδικείο και αυτοκτόνησε στις 25 ∆εκεµβρίου 1940.

32 Στο ίδιο, 54-57.

33 Pricolo, F., Ignavia Contro Eroismo, Nicola Ruffolo Editore, Roma 1946, 33.

 

µπορούσαν να αναπληρωθούν ενώ σοβαρά προβλήµατα αντιµετώπιζε το πυροβολικό λόγω ελλείψεων µε αποτέλεσµα πολλές µονάδες του να µην είναι σε θέση να εκτελούν βολές.34

Παράλληλα, το Γενικό Στρατηγείο διέθεσε στο ΤΣ∆Μ τον ∆ιοικητή του ∆΄ Σ.Σ., Αντιστράτηγο Γεώργιο Κοσµά, µε το απαραίτητο επιτελείο ώστε να αναλάβει τη διοίκηση του αριστερού της διατάξεως του Γ΄ Σ.Σ. στο οποίο ενεργούσαν οι X και XI Μεραρχίες. Η νέα αυτή διοίκηση πήρε τον τίτλο «Οµάς Μεραρχιών Κ» (ΟΜ «Κ»). Επίσης, αποφασίστηκε η δηµιουργία ταχυκίνητης εφεδρείας ώστε να γίνει εκµετάλλευση οποιαδήποτε ευκαιρίας παρουσιαστεί. Γι’ αυτό το λόγο προωθήθηκαν στη Φλώρινα τέσσερις Οµάδες Αναγνωρίσεως του Τµήµατος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ). Επιπλέον, η παράταση των επιχειρήσεων και η ενίσχυση των ιταλικών δυνάµεων ανάγκασαν το Γ.Σ. να ξεκινήσει την σταδιακή προώθηση στο µέτωπο της δυτικής Μακεδονίας τις V και XVII Μεραρχίες καθώς και ένα Σύνταγµα του ΤΣΑΜ που τηρούνταν ως εφεδρείες.

Στις 19 και 20 Νοεµβρίου οι µονάδες της ΟΜ «Κ» ασχολήθηκαν µε την προετοιµασία της επικείµενης επίθεσης στην κατεύθυνση Νικολίτσε – Καµένιτσα ενώ παράλληλα προσπάθησαν να έρθουν σε επαφή µε τµήµατα του Β΄ Σ.Σ. που ενεργούσαν στην περιοχή της Ερσέκας. Στο µεταξύ το Γ΄ Σ.Σ. κατέλαβε το Χότσιστε και προχώρησε στην οργάνωση αντιαρµατικής άµυνας στην κοιλάδα του ∆εβόλη. Ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε την κατάληψη της κορυφογραµµής της Μόραβας κάτω από σφοδρή χιονοθύελλα. Βορειότερα, η XV Μεραρχία διατήρησε την επαφή της µε τις ιταλικές δυνάµεις αλλά δεν κατάφερε να προωθήσει τις θέσεις της λόγω της ισχυρής παρουσίας ιταλικού πυροβολικού και όλµων. 35 Η επιθετική προσπάθεια του Γ΄ Σ.Σ. συνεχίστηκε και την 21η Νοεµβρίου κυρίως στον τοµέα της IX Μεραρχίας η οποία κατέλαβε τα υψώµατα βόρεια και δυτικά του Χότσιστε συλλαµβάνοντας πολλούς αιχµαλώτους. Έπειτα από αυτές τις ελληνικές επιτυχίες, τα ιταλικά τµήµατα που είχαν αποµείνει στην περιοχή υποχώρησαν άτακτα προς την κοιλάδα της Κορυτσάς, εγκαταλείποντας άφθονο πολεµικό υλικό στην Μόραβα. Συγχρόνως, το Απόσπασµα Μπεγέτη συνέχιζε την πίεσή στη διάβαση της Ντάρζας. Παράλληλα, την ίδια ηµέρα η ΟΜ «Κ» κατάφερε να καταλάβει το χ. Μούτκε ενώ µετά από σκληρές µάχες κατελήφθη και το υψ. 1878 χωρίς όµως να εξασφαλιστεί και το ύψ. Λότο εξαιτίας της ισχυρής αντίστασης των ιταλικών τµηµάτων.36

Η κατάληψη της Κορυτσάς και η εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής (Κάµια – Πόγραδετς)

Η ολοκλήρωση της κατάληψης του ορεινού όγκου της Μόραβας από τον Ελληνικό Στρατό καθιστούσε αδύνατη την περαιτέρω παραµονή των ιταλικών δυνάµεων στη κοιλάδα της Κορυτσάς γιατί κινδύνευαν να υπερφαλαγγιστούν σε ενδεχόµενη ελληνική προέλαση από τα βορειοδυτικά, η οποία θα απέκοπτε την οδό διαφυγής προς Πόγραδετς – Λιν. Την 21η Νοεµβρίου κοινοποιήθηκε πληροφορία από γιουγκοσλαβική πηγή η οποία ανέφερε ότι οι Ιταλοί είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Κορυτσά και µεγάλη ιταλική φάλαγγα 20 χιλιοµέτρων κινούνταν προς το Πόγραδετς. Το Γ΄ Σ.Σ. και η ΟΜ «Κ» κοινοποίησαν την παραπάνω πληροφορία και διέταξαν τις Μονάδες τους να παρακωλύσουν την ιταλική απαγκίστρωση, την νύχτα όµως της 21ης προς 22ας Νοεµβρίου τα ιταλικά τµήµατα κατάφεραν να διαφύγουν ανενόχλητα από την περιοχή της Κορυτσάς διακόπτοντας κάθε επαφή µε τις ελληνικές δυνάµεις.



34 Montanari M., La Campania di Grecia, Stato Maggiore dell’ Esercito – Ufficio Storico, t. I, Roma 1980., 273.

35 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 80.

36 Η Ελληνική Αντεπίθεσις, ό.π., 61-62.

 

Με το πρώτο φως στις 22 Νοεµβρίου, οι µεραρχίες του Γ΄ Σ.Σ. άρχισαν πάλι την επιθετική τους κίνηση. Η XV Μεραρχία κατέλαβε τη διάβαση Τσαγκόνι και την κορυφή του Ιβάν, όπου και εγκαταστάθηκε αµυντικά. Παράλληλα, προώθησε τµήµατά της στα χ. Σβέζντα, Λεζίστα και Πούστετς. Οι µικρές ιταλικές οπισθοφυλακές που είχαν αποµείνει αντιµετωπίστηκαν χωρίς δυσκολία από την IX Μεραρχία. Το Απόσπασµα του Συνταγµατάρχη Μπεγέτη προχώρησε τις πρωινές ώρες καταλαµβάνοντας τα υψώµατα νότια του χ. Ντρένοβο και προώθησε αναγνωρίσεις προς την πόλη της Κορυτσάς. Στις 1500 κατέλαβε την Μπόριγια και στις 1745 το 1ο Τάγµα του 33ου Συντάγµατος και λόχος του 1ου Τάγµατος του 27ου Συντάγµατος εισήλθαν στην Κορυτσά µέσα σε ατµόσφαιρα ενθουσιασµού από τους κατοίκους της πόλης που είχαν βγει να τους υποδεχτούν. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η αποχώρηση των Ιταλών από την Κορυτσά έγινε τόσο εσπευσµένα που δεν προχώρησαν σε εκκένωση των στρατιωτικών αποθηκών, µε αποτέλεσµα να περιέλθουν στην κατοχή των ελληνικών δυνάµεων τεράστιες ποσότητες πυροµαχικών, υγειονοµικού υλικού και ειδών επιµελητείας αξίας περίπου τεσσάρων εκατοµµυρίων χρυσών λιρών.37 Μέχρι το βράδυ η Μεραρχία προώθησε προφυλακές δυτικά της Κορυτσάς και εγκαταστάθηκε αµυντικά στα βορειοδυτικά κράσπεδα της Μόραβας στο ίδιο ύψος µε τη XV Μεραρχία. Στον τοµέα της ΟΜ «Κ» η X Μεραρχία κατέλαβε αµαχητί τη γραµµή Καµένιτσα – Μποµποστίτσα και η XI Μεραρχία προωθήθηκε εκατέρωθεν της οδού Ερσέκας – Κορυτσάς επί των υψωµάτων από Κιάφε Κιάριτ µέχρι το χ. Μούτκε. Οι απώλειες του ΤΣ∆Μ από την έναρξη της επίθεσης στην τοποθεσία Μόραβας – Ιβάν µέχρι και την ολοκλήρωση της κατάληψης της Κορυτσάς ήταν σηµαντικές αφού ανέρχονται σε

34 αξιωµατικούς και 590 οπλίτες νεκρούς και 82 αξιωµατικούς και 2.266 οπλίτες τραυµατίες. 38

Μετά τις επιτυχίες των ελληνικών τµηµάτων στην Κορυτσά και την αποχώρηση του Ιταλικού Στρατού από την περιοχή, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε το ΤΣ∆Μ να συνεχίσει τις προσπάθειές του βόρεια και δυτικά του υψιπέδου της Κορυτσάς, σε όσο το δυνατόν µεγαλύτερο βάθος, ώστε να εξασφαλιστεί η χρησιµοποίηση της οδού Λεσκοβικίου – Ερσέκας – Κορυτσάς από ιταλικές επιθέσεις.39 Παράλληλα, ήθελε να πιέσει ισχυρά τις ιταλικές δυνάµεις αναγκάζοντάς τες να απασχολούν εκεί µεγάλες

µονάδες και όχι στον τοµέα του Α΄ Σ.Σ. το οποίο θα ενεργούσε την κύρια ελληνική προσπάθεια στον άξονα Ιωαννίνων – Αυλώνα.40

Το Γ΄ Σ.Σ. ανέθεσε τις επιθετικές επιχειρήσεις για την εξασφάλιση από τα βορειοδυτικά της περιοχής της Κορυτσάς στις IX και XIII Μεραρχίες, ενώ η XV Μεραρχία παρέµεινε στην περιοχή Ιβάν – Τσαγκόνι για την ασφάλεια της βορειοανατολικής πλευράς. Η IX Μεραρχία κατάφερε µετά από διαδοχικές καταλήψεις υψωµάτων να φτάσει στις 27 Νοεµβρίου στο υψ. 1548 (Γκούρι Κάµιας) στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί ισχυρές ιταλικές δυνάµεις. Έπειτα από σφοδρές συγκρούσεις κατάφερε να το καταλάβει στις 29 Νοεµβρίου κυριεύοντας µεγάλες ποσότητες πολεµικού υλικού και πλήθος αιχµαλώτων, αναγκάστηκε όµως την εποµένη να σταµατήσει οποιαδήποτε περαιτέρω επιχείρηση λόγω της έναρξης ισχυρής χιονόπτωσης. Στο δεξιό της παράταξης, η XIII Μεραρχία ανέλαβε την κατάληψη του υψ. 1292 το οποίο αποτελούσε στρατηγική τοποθεσία και ήταν το κλειδί για τον έλεγχο της κοιλάδας του Πόγραδετς.41 Η επίθεση ξεκίνησε το πρωί τις 29 Νοεµβρίου µε προπαρασκευή πυροβολικού αλλά λόγω της αδράνειας του 18ου Σ.Π. τις πρώτες ώρες, η όλη επιχείρηση καθυστέρησε και η κατάληψή


37 Τσολάκογλου, Γ., ό,π., 35.

38 Η Ελληνική Αντεπίθεσις, ό.π., 66-70.

39 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.626/Α/98.

40 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 83.

41 Στο ίδιο, 88.

 

του υψώµατος πραγµατοποιήθηκε τα ξηµερώµατα της 30ής Νοεµβρίου. Η πτώση του υψ. 1292 είχε αποφασιστική επίδραση στην παραπέρα στάση των Ιταλών που αµύνονταν στο Πόγραδετς, οι οποίοι άρχισαν να εκκενώνουν την τοποθεσία µέχρι την λίµνη Αχρίδα και να συµπτύσσονται προς το Ελβασάν. Την ίδια ηµέρα, αναγνωριστικά τµήµατα42 του Γ΄ Σ.Σ. έφτασαν στις 1000 στο Πόγραδετς και το κατέλαβαν.43 Ταυτόχρονα, µε την προέλαση του Γ΄ Σ.Σ. άρχισε και η προώθηση της ΟΜ«Κ» προς τα δυτικά. Η X Μεραρχία µε την VII Οµάδα Αναγνωρίσεως κατέλαβε τις πρωινές ώρες την Μοσχόπολη χωρίς να συναντήσει καµιά αντίσταση, ενώ την εποµένη εγκαταστάθηκε αµυντικά στα βορειοδυτικά υψώµατα. Νοτιότερα, η XI Μεραρχία προωθήθηκε χωρίς αντίσταση και µέχρι τις 25 Νοεµβρίου εγκαταστάθηκε αµυντικά στη γραµµή χ. Τρέσκα – υψ. Κουρόρα µε αποστολή να καλύψει τις κατευθύνσεις από Οστραβίτσα και κοιλάδα Αψού προς την Κορυτσά, ενώ από τις 27 του µήνα η υπαγωγή της πέρασε στο Β΄ Σ.Σ. που ενεργούσε δυτικότερα.44

Γ. Ο απόηχος της απελευθερώσεως της Κορυτσάς

Η κατάληψη της Κορυτσάς προκάλεσε θύελλα ενθουσιασµού στην Αθήνα αλλά και διεθνώς έγινε αφορµή για µια σειρά εγκωµίων προς τον Ελληνικό Στρατό. Ουσιαστικά, αποτελούσε την πρώτη συµµαχική νίκη σε ευρωπαϊκό έδαφος, δεκαπέντε ολόκληρους µήνες από την έναρξη του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου.45 Τα ελληνικά τµήµατα,

µε αντεπίθεση που ξεκίνησε στις 14 Νοεµβρίου από τη ∆υτική Μακεδονία, κατάφεραν

µετά από δυο βδοµάδες συνεχόµενων µαχών να προωθηθούν σε βάθος 25-30 χιλιοµέτρων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα εξασφαλίζοντας το υψίπεδο της Κορυτσάς από το όρος Κάµια µέχρι την κοιλάδα του Πόγραδετς, κερδίζοντας έτσι τον έλεγχο της πολύτιµης οδού ανεφοδιασµού Φλώρινας – Κορυτσάς - Ερσέκας – Λεσκοβικίου – Ιωαννίνων, αλλά και συγκρατώντας µεγάλο όγκο του Ιταλικού Στρατού στην τοποθεσία. Οι ελληνικές δυνάµεις διέθεταν πενιχρά αντιαρµατικά όπλα ενώ για πρώτη φορά αντιµετώπιζαν έναν ισχυρά εξοπλισµένο ευρωπαϊκό στρατό. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα όλες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις να γίνουν σε ορεινό έδαφος και σε αρκετά µεγάλο υψόµετρο λόγω του υπερβολικού φόβου προς τα ιταλικά τεθωρακισµένα. Η κύρια προσπάθεια έγινε από το αριστερό της διατάξεως του Γ΄ Σ.Σ. µε επίθεση στον ορεινό όγκο της Μόραβας ενώ στην περιοχή του Ιβάν τα τµήµατα της XV Μεραρχίας αντιµετώπιζαν δυσκολίες να προχωρήσουν χωρίς ενισχύσεις λόγω της ισχυρής αµυντικής οργάνωσης των Ιταλών. Οι ιταλικές δυνάµεις, παρά την συντριπτική υπεροχή τους σε αεροπορία και άρµατα µάχης, αναγκάστηκαν να συµπτυχθούν βορειότερα τη νύχτα 21η µε 22η Νοεµβρίου. Η αποχώρησή των Ιταλών έγινε µε υποδειγµατικό τρόπο και µε σχετική ευκολία µην επιτρέποντας στον Ελληνικό Στρατό να εκµεταλλευτεί τακτικά το γεγονός µε καταδίωξη, η οποία θα επέφερε και την αιχµαλωσία του µεγαλύτερου όγκου των ιταλικών δυνάµεων.

Η ελληνική νίκη έκανε παγκόσµια γνωστό το όνοµα της Κορυτσάς και προκάλεσε κύµατα ενθουσιασµού στις δυνάµεις που µάχονταν ακόµα τον Άξονα. Στις 22 Νοεµβρίου ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσώρτσιλ µε τηλεγράφηµά του ανέφερε: «Εγκάρδια συγχαρητήρια για τις νίκες στο Αλβανικό µέτωπο, που σφραγίστηκαν µε την κατάληψη της Κορυτσάς. Μεγάλο ενθουσιασµό εµπνέει σε όλους µας το κατόρθωµα αυτό της ελληνικής ανδρείας εναντίον εχθρού τόσο υπέρτερου σε αριθµό και εξοπλισµό». Οι εφηµερίδες της εποχής γέµισαν µε πρωτοσέλιδα και εγκωµιαστικά σχόλια για την νίκη στην Κορυτσά. Η New York Herald Tribune υπογράµµιζε σε κύριο άρθρο της την εποµένη της πτώσης: «Ο


42 Η Γ΄ και η 17η Οµάδες Αναγνωρίσεως µαζί µε µια πεδινή πυροβολαρχία.

43 Η Ελληνική Αντεπίθεσις, ό.π., 80-81.

44 Επίτοµη Ιστορία, ό.π., 89.

45 ∆ηµητρακόπουλος, Σ. – Ζαούσης, Α., Η Συµµετοχή της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, Ακαδηµία Αθηνών, Αθήνα 1998, τ. Β΄, 62.

 

Ελληνικός Στρατός αποδείχθηκε αντάξιος των προγόνων του. Κατέφερε την πρώτη µεγάλη ήττα, που σηµειώθηκε κατά το µεγάλο αυτό πόλεµο…». Οι Times της Νέας Υόρκης συνέχιζαν το πανηγυρικό κλίµα για την ελληνική νίκη στις 28 Νοεµβρίου: «…Οι Έλληνες κατάφεραν την πρώτη πραγµατική ήττα στις κατά ξηράν δυνάµεις του Άξονα… θα είναι δόξα της Νεώτερης Ελλάδος, ότι διέλυσε το αήττητο του Άξονα…». Η νίκη εξάλλου είχε τεράστια απήχηση και στην Εγγύς Ανατολή. Τηλεγράφηµα του ανταποκριτή των Times του Λονδίνου έκανε λόγο για αναταραχές στη Συρία, διάλυση των ανησυχιών στην Αίγυπτο που φοβόταν µια ιταλική εισβολή καθώς και σκέψεις για συνδυασµό των ελληνικών νικών στην Ήπειρο µε νέα πλήγµατα κατά των Ιταλών στη Λιβύη. Μάλιστα ο γνωστός δηµοσιογράφος και στρατιωτικός αναλυτής Τζώρτζ Έλιοτ σχολίαζε στις 29 Νοεµβρίου στην New York Herald Tribune την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Ιταλικός Στρατός µετά την υποχώρηση και το όφελος που εξασφάλιζε ο στόλος και η αεροπορία της Βρετανίας στη Μεσόγειο. Την εποµένη, σε εκτενές άρθρο τους οι Times του Λονδίνου περιέγραφαν τη νέα στρατηγική κατάσταση που εδραιωνόταν στην Μεσόγειο µετά την ιταλική υποχώρηση.46 Αξιοσηµείωτο είναι επίσης ότι ακόµα και σε ταινίες που γυρίζονταν εκείνη την περίοδο στο Hollywood γινόταν αναφορά στην ελληνική νίκη στην Κορυτσά.47

Η υποχώρηση του Ιταλικού Στρατού από την περιοχή της Κορυτσάς αποτέλεσε ισχυρό πλήγµα για το γόητρο της Ιταλίας τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ο Μουσολίνι, ήδη από τις 9 Νοεµβρίου είχε αντικαταστήσει τον αρχηγό των ιταλικών δυνάµεων στην Αλβανία Στρατηγό Πράσκα µε τον Στρατηγό Σοντού και προσπαθούσε να αποποιηθεί οποιαδήποτε ευθύνη για τις αποτυχίες στην Αλβανία, κατηγορώντας τους Πράσκα και Τζακοµόνι για λανθασµένες προβλέψεις σχετικά µε πιθανή εξέγερση της

µουσουλµανικής µειονότητας στη Θεσπρωτία καθώς και για τις ανεπαρκείς στρατιωτικές δυνάµεις.48 Η κατάσταση οξύνθηκε ακόµα περισσότερο όταν, µετά τις δυσµενείς εξελίξεις στο µέτωπο της Κορυτσάς, ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατάρχης Μπαντόλιο, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω των επικριτικών σχολίων εναντίον του Ιταλού δικτάτορα,49 ενώ δεν άργησαν να εµφανιστούν και γελοιογραφίες που παρουσίαζαν τον Μουσολίνι ως κωµικό πρόσωπο δείχνοντας ότι είχε χάσει πλέον το κύρος του. Παράλληλα, οξύνθηκαν και οι σχέσεις Ιταλίας – Γερµανίας. Ο Χίτλερ, από την αρχή αντίθετος µε τον ελληνοϊταλικό πόλεµο, κατηγορούσε τον Τσιάνο ότι λόγω της νέας τροπής που έπαιρναν τα πράγµατα ήταν πολύ πιθανή µια αγγλική εµπλοκή στην Ελλάδα, η οποία θα απειλούσε ευθέως τις πολύτιµες ρουµανικές πετρελαιοπηγές που βρίσκονταν υπό γερµανικό έλεγχο.

Μεγάλη σηµασία είχαν και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ελληνικής προέλασης στις άλλες βαλκανικές χώρες.50 Η Βουλγαρία έδειχνε λιγότερο πρόθυµη να προσχωρήσει σε συµµαχία, η Γιουγκοσλαβία ζητούσε υψηλά ανταλλάγµατα, όπως την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης, ώστε να αλλάξει τη στάση της ενώ η Τουρκία έδειχνε να θέλει να




46 Μαθιόπουλος, Β., Η Συµµετοχή της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, Ακαδηµία Αθηνών, Αθήνα 1998, τ.Α΄, 154- 155.

47 Χαρακτηριστικό παράδειγµα, η ταινία Ο Πολίτης Κέιν (Citizen Kane), µια από τις γνωστότερες ταινίες όλων των

εποχών, όπου προβάλλονται οι ελληνικές νίκες στην Κορυτσά ως πρωτοσέλιδα εφηµερίδων θέλοντας να δείξει το ιστορικό πλαίσιο της εποχής που διαδραµατίζεται η υπόθεση.

48 Richter, H., ό.π., 139.

49 Στο ίδιο, 159.

50 Ο Μεταξάς, αµέσως µετά την πτώση της Κορυτσάς, θέλοντας να προβάλει τη δυναµική που είχε η Ελλάδα στα Βαλκάνια, ανέφερε σε ραδιοφωνικό του διάγγελµα στις 22 Νοεµβρίου: «…Αγωνιζόµεθα όχι µόνον διά την ύπαρξιν µας, αλλά και υπέρ των άλλων βαλκανικών λαών και διά την απελευθέρωσιν της Αλβανίας…». Βρανάς, Φ., (επιµ.), Ι. Μεταξάς, Το Προσωπικό του Ηµερολόγιο, Ίκαρος, Αθήνα 1960, 857.

 

αποστασιοποιηθεί.51 Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Χίτλερ απέδιδε έµµεσα την ευθύνη της αποτυχίας των διαπραγµατεύσεων µε τους Γιουγκοσλάβους στον Μουσολίνι ενηµερώνοντάς τον, στις 20 Νοέµβριου του 1940, ότι δεν µπορεί να συνεχίσει τις προσπάθειές του «πριν η ψυχολογική κατάσταση βελτιωθεί από στρατιωτικές επιτυχίες».52 Την 1η ∆εκεµβρίου η Daily Telegraph υπογράµµιζε: «Ο Νοέµβριος έφερε µεταβολή στη διπλωµατική µας κατάσταση. Ο Χίτλερ γύριζε δεξιά και αριστερά στην Ευρώπη, προσπαθώντας µάταια να βρει νέους συµµάχους… ο κύριος λόγος της αποτυχίας αυτής υπήρξαν οι ελληνικές επιτυχίες εναντίον της Ιταλίας».53 Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση κράτους που αρνήθηκε την σύµπραξη µε τον Άξονα ήταν η Ισπανία. Τον Νοέµβριο του 1940 ο Χίτλερ προσπαθούσε να πείσει τον Φράνκο να βγει η Ισπανία στον πόλεµο στο πλευρό του Άξονα και να συνεργαστούν για την κατάληψη του Γιβραλτάρ. Ο Φράνκο, που δεν είχε πειστεί για το σύντοµο του πολέµου και τη σίγουρη νίκη του Άξονα ήταν διστακτικός. Ο παγκόσµιος σάλος από την απελευθέρωση της Κορυτσάς επιβεβαίωσε τους φόβους του και αποφάσισε να παραµείνει ουδέτερος σε αυτή την κρίσιµη φάση του πολέµου.54 Ταυτόχρονα, η ιταλική υποχώρηση ενθάρρυνε και αλβανικούς κύκλους που είχαν καταφύγει το 1939 στη Γιουγκοσλαβία και να ζητήσουν τη συνεργασία της Ελλάδος ώστε να οργανώσουν εξέγερση στα νώτα του Ιταλικού Στρατού.55



∆. Η Κορυτσά υπό ελληνική διοίκηση (22 Νοεµβρίου 1940 – 12 Απριλίου 1941)

Η πόλη της Κορυτσάς περιήλθε τις απογευµατινές ώρες της 22ης Νοεµβρίου κάτω από ελληνική διοίκηση για τρίτη φορά από το 1912. Σε χρόνο ρεκόρ, ο πρώτος Έλληνας φρούραρχος της πόλης, Αντισυνταγµατάρχης Πεζικού ∆ηµήτριος Θεοδωράκης, τύπωσε και τοιχοκόλλησε παντού προκήρυξη γραµµένη στα ελληνικά και στα αλβανικά στην οποία αναφερόταν ότι:

«Εν Ονόµατι του Βασιλέως τον Ελλήνων Γεωργίου του Β΄ και της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ανακηρύσσω αύθις τήν πολιν Κορυτσας Ελευθεραν και καλώ τον λαόν αυτής υποταγην είς τους Ελληνικους Νοµους.»

Με την είσοδο των ελληνικών δυνάµεων στην Κορυτσά συγκροτήθηκε µεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή από τις θρησκευτικές αρχές και επιφανείς κατοίκους της πόλης οι οποίοι υπέγραψαν την παράδοση της Κορυτσάς στον Ελληνικό Στρατό:

«Η κάτωθι υπογεγραµµένη επιτροπή της πόλεως Κορυτσάς αποτελούµενη εκ των κυρίων: Αντιπροσώπου αρχιερέως Κορυτσάς Παπαϊωσήφ Σταυροφόρου, του Οσιωτάτου Μουφτή Αφεζ Τζαφέρ Αλή, του Γραµµατέως του

∆ηµαρχείου Κορυτσάς Πετράκη Πιλκάτη, του Προέδρου του εµπορικού Επιµελητηρίου Κορυτσάς Χαράλαµπου Μάνου, του Κότση Τζότζα, του Θεόδωρου Μαλίκη οδοντιάτρου, Βασιλείου Μπάλλη, Σκενδέρη Βίλα, Μηνά Ούτση, Τζάζε Ντισνίτσα, Μουαρέµ Μπούτκα, Σωτήριου Γκούρα, Ναούµ Στράλλα, Επαµεινώνδα Χαρισιάδη ιατρού παραδίδει την πόλη Κορυτσάς εις τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Στρατευµάτων Αντισυνταγµατάρχη Θεοδωράκη



51 Στο ίδιο, 156-157.

52 ΓΕΣ/∆ΙΣ. Η Συµβολή της Ελλάδος στο Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Αθήνα 2009, 70.

53 Μαθιόπουλος, Β., ό.π., 156.

54 Στο ίδιο, 194.

55 Σύµφωνα µε απόρρητο τηλεγράφηµα της ελληνικής Πρεσβείας στο Βελιγράδι αυτοί ήταν ο πρώην ∆ήµαρχος Κορυτσάς και πέντε φύλαρχοι από την περιοχή ∆ίβρης – Κρόϊας. Αρχείο ∆ΙΣ Φ.660/∆/62.

 

∆ηµήτριον και Ταγµατάρχη Πεζικού Χατζήν ∆ηµήτριον. Εν Κορυτσά της

22/Νοεµβρίου/1940.»

Μετά την ελληνική αντεπίθεση εντός του αλβανικού εδάφους και την απελευθέρωση πολλών περιοχών από την ιταλική κατοχή, προέκυψε η ανάγκη της εγκατάστασης ελληνικών υπηρεσιών για την άσκηση της πολιτικής και οικονοµικής διοίκησης. Το ελληνικό κράτος, έχοντας τη σχετική πείρα από προηγούµενους πολέµους, έθεσε άµεσα, στις 22 Νοεµβρίου, την Κορυτσά στην υπαγωγή της Στρατιωτικής

∆ιοικήσεως Κοζάνης, ενώ 5 µέρες αργότερα, στις 27 Νοεµβρίου, µε διαταγή του Αρχιστρατήγου Παπάγου συγκροτήθηκε η Στρατιωτική ∆ιοίκηση Κορυτσάς (Σ∆Κ). Αυτή θα περιελάµβανε οποιαδήποτε τµήµα του εχθρικού εδάφους θα περιερχόταν στη κατοχή του ΤΣ∆Μ ενώ Στρατιωτικός ∆ιοικητής Κορυτσάς ορίστηκε ο Υποστράτηγος Παπαδόπουλος Τηλέµαχος.56 Στις 10 ∆εκεµβρίου, ιδρύθηκε στην Κορυτσά έκτακτο Στρατοδικείου µε πρόεδρο τον Συνταγµατάρχη Χωροφυλακής Ντάκο Γεώργιο ενώ την ποινική αγωγή θα ασκούσε ο Στρατιωτικός ∆ιοικητής Κορυτσάς.57 Στις 14 ∆εκεµβρίου η Σ∆Κ αναβαθµίστηκε σε Ανώτερη Στρατιωτική ∆ιοίκηση Κορυτσάς (ΑΣ∆Κ) και τέθηκε στην υπαγωγή της η νεοσυσταθείσα Στρατιωτική ∆ιοίκηση Αργυροκάστρου (Σ∆Α).58 Στο τέλος ∆εκεµβρίου η ΑΣ∆Κ ανέφερε στο ΤΣ∆Μ ζητήµατα που είχαν ανακύψει στην περιοχή και ζήτησε την επίλυσή τους.59 Αυτά αφορούσαν κυρίως την έλλειψη σε προσωπικό, καθορισµό των σχέσεων της µε τον µαχόµενο στρατό και τα πολιτικά Υπουργεία, ανάγκη δηµιουργίας δικτύου πληροφοριών και οργάνωσης στρατοδικείου,60 ενίσχυση της φρουράς της πόλης61 και της υπηρεσίας περισυλλογής λαφύρων, ζητήµατα τροφοδοσίας62 του αµάχου πληθυσµού καθώς και θέµατα που αφορούσαν την εκµετάλλευση των δασών της περιοχής.63

Στις αρχές Ιανουάριου του 1941, η ΑΣ∆Κ, µε νέα διαταγή περνούσε στην υπαγωγή του Γενικού Στρατηγείου στην Αθήνα το οποίο και καθόρισε επ’ ακριβώς την αποστολή της. Ανάµεσα σε άλλα, της ανατέθηκε η εξασφάλιση του ανεφοδιασµού των στρατευµάτων που υπήρχαν στην περιοχή, ο έλεγχος των επιτόπιων γεωργικών και βιοµηχανικών πόρων, η οργάνωση στρατολογίας καθώς η λήψη µέτρων εναντίον εχθρικών άτακτων οµάδων. Παράλληλα, όφειλε να εξασφαλίσει την υγειονοµική περίθαλψη και στέγαση του αµάχου πληθυσµού, να µεριµνήσει για τους απόρους και να αναλάβει την επιδιόρθωση των κατεστραµµένων δικτύων συγκοινωνιών και διαβιβάσεων. Συγχρόνως επιφορτιζόταν για την τήρηση της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας ενώ έπρεπε να δηµιουργήσει  εσωτερικό  γραφείο  πληροφοριών  σε  συνεργασία  µε  τις  στρατιωτικές

µονάδες  τις  περιοχής.  Τέλος  καθοριζόταν  η  πειθαρχική  και   ποινική  δικαιοδοσία  του

∆ιοικητή της ΑΣ∆Κ και η δικαιοδοσία του πάνω στα όργανα της Βασιλικής Χωροφυλακής της περιοχής του. Με την ίδια διαταγή, καθορίστηκε ότι η πολιτική διοίκηση της περιφέρειας  της  Στρατιωτικής  ∆ιοίκησης  Αργυροκάστρου  περνούσε  στην αρµοδιότητα



56 Αρχείο ∆ΙΣ, Φ.676/Η/6.

57 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.605/Α/76.

58 Η Σ∆Α παρέµεινε στην υπαγωγή της ΑΣ∆Κ µέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 1941.

59 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.676/Η/5.

60 Ο Συνταγµατάρχης Χωροφυλακής Ντάκος που είχε ορισθεί πρόεδρος του Στρατοδικείου δεν µπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα του προέδρου λόγω της υπηρεσιακής του θέσης.

61 Για την φρουρά Κορυτσάς είχε διατεθεί δύναµη ενός λόχου του στρατού 240 ανδρών και λόχος χωροφυλακής ο  οποίος λόγω αναγκών της υπαίθρου είχε εντός της πόλης µόνο 46 άτοµα. Η δύναµη αυτή ήταν σίγουρα ανεπαρκής εάν αναλογιστούµε το µέγεθος της πόλης και τις επικρατούσες συνθήκες.

62 Στα χωριά είχε αρχίσει να υπάρχει έλλειψη αλατιού, λαδιού και πετρελαίου ενώ εντός των µεγάλων κέντρων είχαν δηµιουργηθεί προβλήµατα µε την τροφοδοσία άρτου.

63 Το Υπουργείο Γεωργίας είχε ήδη αποστείλει υπαλλήλους του για να µελετήσουν τον τρόπο εκµετάλλευσης των επιτόπιων πόρων.

 

του ∆ιοικητή της ΑΣ∆Κ.64 Στις 7 Ιανουαρίου ιδρύθηκε στην Κορυτσά στρατιωτικό νοσοκοµείο τύπου Α χωρητικότητας 500 κλινών µε διευθυντή τον Αρχίατρο Σταθόπουλου Κωνσταντίνο.65 Αξίζει να αναφέρουµε ότι ήδη από τον ∆εκέµβριο λειτουργούσε και πρόχειρο νοσοκοµείο κτηνών υπό του ∆΄ Κτηνιατρικού Αποσπάσµατος.66 Από τα παραπάνω φαίνεται το πόση σηµασία δόθηκε στην διοικητική οργάνωση της πόλης της Κορυτσάς η οποία άρχισε να µετεξελίσσεται σε κεντρικό σηµείο της συνέχισης του αγώνα στο αλβανικό έδαφος. Ο Ιταλικός Στρατός γνωρίζοντας τη σηµασία της πόλης και θέλοντας να πλήξει το ηθικό των κατοίκων και των ελληνικών δυνάµεων, εκτέλεσε το

µεσηµέρι των Θεοφανίων, 6 Ιανουαρίου 1941, σφοδρό αεροπορικό βοµβαρδισµό. Οι συνέπειες για τα ελληνικά ένοπλα τµήµατα ήταν 8 στρατιώτες νεκροί και 26 τραυµατίες ενώ καταστράφηκε και ένα µέρος του νοσοκοµείου. Ο βοµβαρδισµός όµως έπληξε κυρίως τον άµαχο πληθυσµό της πόλης. Ο αριθµός των νεκρών έφτασε τους 36 (εκ των οποίων αρκετά µικρά παιδιά) και οι τραυµατίες ξεπέρασαν τους 43. Σηµαντικές καταστροφές υπήρξαν και σε πολλές δεκάδες σπίτια, ιδίως στις συνοικίες Μπάρτση και Μάνο, ενώ κατεδαφίστηκε ένα µεγάλο µέρος του µητροπολιτικού ναού.67 Λίγες µέρες αργότερα, το Γενικό Στρατηγείο για να αποφύγει παρόµοιους βοµβαρδισµούς στο µέλλον, προώθησε στην Κορυτσά δύο ουλαµούς αντιαεροπορικών.68

Μέσα στα πλαίσια της αποστολής της ΑΣ∆Κ ήταν και η παρακολούθηση του

«πνεύµατος του λαού» και των κοινωνικών και οικονοµικών συνθηκών του πληθυσµού της Κορυτσάς ο οποίος στο σύνολό του παρουσίαζε µεγάλη ετερογένεια. Αποκαλυπτική είναι η έκθεση για τη συµπεριφορά των κατοίκων της περιοχής της Κορυτσάς, η οποία στάλθηκε από την ΑΣ∆Κ στο Γενικό Στρατηγείο στις 4 Μάρτιου.69 Σύµφωνα µε αυτή, η συµπεριφορά των κατοίκων υπήρξε σε γενικές γραµµές νοµοταγής µε ελάχιστες εξαιρέσεις ατόµων που καταδικάστηκαν για κατοχή όπλων, δολιοφθορές, κατασκοπία και διάδοση εχθρικής προπαγάνδας. Από την έκθεση γινόταν εµφανές ότι ο πληθυσµός της Κορυτσάς είχε χωριστεί σε τρεις κατηγορίες σχετικά µε την τύχη της περιοχής µετά τη λήξη του πολέµου. Οι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής, όπως και την περίοδο 1912-1914, επιθυµούσαν την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, ενώ όσοι ήταν αλβανικής καταγωγής είτε επιθυµούσαν µια ανεξάρτητη Αλβανία είτε ήταν φιλικά προσκείµενοι στην συνέχιση της ιταλοαλβανικής συνεργασίας. Βέβαια, οι εκδηλώσεις όλων των πλευρών ήταν διστακτικές διότι ούτε η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της, πέρα από δηλώσεις ότι αγωνίζεται για την ελευθερία της Αλβανίας από τις ιταλικές δυνάµεις, ούτε η τύχη του πολέµου είχε κριθεί οριστικά.

Παράλληλα, η έκθεση αναφερόταν και στις δυσχέρειες που αντιµετώπιζε ο ντόπιος πληθυσµός λόγω της πολεµικής περιόδου. Γινόταν λόγος για στερήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, νέκρωση της εµπορικής κίνησης, καθυστερήσεις στην αποπληρωµή των επιταχθέντων ειδών, δυσκολία πληρωµής των µισθών και των συντάξεων καθώς και για την πίεση που δηµιουργούσε η συνεχή διέλευση στρατευµάτων. Σηµείωνε επίσης, ότι παρ’


64 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.676/Η/7.

65 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.605/Α/125.

66 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.605/Α/79.

67 Οι φονευθέντες κάτοικοι της Κορυτσάς από τον βοµβαρδισµό ήταν: Τζέκα Νικολέτα, Τζέκας Λάζαρος, Τζέκας Θεόδωρος, Μπότσαρης Σωτήριος, Σόλα Κωνσταντίνα, Σιούντας Σπυρίδων, Γίτσας Αριστοτέλης, Γίτσα Βικτώρια, Γίτσα

Φλωρεντία, Κολεβίτσα Σοφία, Κολεβίτσα Ευλαµπία, Σκοντράνης Πέτρος, Φουρτζή Ευδοξία, Ντρέκος Βασίλειος, Ματθαίου Ιωάννα, Ματθαίου Μαγδαληνή, Ματθαίου Ελένη, Ματθαίος Απόστολος, Ματθαίου Βασιλική, Αντωνίου Συµεών, Αντωνίου ∆ηµήτριος, Αντωνίου Αρτεµησία, Τόπης Ραφαήλ, Τόπη ∆ήµητρα, Γκόγκος Σωκράτης, Γκραµπότσκας Μενέλαος, Μπόριας Βασίλειος, Πρέµη Σοφίκα, Παναρίτη Γεωργία, Φίλιου Ευαγγελία, Στούργης Σωτήριος, Αθανασίου Βασίλειος, Βοσκοπόγια ∆ιαµάντω, Χατζηγιαχτσίδης Θωµάς. Αρχείο ∆ΙΣ Φ.652/Α/46 και Φ.765/Γ/1.

68 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.620/∆/100.

69 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.676/Η/2.

 

όλη τη δυσµενή ατµόσφαιρα είχε δηµιουργηθεί µια θετική εντύπωση για τα ελληνικά στρατεύµατα λόγω του ότι σεβάστηκαν απόλυτα την οικογενειακή τιµή των κατοίκων.

Συγχρόνως, δίνονταν πληροφορίες σχετικά µε τις διαθέσεις των κατοίκων ανάλογα

µε το θρήσκευµά τους. Οι χριστιανικοί πληθυσµοί της περιοχής, είτε ελληνικής καταγωγής είτε αλβανικής, ήταν στο σύνολό τους ορθόδοξοι. Η καθολική προπαγάνδα που διενεργούσε η Ιταλία καθώς και η εύνοια που έδειχνε προς τον µουσουλµανικό πληθυσµό είχε προκαλέσει την αντίδραση των ορθοδόξων οι οποίοι προέβησαν σε πράξεις αντίστασης κατά τη διάρκεια της ιταλικής διοίκησης της Κορυτσάς.70 Οι πλέον δυσαρεστηµένοι µε την νέα κατάσταση ήταν οι πλούσιοι µουσουλµάνοι µπέηδες της περιοχής διότι µετά την αποχώρηση των ιταλικών δυνάµεων έχασαν µεγάλο µέρος της επιρροής τους στον πληθυσµό καθώς και πλήθος από τα προνόµια που απολάµβαναν. Επιπρόσθετα, µερικοί από τους µπέηδες είχαν συνάψει και οικογενειακούς δεσµούς µε τις ιταλικές δυνάµεις λόγω των πολλών µεικτών γάµων µε ιταλούς αξιωµατικούς και στρατιώτες. Παράλληλα, σύµφωνα µε την έκθεση, φιλοϊταλική ήταν και η διάθεση ορισµένων χωρικών µουσουλµάνων που επιθυµούσαν την επιστροφή της ιταλικής διοίκησης.

Η έκθεση κατέληγε µε προτάσεις για την βελτίωση του κλίµατος υπέρ της ελληνικής διοίκησης. Βασικός παράγοντας έπρεπε να είναι η προπαγάνδα για το αδύνατο της τελικής νίκης του Άξονα και η βεβαιότητα για την επικράτηση των Άγγλων και των Ελλήνων που πολεµούσαν τότε στο πλευρό τους. Επίσης, γινόταν λόγος για χρησιµοποίηση του συλλόγου71 της αλβανικής παροικίας των Η.Π.Α. µε στόχο την καλλιέργεια αντιϊταλικού κλίµατος στην Αλβανία ενώ προτεινόταν και µια ηθική συνδροµή της Τουρκίας µε την αποστολή προσώπων που είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τον µουσουλµανικό πληθυσµό. Οι φιλοϊταλικές εκδηλώσεις ορισµένων στελεχών  του  µουσουλµανικού  κλήρου  της  περιοχής  και  η  επιρροή  που  ασκούσε σε

µεγάλο µέρος του πληθυσµού ανησύχησαν το ΤΣ∆Μ, το οποίο µε διαταγή72 του προς την

∆ιεύθυνση Χωροφυλακής Κορυτσάς, συνιστούσε την επιτήρησή τους ώστε να εξακριβωθεί εάν εκτός από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ενεργούσαν και προπαγάνδα υπέρ της Ιταλίας, λόγω όµως της λεπτότητας του ζητήµατος καθιστούσε σαφές ότι για κανένα λόγο δεν θα έπρεπε να θιγεί το θρησκευτικό αίσθηµα των κατοίκων και πρότεινε τη χρησιµοποίηση ατόµων που άνηκαν στο ίδιο δόγµα.

Η ΑΣ∆Κ λειτούργησε µέχρι και την 12η Απριλίου του 194173 οπότε λόγω της γερµανικής εισβολής στην Ελλάδα αποφασίστηκε από την Ελληνική Ηγεσία η εκκένωση όλων των εδαφών της Αλβανίας.74 Το µεγαλύτερο πρόβληµα το είχαν τα τµήµατα του ΤΣ∆Μ που βρίσκονταν στην Κορυτσά διότι ήταν άµεσος ο κίνδυνος αποκοπής των οδών υποχωρήσεως από τον Γερµανικό Στρατό που προέλαυνε στην ∆υτική Μακεδονία. Η


70 Μετά το κλείσιµο του Γαλλικού Λυκείου της Κορυτσάς από τις ιταλικές δυνάµεις, υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις από τους νέους της περιοχής ανεξαρτήτως θρησκείας.

71 Ο αλβανικός σύλλογος στις Η.Π.Α. ονοµαζόταν Vatra και είχε µεγάλη επιρροή στην Αλβανία. Πρόεδρός του ήταν ο Φαϊκ Κονίτσα, ο οποίος ήταν αντίθετος µε την ιταλική παρουσία στην Αλβανία.

72 Αρχείο ∆ΙΣ Φ.676/Η/4.

73 Το στρατιωτικό προσωπικό τέθηκε στη διάθεση του Τµήµατος Στρατιάς Ηπείρου, οι πολιτικοί υπάλληλοι θα επέστρεφαν στα αντίστοιχα Υπουργεία ενώ οι κρατούµενοι στις φυλακές Κορυτσάς θα µεταφέρονταν στη Λαµία. Αρχείο

∆ΙΣ Φ.604/Α/386.

74 Ο Ελληνικός Στρατός, έπειτα από συνεχόµενες νίκες και την υποχώρηση των Ιταλών, είχε καταφέρει να προωθηθεί ήδη από τον Ιανουάριο σε κυµαινόµενο βάθος 30 έως 80 χιλιοµέτρων στο βορειοηπειρωτικό έδαφος και βρισκόταν στη

γραµµή Χιµάρα – Κλεισούρα – Πόγραδετς, έχοντας µάλιστα αποκρούσει την τεράστια ιταλική αντεπίθεση που έγινε υπό την επίβλεψη του ίδιου του Μουσολίνι τον Μάρτιο του 1941. Αξιοσηµείωτο είναι ότι αυτό ήταν σε γενικές γραµµές και το βορειότερο σηµείο της Ηπείρου που έφτασε ο Ελληνικός Στρατός και κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεµο τον Μάρτιο του 1913.

 

απαγκίστρωση ξεκίνησε τις βραδινές ώρες της 12ης Απριλίου και µέχρι τις 15 Απριλίου, ο υποχωρητικός ελιγµός των ελληνικών δυνάµεων από την ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς, είχε ολοκληρωθεί χωρίς να υπάρξει καµιά ενόχληση από τον Ιταλικό Στρατό.

 



 




1960.

 

Βιβλιογραφία

Βρανάς, Φ. (επιµ.), Ι. Μεταξάς. Το Προσωπικό του Ηµερολόγιο, Ίκαρος, Αθήνα


Γενικό   Επιτελείο   Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού,   Ο Ελληνοϊταλικός

 

Πόλεµος 1940 – 1941. Η Ιταλική Εισβολή, Αθήνα 1960.

Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεµος 1940 – 1941. Η Ελληνική Αντεπίθεσις. Αθήνα 1966.

Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτοµη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερµανικού Πολέµου 1940 – 1941 (Επιχειρήσεις Στρατού Ξηράς), Αθήνα 1985.

Γενικό Επιτελείο Στρατού/∆ιεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Η Συµβολή της Ελλάδος στο Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο. Αθήνα 2009.

∆ηµητρακόπουλος, Σ. – Ζαούσης, Α., Η Συµµετοχή της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, Ακαδηµία Αθηνών, Αθήνα 1998, τ. Β΄.

Καθενιώτη, ∆., Αι Κυριώτεραι Στρατηγικαί Φάσεις του Πολέµου 1940-41, Αθήναι

 

1946.

 


Μαθιόπουλος, Β., Η Συµµετοχή της Ελλάδος στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, Ακαδηµία

 

Αθηνών, Αθήνα 1998, τ.Α.

Πράσκα, Β., Εγώ Εισέβαλα στην Ελλάδα, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1999.

Συλλογικό, Οκτώβριος 1940: Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας όπως την είδαν οι Ιταλοί, Εκδόσεις Παπαδήµα, Αθήνα 2008.

Τσιρπανλής, Ζ., Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41, University Studio Press,

Θεσσαλονίκη 2004.

Τσολάκογλου, Γ., Αποµνηµονεύµατα, Αθήνα 1959.

Jacomoni di San Savino, F., La Politica dell’ Italia in Albania, Capelli Editore, Rocca San Casciano 1965.

Montanari M., La Campania di Grecia, Stato Maggiore dell’ Esercito – Ufficio Storico, t. I, Roma 1980.

Pricolo, F., Ignavia Contro Eroismo, Nicola Ruffolo Editore, Roma 1946.

Richter H., Η Ιταλο-γερµανική Επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1998.


Πηγές

Αρχείο ∆ιεύθυνσης Ιστορίας Στρατού

 


 

Εικόνα 1  Τμήμα του Ελληνικού Στρατού στην Κορυτσά



Εικόνα 2 Ύψωση της  ελληνικής  σημαίας στην Κορυτσά

 


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου