Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Λευκός Πύργος. Η ιστορία εμπνέει(ΒΝΠ)


                                                                                                          Avenir Trouskovsky. Υδατογραφία.
Ο Λευκός Πύργος, το σύμβολο της Θεσσαλονίκης που σήμερα υψώνεται μοναχικός στην παραλία της πόλης, στο παρελθόν αποτελούσε τον νοτιοανατολικό πύργο της οχύρωσης και συνέδεε τα ανατολικά με τα παραθαλάσσια τείχη. Είναι από τα πιο εμφανή και γνωστά ιστορικά κτίσματα της πόλης μας και αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» της διεθνώς. Είναι κυλινδρικός με ύψος 33,90 μ., διάμετρο 22,70 μ. και περίμετρο 70,00 μ. Έχει ισόγειο και 6 ορόφους, που επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο μήκους 120 μ., που ελίσσεται κοχλιωτά σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο, αφήνοντας στο κέντρο έναν εσωτερικό πυρήνα διαμέτρου 8,50 μ. Έτσι, σε κάθε όροφο σχηματίζεται μια κεντρική κυκλική αίθουσα, με την οποία επικοινωνούν μικρά τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Η ύπαρξη τζακιών, καπναγωγών και μικρών αφοδευτηρίων με αποχετευτικό σύστημα, αποδεικνύει ότι ο πύργος δεν είχε μόνο αμυντική χρήση, αλλά υπήρξε και στρατιωτικό κατάλυμα. 
                                                                                                                                                                                           Μέχρι το 1911 ο πύργος περιβαλλόταν από χαμηλό οκταγωνικό περίβολο, ενισχυμένο με οκταγωνικούς πυργίσκους στις τρεις γωνίες του. Στο εσωτερικό του υπήρχε ένα δερβίσικο ησυχαστήριο, πυριτιδαποθήκες και δεξαμενή νερού, ενώ πάνω στην είσοδο του σωζόταν τουρκική επιγραφή που ανέφερε ότι ο Πύργος του Λέοντος έγινε το 1535-1536, χρονολογία που πιθανώς αναφέρεται στην κατασκευή του περιβόλου.                                                                                                                                                                       Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του δεν είναι γνωστή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι είναι έργο της οθωμανικής οχυρωματικής αρχιτεκτονικής χτισμένο, πιθανώς, από Βενετούς τεχνίτες μεταξύ 1450-1470, πάνω στα θεμέλια παλαιότερου βυζαντινού πύργου, τον οποίο αναφέρουν τόσο ο Ιωάννης Καμενιάτης, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης Ευστάθιος. Ο πρώτος περιγράφοντας την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς πειρατές του εξωμότη Λέοντα του Τριπολίτη τον Ιούλιο του 904, γράφει για έναν πύργο κοντά στην πύλη της Ρώμης των ανατολικών τειχών. Ο δεύτερος, ο Ευστάθιος, γράφοντας για την άλωση της πόλης από τους Νορμανδούς της Σικελίας τον Αύγουστο του 1185, αναφέρεται στον «κατά θάλασσαν εώου πύργου».                                                                                                                                                                   Σύμφωνα με τον Γερμανό ειδικό στρατιωτικών οχυρώσεων Μπόντο Εμπχάρντ, η κατασκευή του, στη σημερινή μορφή, χρονολογείται στην περίοδο του Φράγκικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης (1204-12240. Ο Εμπχάρντ στηρίζει τη θεωρία του στο ότι βρήκε ομοιότητες μεταξύ του Λ. Πύργου και του πύργου Donjon του οχυρού των Σταυροφόρων, στο λιμάνι Aignes Mortes της νότιας Γαλλίας. Ο Μιχάηλ Χατζή-Ιωάννου, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., γράφει ότι «αμφίβολον είναι αν οι μεγάλοι κυλινδρικοί πύργοι (Λ. Πύργος και Πύργος Αλύσσεως) είναι κατασκευής βυζαντινής», ενώ οι Γάλλοι πρόξενοι της πόλης στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αι., Cousinery και Felix Beaujour, θεωρούσαν ότι είναι οθωμανικής κατασκευής.
Την διετία 1983-85, κατά τη διάρκεια της συντήρησης του μνημείου, διαπιστώθηκε ότι σε παλαιότερη ανακαίνιση είχαν χρησιμοποιηθεί κορμοί βελανιδιάς που κόπηκαν στην Πίνδο το 1535-36, την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή.
 Η ημερομηνία αυτή, σε συνδυασμό με μια μαρμάρινη επιγραφή που αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, που επισκέφθηκε την πόλη το 1668, φαίνεται ότι ώθησε κάποιους από τους μελετητές να θεωρήσουν ότι το οχυρωματικό αυτό έργο κτίσθηκε την εποχή του Σουλεϊμάν. Ο Τσελεμπή όμως αναφέρει ότι «στο ανώφλι της νότιας πύλης υπάρχει το περίφημο τούτο περίγραμμα:
Χτίστηκε από τον λέοντα Σουλεϊμάν                                                                                                                                                          Κι έγινε το λιοντάρι των φρουρίων. Έτος 942. (1535-1536).
Όπως ξέρουμε, όμως, νότια πύλη δεν υπάρχει στον πύργο. Μάλλον ήταν πύλη του περιτειχίσματος. Επίσης ο Τσελεμπή αναφέρει ότι στο εσωτερικό υπάρχει ένα ακόμα περίγραμμα: Κτίσμα λαμπρό που το ερείπωσε ο χρόνος / Είδα την αίθουσα και έγραψα τον στίχο. / φλογισμένο ηφαίστειο / ήταν αυτός που επιμελήθηκε / την ανακαίνιση του χώρου. / Έτος 1026.(1619-1620).
Από τα παραπάνω μπορούμε, ίσως, να συμπεράνουμε δυο πράγματα: α). Το 1535-36 κτίστηκε από τον Σουλεϊμάν το οκταγωνικό περιτείχισμα και έγιναν εργασίες συντήρησης του φρουριακού συγκροτήματος, όπως αποδεικνύεται από την δενδροχρονολόγηση των κορμών. Β). Το 1619-20 έγινε μια δεύτερη συντήρηση.
Ο τελευταίος μελετητής του Λ. Πύργου, ο Ολλανδός Κίελ, με βάση και την επιγραφή που υπήρχε στο υπέρθυρο του πύργου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο πύργος της Θεσσαλονίκης κτίστηκε ή ξανακτίστηκε από τον περίφημο εξωμότη αρχιτέκτονα Σινάν Μιμάρ…και ότι για την χρονολογία κατασκευής του δεν υπάρχει λόγος αμφιβολίας».
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων ο πύργος άλλαξε πολλά ονόματα, μέχρι να καταλήξει στην σημερινή του ονομασία. Στην αρχή ονομάσθηκε «Πύργος του Λέοντος» και «Λέων των Φρουρίων», που ίσως προέρχεται από την βυζαντινή εποχή ή γιατί με αυτό το προσωνύμιο αποκαλούσαν τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Τον 17ο αι. ονομαζόταν «Φρούριο της Καλαμαριάς» και στη συνέχεια «Πύργος των Γενιτσάρων», γιατί χρησίμευε ως κατάλυμα αυτού του επίλεκτου τουρκικού στρατιωτικού σώματος. Παράλληλα οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν ως τόπο βασανιστηρίων και ως φυλακή βαρυποινιτών και μελλοθανάτων, τους οποίους συχνά εκτελούσαν γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους.
Μετά την κατάργηση του σώματος των Γενιτσάρων από τον σουλτάνο Μαχμούντ Β’, το 1826, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στον Πύργο, όπου και εκτελούνται μαζικά, πάνω από 3.000 Γενίτσαροι. Τότε είναι που ο Πύργος αποκτά το όνομα «Κανλί Κουλέ» (=Πύργος του Αίματος). Η μετέπειτα χρήση του ως φυλακή και τόπος εκτελέσεων, που κοινοποιούνται με έναν κανονιοβολισμό, διατήρησαν το όνομα.
Σύμφωνα με μια κάπως ρομαντική και αναίμακτη εκδοχή, το σύγχρονο όνομά του ο Λευκός Πύργος το πήρε το 1891, όταν ένας Εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guintilli, καταδικασμένος για ερωτικό έγκλημα, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Σύμφωνα όμως με βρετανικά έγγραφα, που δημοσίευσε ο Βασίλης Γούναρης, η μετονομασία επήλθε το 1884, όταν ο Βαλής της Θεσσαλονίκης Γκαλίπ Πασάς, επικαλούμενος εντολή του σουλτάνου, διέταξε το άσπρισμα του Πύργου. Ο Γενικός Πρόξενος της Σερβίας στο Λονδίνο G. Cotton Minchin, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1884, βρήκε τον Πύργο ασπρισμένο. Οι Εβραίοι υιοθέτησαν την ονομασία Torre Blanca και οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Μπεγιάζ Κουλέ. Οι Έλληνες όμως συνέχιζαν να τον ονομάζουν Πύργο του Αίματος.
Με την απελευθέρωση, το 1912, αναρτήθηκε στην κορυφή του η ελληνική σημαία σε ιστό που αφαίρεσαν από το κατάρτι του βυθισμένου από τον Ν. Βότση τουρκικού πολεμικού πλοίου Φετίχ Μπουλέντ. Το 1913, στις προθέσεις της ελληνικής διοίκησης ήταν η συνέχιση των κατεδαφίσεων παλαιών οικοδομημάτων, ανάμεσα τους και ο Λ. Πύργος, από την Επιτροπή Εξωραϊσμού της δημοτικής αρχής. Πρωτοστατούσε ο αρχιτέκτονας του Δήμου Δελαδέτσιμας. Αν το μνημείο γλύτωσε την κατεδάφιση του αυτό οφείλεται στην μεγάλη δαπάνη που απαιτούνταν για την κατεδάφιση και την μεταφορά των μπάζων. Σήμερα λειτουργεί σαν Μουσείο και εξαρτάται διοικητικά από το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.
                                     












                                                               
                                                                                                                                                         
                                                                                       Ο  Πύργος του Λέοντος – Λεύκος Πύργος (Μέρος 2ο)
February 11, 2017
Όπως γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμα (μέρος 1ο), μετά την απελευθέρωση, «το 1913, στις προθέσεις της ελληνικής διοίκησης ήταν η συνέχιση των κατεδαφίσεων» οικοδομημάτων και μνημείων της οθωμανικής περιόδου της ιστορίας της πόλης. Για το λόγο αυτό συστάθηκε από την δημοτική αρχή η Επιτροπή Εξωραϊσμού, στην οποία πρωτοστατούσε ο αρχιτέκτονας του Δήμου Δελαδέτσιμας (αυτός που αργότερα εκπόνησε την μελέτη για την κατασκευή της Χ.Α.Ν.Θ.).. η Επιτροπή καθημερινά, και από πολλούς πολίτες της πόλης, γινόταν δέκτης συμβουλών, παραινέσεων, προτροπών να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα της και να υποδείξει στην δημοτική αρχή την κατεδάφιση των μουσουλμανικών κτιρίων. Ενδεικτικό είναι το ποίημα του Πειραιώτη ποιητή Γεωργίου Στρατήγη:
Ο Λευκός Πύργος                                                                                                                                                                                        Σ’ ένα χορό μυριόνεκρο μ’ ίσκιους ψυχών αχνούς                                                                                                                             γύρω στον Πύργο να πετούν το στοιχειωμένο εκείνο















………………………………………………………
Με ήχους αυλών γκρεμίσατε τον Πύργο το Λευκό
αυτό το μαύρο σύμβολο βαρβάρων πέντε αιώνων!
αν θέλετε ύπνο να χαρούν ελευτεριάς γλυκό
τα μάτια τα περίτρομα των δόλιων Μακεδόνων!
Τελικά το μνημείο γλύτωσε την κατεδάφιση εξαιτίας της μεγάλης δαπάνης που απαιτούνταν για την κατεδάφισή του και την μεταφορά των οικοδομικών υλικών του! Ωστόσο το 1917, όπως γράφει ο Η. Πετρόπουλος, «δόθηκε (στους βαρβάρους) μια καλή αφορμή να ξεμπερδέψουν με τα μουσουλμανικά μνημεία. Εκείνη τη χρονιά η φωτιά ισοπεδώνει τη μισή πολιτεία και οι Έλληνες βρίσκουν την ευκαιρία να γκρεμίσουν πολλά τζαμιά και μιναρέδες..»
                                                                                                 
Η Θεσσαλονίκη Δεξιά ο Λ. Πύργος, στη μέση ο Πύργος της Αποβάθρας και αριστερά το φρούριο του Τόπ Χανέ. Από τουρκική ιστοσελίδα.
…Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι,
να μη τολμήσεις να τη δεις ποτέ απ΄ τη στεριά…
(Νίκος Καββαδίας)
Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, από την άλωση, το 1430, μέχρι σχεδόν την απελευθέρωση, οι Δυτικοευρωπαίοι επισκέπτες έφθαναν στην πόλη από την πλευρά της θάλασσας. Η πρώτη εντύπωση που αποκόμιζαν ήταν από τα θαλάσσια τείχη με τα τρία οχυρά που την προστάτευαν. Δεξιά ο Λευκός Πύργος με το οκταγωνικό περιτείχισμά του, στο ύψος της Βενιζέλου ο Πύργος της Αποβάθρας και αριστερά το φρούριο του Τόπ Χανέ στη θέση του σημερινού Δικαστικού Μεγάρου.
Ο Αυστριακός διπλωμάτης Άντον Πρόκες Φον Όστεν, που επισκέφθηκε την πόλη τον Αύγουστο του 1828, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Μόλις κάνει το καράβι τη στροφή του κάβου Καράμπουρνου, φαίνεται κιόλας η Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι κτισμένη πάνω σε ένα απότομο ύψωμα. Τείχη περιζώνουν τις πυκνές μάζες των κτιρίων που ανάμεσά τους τινάζονται καμιά τριανταριά μιναρέδες λάμποντας προς τον ουρανό». Τον συμπληρώνει ο Κάρολος Ντήλ, ο οποίος αναφέρει πως «…Η Θεσσαλονίκη είναι μια πολύ γοητευτική πόλη. Στον ταξιδιώτη που φθάνει από τη θάλασσα, παρουσιάζεται αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνού, περικυκλωμένη από τις παλαιές οχυρώσεις της, στεφανωμένη με τρούλους και μιναρέδες…».
Την ίδια περιγραφή, περισσότερο ή λιγότερο γοητευτική, την συναντάμε και σε όσους από τους άντρες της Στρατιάς της Ανατολής έγραψαν τις εντυπώσεις τους για τη Θεσσαλονίκη, την οποία αποκαλούν «Μαργαριτάρι του Αιγαίου ή της Ανατολής». Οι Α. Γκόφ και Χιού Φώσετ γράφουν: «Αν και κινδυνεύει κανείς να γίνει πομπώδης χρησιμοποιώντας την έκφραση “Μαργαριτάρι του Αιγαίου” η οποία έχει καθιερωθεί για τη Σαλονίκη, ωστόσο, οφείλει να πιστοποιήσει πως…ο τίτλος αυτός δικαιώνεται πέρα για πέρα. Είναι ελκυστική η θέση και το φόντο της πόλης…Οι επάλληλες βαθμίδες των άσπρων σπιτιών με τις κόκκινες στέγες, διανθισμένες με χαριτωμένους μιναρέδες…και η βαθυγάλανη θάλασσα…δημιουργούν μια εικόνα εξωπραγματική μες την τελειότητα της». Ο Λωράν Μορώ την αποκαλεί «Μαργαριτάρι της Ανατολής», «πόλη των εκατό μιναρέδων, που είναι διαπεραστικοί σαν δάσος από δόρατα ή σαν τους ιστούς που περιμένουν τον σημαιοστολισμό τους».


Στον Χάρολντ Λέηκ η όψη της Σαλονίκης άφησε «ένα όραμα αιώνιας ωραιότητας» και διαπιστώνει ότι «Η Σαλονίκη από θαλάσσης έχει μια επιβλητική, φαντασμαγορική όψη». Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Χένρυ Νταίη γράφοντας ότι «Στ’ αλήθεια, η Σαλονίκη παρουσιάζει μια μεγαλόπρεπη θέα από θαλάσσης». Το ίδιο γοητευμένος δηλώνει και ο υπολοχαγός Ρ. Σκίλμπεκ Σμίθ όταν διαπιστώνει ότι «Η Σαλονίκη είναι εντυπωσιακά θεαματική εξ’ αποστάσεως». Μας πληροφορεί πως «όταν καταφθάναμε με το πλοίο, πρόλαβα και έριξα μια βιαστική ματιά στην πόλη και στη σειρά των λόφων που την περιζώνουν σε δεύτερο φόντο. Η εικόνα που είχα αντικρύσει την ώρα του δειλινού, ήταν ικανή να προξενήσει το θαυμασμό κάθε ζωγράφου».
Τέλος, ένας ανώνυμος εραστής της πόλης, με ρομαντική διάθεση και ποιητικό οίστρο, φαντασιώνεται πως οι δυο θαλάσσιοι πύργοι, ο Λευκός Πύργος και ο Πύργος της Αποβάθρας, είναι οι πάνοπλοι και ακοίμητοι φρουροί της γοργόνας-βασιλοπούλας Θεσσαλονίκης, όταν αυτή ξεκουράζεται στην πόλη-παλάτι της στην επιστροφή της από τα πελάγη, όπου αναζητά τον αγαπημένο της αδελφό ρωτώντας τους ναυτικούς: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;».
Πηγή αποσπασμάτων των ανδρών της Στρατιάς της Ανατολής το βιβλίο του Σάκη Σερέφα «Η Θεσσαλονίκη εξ’ αποστάσεως», εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 1991.

    Η είσοδος του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη. Ταπετσαρία Πινακοθήκης Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
                                                                                             Γερμανικό περιοδικό Uber land unt mer. Εύζωνοι αιχμάλωτοι του πολέμου 1897. .Συλλογή Ιωάννη Μέγα.

                                                                                                 
























                                                                                                         
                                                                                                                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου