Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Jean – Claude Allain: Το πρώτο ρήγμα: Οι ανακωχές της Θεσσαλονίκης και του Μούδρου(Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1918)




Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου

Jean – Claude Allain

Το πρώτο ρήγμα: Οι ανακωχές της Θεσσαλονίκης και του Μούδρου

(Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1918)

O συνασπισμός των Κεντρικών Δυνάμεων αποσυντίθεται ακολουθώντας συμμετρικά αντίστροφη φορά από εκείνη της συγκρότησής του. Η Βουλγαρία, τέταρτη και τελευταία χώρα, που προσχώρησε τον Σεπτέμβριο του 1915, είναι η πρώτη, η οποία εγκαταλείπει τον συνασπισμό ακριβώς τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1918. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε ενεργοποιήσει στις 29 Αυγούστου του 1914 τη μυστική συμφωνία, την οποία είχε συνάψει στις 2 Αυγούστου του ιδίου έτους με την Γερμανία, ακολουθεί το παράδειγμα της Βουλγαρίας τον Οκτώβριο του 1918. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, ο αρχαιότερος και πλέον αξιόπιστος σύμμαχος της Γερμανίας, με την οποία ήταν συνδεδεμένη με στρατιωτικές δεσμεύσεις ήδη από το 1879, καταθέτει τα όπλα στις 4 Νοεμβρίου 1918, δίχως, ωστόσο, να καταφέρει να αποφύγει τελικά τη διάλυσή της. Η ίδια η Γερμανία, απομονωμένη, αναγκάζεται να ζητήσει ανακωχή, προκειμένου να μην υποστεί στρατιωτική εισβολή εντός του εθνικού της εδάφους. Η ανακωχή υπογράφεται στις 11 Νοεμβρίου 1918. Η διαδικασία, η οποία ολοκληρώνει εντός χρονικού διαστήματος έξι, μόλις, εβδομάδων, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, επαληθεύει την περίφημη θεωρία του “ντόμινο”, πολύ προτού αυτή εμφανιστεί τo 1954.
Πώς διαγραφόταν, το φθινόπωρο του 1918, η κατάσταση στο Μακεδονικό μέτωπο; Η σκέψη για
ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας σε βάρος μιας Βουλγαρίας, η οποία εκπέμπει μηνύματα αδυναμίας και πολιτικής αστάθειας, άρχισε να διαμορφώνεται από τον μήνα Ιούνιο. Στόχος ήταν να εξαναγκαστεί η χώρα να εγκαταλείψει τη συμμαχία της και να αποσυρθεί από τον πόλεμο. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Georges Clemenceau, διέταξε στις 23 τον στρατηγό Franchet d’ Espèrey, ανώτατο διοικητή του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης, να αυξήσει την πίεση κατά μήκος του μετώπου με τη Βουλγαρία και να εκπονήσει ένα σχέδιο γενικής επίθεσης. Προς την ίδια κατεύθυνση έκλινε και το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίασή του της 2ας Ιουλίου 1918, στις Βερσαλλίες. Από την πλευρά των Βρετανών, ο  υπουργός Εξωτερικών Arthur Balfour και ο υφυπουργός Robert Cecil, υπογράμμισαν, κατά την ίδια συνεδρίαση, τις αποσταθεροποιητικές παρενέργειες επί της ασταθούς Βουλγαρικής κυβέρνησης, οι οποίες μπορούσαν να προκύψουν από μια ενδεχόμενη επίθεση. Οι αρχές της Σόφιας θα βρίσκονταν ενώπιον δυο επιλογών: α) μιας συνθηκολόγησης και β) του κινδύνου μιας γενικευμένης εξέγερσης στο εσωτερικό της χώρας. Αμφότερα τα ενδεχόμενα μπορούσαν να αποβούν ιδιαίτερα επωφελή για τους Συμμάχους. Ο προκάτοχος του  Franchet d’ Espèrey στη Θεσσαλονίκη, στρατηγός Guillaumat, είχε διαβλέψει προ πολλού μια τέτοια προοπτική, δίχως, ωστόσο, να τρέφει φιλοδοξίες προέλασης των στρατευμάτων του έως την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας. Ο Clemenceau αξιοποίησε το επιχείρημα αυτό, πείθοντας τελικά το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο να ρίξει το βάρος στον τομέα της Θεσσαλονίκης. Έτσι, μέσω διαφορετικών αναλύσεων, προέκυψε ομοφωνία μεταξύ των δυνάμεων της Συνεννοήσεως σχετικά με την προπαρασκευή μιας γενικής επίθεσης σε βάρος της Βουλγαρίας, η οποία θα εξανάγκαζε την τελευταία να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της αναστολής των εχθροπραξιών.¹
Στρατηγός Louis Franchet d’ Espèrey.
Στις 5 Αυγούστου 1918, έναν, μόλις, μήνα έπειτα από την ανάληψη της διοίκησης του μετώπου, ο  Franchet d’ Espèrey εξέθεσε το σχέδιο επίθεσης. Θεωρούσε το φθινόπωρο ως κατάλληλη εποχή, υπό την προϋπόθεση ενός διαρκούς και επαρκούς ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του.² Στόχος ήταν η διάσπαση των γραμμών του αντιπάλου στον σερβικό τομέα, κατά μήκος της γραμμής Οχρίδας-Μοναστηρίου-Καϊμάκτσαλαν, με αξιοποίηση του ρήγματος προς την κατεύθυνση του οδικού άξονα Πρίλεπ-Βελεσών-Σκοπίων (έδρας της ΧΙης Γερμανικής Στρατιάς του στρατηγού von Scholz). Το βάρος της επίθεσης επρόκειτο να επωμιστούν οι Γάλλοι και οι Σέρβοι. Μια δεύτερη, ταυτόχρονη, ενέργεια του ιδίου είδους προβλεπόταν στον τομέα του ποταμού Αξιού, στο ύψος της λίμνης Δοϊράνης. Την πρωτοβουλία στο σημείο αυτό θα αναλάμβαναν οι Βρετανοί και οι Έλληνες. Παρά ταύτα, οι οδηγίες σχετικά με την προοπτική αξιοποίησης ενός πιθανού ρήγματος σε βάρος των γραμμών του αντιπάλου, παρέμεναν γενικές και αόριστες: “Να τεθούν υπό έλεγχο μακρινά και κομβικής σημασίας στρατηγικά σημεία του εχθρού”³, προσδιόριζε χαρακτηριστικά η σχετική οδηγία του Γενικού Επιτελείου.⁴
Η επίθεση της 14ης Σεπτεμβρίου 1918 στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Το καλοκαίρι του 1918, τα γαλλικά στρατεύματα στο Θέατρο της Θεσσαλονίκης ανέρχονται σε 258.000 άνδρες (16 Αυγούστου)⁵ και σε 196.000 (15 Σεπτεμβρίου, ημέρα εξαπόλυσης της επίθεσης).⁶ Η μείωση του αριθμού είναι συνεχής (έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής το δυναμικό πέφτει στους 150.000 άνδρες) και θεωρείται φυσιολογικό φαινόμενο, παρά την ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων, προερχομένων από τις αφρικανικές κτήσεις (Σενεγαλέζοι και Μαροκινοί). Μάλιστα, η αριθμητική κάμψη των Γαλλων παρατηρείται ακριβώς τη στιγμή, που η συνολική ισχύς των Συμμάχων αγγίζει το υψηλότερο σημείο: 570.000 άνδρες, εκ των οποίων 130.000 Βρετανοί και Ινδοί, 40.000 Ιταλοί, 140.000 Σέρβοι και 150.000 Έλληνες.⁷ Αντιστρόφως ανάλογη φορά ακολουθεί η αριθμητική ισχύς των Ελλήνων και των Σέρβων. Σημειώνει συνεχή ανοδική πορεία, γεγονός που εκτιμάται και με πολιτικά δεδομένα στην έδρα του Ανώτατου Συμμαχικού Στρατηγείου, στο Chantilly. Οι οδηγίες του Clemenceau τόσο πριν, όσο και έπειτα από την εκδήλωση της επίθεσης, είναι ενδεικτικές: “Το βάρος της όλης προσπάθειας αναλογεί ουσιαστικά στα βαλκανικά στρατεύματα, τα οποία έχουμε συμφέρον να ενεργοποιήσουμε κατά προτίμηση εντός του εθνικού τους εδάφους και οργανωμένα σε μονάδες υπό την υψηλή εποπτεία Γάλλων και Βρετανών αξιωματικών”.⁸ Με αυτό, ακριβώς, το πνεύμα, ο  Franchet d’ Espèrey είχε προχωρήσει στην εκπόνηση του σχεδίου επίθεσης.
Παρόλες τις αντιρρήσεις των Βρετανών, οι οποίοι δεν έκρυβαν την προτίμησή τους για μια επίθεση προς την κατεύθυνση της Κωνσταντινούπολης, που θα ανακούφιζε τα στρατεύματα του στρατηγού Allenby στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, το σχέδιο του Franchet d’ Espèrey υιοθετήθηκε τελικά από όλες τις πλευρές. Δεν απέμενε παρά η επιλογή της κατάλληλης ημερομηνίας. Όλες οι προπαρασκευαστικές ενέργειες διέφυγαν της προσοχής του εχθρού, το ηθικό του οποίου εκτιμάτο μέτριο (πρόκειται, ωστόσο, για έναν λανθασμένο υπολογισμό, με γνώμονα πληροφορίες αποσπασμένες από λιποτάκτες και αιχμαλώτους πολέμου). Αντίθετα, εκείνο των Συμμάχων εθεωρείτο άριστο και ενισχυμένο από τις πρόσφατες στρατιωτικές επιτυχίες των Γάλλων στο Δυτικό μέτωπο.⁹ Η έκπληξη ως προς τον απρόσμενα αποφασιστικό βαθμό αντίστασης των Βουλγάρων την κρίσιμη στιγμή θα είναι μεγάλη αργότερα, με αποτέλεσμα στις διάφορες αναφορές, με αποδέκτες τα ανώτατα κλιμάκια της ηγεσίας, να καταβληθεί προσπάθεια προκειμένου να υποβαθμιστεί.
Πάντως, για την ώρα, όλα τα δεδομένα συνηγορούν πως οι συνθήκες είναι ιδανικές συμπεριλαμβανομένων και των μετεωρολογικών προβλέψεων. Στις 5 και 9 Σεπτεμβρίου, ο Franchet d’ Espèrey ζητεί επίμονα άδεια για έναρξη της επίθεσης:“Χρειαζόμαστε καλές καιρικές συνθήκες ούτως ώστε να επιτεθούμε, κυρίως δε, προκειμένου να συνεχίσουμε την προέλαση και να οργανώσουμε τις επικοινωνίες μας σε μια ορεινή περιοχή (…). Η επιχείρηση είναι ώριμη και οποιαδήποτε καθυστέρηση κινδυνεύει να αποβεί μοιραία”.¹º Στις 10 του μηνός, ο Clemenceau, εφοδιασμένος με τη συγκατάθεση Βρετανών και Ιταλών, διαβίβασε προς τη Θεσσαλονίκη την πολυπόθητη άδεια (“Μπορείτε να εξαπολύσετε την επίθεση όποτε εσείς το κρίνετε σκόπιμο”).¹¹ Τελικά, επελέγη η 14η Σεπτεμβρίου ως ημερομηνία έναρξης των προπαρασκευαστικών βομβαρδισμών από το πυροβολικό (εκ των υστέρων τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν πενιχρά εξαιτίας της καλής οχύρωσης των Βουλγάρων σε βραχώδες έδαφος).
Η επίθεση αυτή καθεαυτή ορίστηκε για την επομένη, 15 Σεπτεμβρίου 1918.¹² Την εξαπέλυσαν στον κεντρικό τομέα η ΙΙη Σερβική Στρατιά και δυο Μεραρχίες του Γαλλικού στρατού (η 122α Πεζικού και η 17η Ιππικού). Με τη δύση του ηλίου, το ρήγμα στις εχθρικές θέσεις ανέρχεται σε 7 χλμ. βάθους, σε ένα μέτωπο μήκους 25 χλμ. Οι δυο Βουλγαρικές Μεραρχίες (2η και 3η) καθώς και ένα Γερμανικό Τάγμα, που είχαν αναλάβει την κάλυψη της περιοχής, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τα βόρεια.¹³ Το αποκτηθέν από τη μάχη του Σόκολ πλεονέκτημα, επιτρέπει στους Συμμάχους να εξαπολύσουν, στις 18 Σεπτεμβρίου, την δεύτερη προγραμματισμένη επίθεση, στον τομέα της Δοϊράνης, με τη σύμπραξη δύο Ελληνικών και δύο Βρετανικών Μεραρχιών.¹⁴ Πέντε ημέρες αργότερα, η υποχώρηση των Γερμανο-Βουλγάρων είναι γενική, μεταξύ Μοναστηρίου και  Δοϊράνης. Στον κάθετο άξονα Μοναστηρίου-Πρίλεπ-Βελεσών επικρατεί συμφόρηση εξαιτίας των υποχωρούντων στρατευμάτων, ενώ η σύγχυση στις γραμμές του αντιπάλου επιτείνεται από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς, στους οποίους προβαίνει η Συμμαχική αεροπορία.¹⁵ Το Πρίλεπ καταλαμβάνεται στις 24 Σεπτεμβρίου. Πέντε ημέρες αργότερα, στις 29, τα Συμμαχικά στρατεύματα εισέρχονται στα Σκόπια. Στον ανατολικό τομέα του μετώπου, η προέλαση είναι εξίσου νικηφόρα. Η κατάληψη της Στρώμνιτσας στις 26 Σεπτεμβρίου, σηματοδοτεί την είσοδο των Συμμαχικών στρατευμάτων εντός του Βουλγαρικού εδάφους.¹⁶
Η μάχη του Σόκολ (15 Σεπτεμβρίου 1918)
Ο  Franchet d’ Espèrey θριαμβολογεί: “Πρόκειται για μια πολλά υποσχόμενη νίκη”, τηλεγραφεί προς το Παρίσι στις 23 Σεπτεμβρίου, απαριθμώντας αιχμαλώτους και πυροβόλα, που έπεσαν στα χέρια των Συμμάχων. “Η υποχώρηση του εχθρού έπειτα από δεκατρείς ημέρες στρατιωτικών επιχειρήσεων, έχει προσλάβει διαστάσεις πανωλεθρίας”, διαπιστώνει την 1η Οκτωβρίου.¹⁷ Την ίδια, ακριβώς, αίσθηση έχει και ο Ludendorff στο αρχηγείο του Γερμανικού στρατού, στην πόλη Σπα. Επιθυμώντας να γεφυρώσει ένα ρήγμα, που μπορούσε να αποβεί επικίνδυνο τόσο για την ασφάλεια της Σόφιας όσο και για εκείνη της Κωνσταντινούπολης, διέταξε τη μεταφορά της 217ης Γερμανικής Μεραρχίας από την Ουκρανία και τη συγκέντρωση άλλων πέντε γύρω από την Νις. Ο τσάρος Φερδινάνδος εγκαταλείπει τα Σκόπια και αναζητεί την προστασία των Γερμανών, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας.¹⁸ Ωστόσο, οι εξελίξεις τον ξεπερνούν, καθώς η κυβέρνηση της Σόφιας ενεργοποιεί τη διαδικασία της ανακωχής.
Είναι γεγονός πως, πέρα από τις επιτυχίες στο πεδίο των μαχών, η Συμμαχική επίθεση του Σεπτεμβρίου εκπλήρωσε και τον πολιτικό της στόχο, θέτωντας τέλος σε μια ολόκληρη σειρά από παρασκηνιακές διεργασίες. Συγκεκριμένα, οι ΗΠΑ, οι οποίες δεν τελούν υπό καθεστώς πολέμου με τη Βουλγαρία, βρίσκονται, από τον Ιανουάριο του 1918, σε επαφή μαζί της μέσω της πρεσβείας τους στη Βέρνη. Χρέη μεσάζοντος εκτελεί ο Teodor Sipkov, πρόσωπο του αμέσου περιβάλλοντος του τσάρου Φερδινάνδου. Οι Γερμανοί διατηρούσαν έναν δεύτερο δίαυλο επικοινωνίας με έναν Αμερικανό παρατηρητή, ονόματι George Herron. Η όλη υπόθεση αποκαλύφθηκε από την Washington Post. Τον Ιούνιο, οι Βρετανοί υπολογίζουν σε μια εξέγερση του Βουλγαρικού λαού, εάν όχι και σε κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και η τελική ευθυγράμμισή τους με την σχεδιαζόμενη επίθεση  του Franchet d’ Espèrey.¹⁹ Από τη δική τους πλευρά, Γάλλοι, Ιταλοί και Βαλκάνιοι είναι ιδιαίτερα σκεπτικοί και επιφυλακτικοί. Ειδικότερα, φοβούνται τους Βούλγαρους. Τους θεωρούν ειδήμονες στον τομέα της μηχανορραφίας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Stephen Pichon, τυγχάνει να γνωρίζει προσωπικά τον Φερδινάνδο. Δεν τρέφει καθόλου εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Vittorio Emanuele Orlando, είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικός: H Βουλγαρία “είναι η πιο αναξιόπιστη χώρα αυτού του πολέμου. Λίγο δύσκολο, βέβαια, με την παρουσία της Γερμανίας στο πλευρό της. Πέρα ως πέρα αληθινό, ωστόσο”. Προσηλωμένος στον στόχο, δηλαδή τη θέση της Βουλγαρίας εκτός του συνασπισμού των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Robert Cecil, είναι της άποψης πως οι Σύμμαχοι οφείλουν να δείξουν κάποιου είδους κατανόηση προς αυτήν. Προβαίνει, επομένως, σε έναν διαχωρισμό μεταξύ ηθικής και πολιτικής (“Ο δόλιος χαρακτήρας του βασιλέα δεν πρέπει να μας τυφλώνει”). Αντίθετα, ο Pichon είναι της άποψης πως, των όποιων διαπραγματεύσεων, οφείλει να προηγηθεί μια στρατιωτική ήττα.²º
Την ίδια την ημέρα εκδήλωσης της Συμμαχικής επίθεσης (15 Σεπτεμβρίου), η πρεσβεία της Ισπανίας στο Παρίσι διεμήνυσε πως ήδη από τις 9 του ιδίου μήνα, η κυβέρνηση της Σόφιας είχε εκφράσει επιθυμία για έναρξη διαπραγματεύσεων στη Βέρνη, με αντικείμενο την ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου. Ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Jules Cambon, γενικού γραμματέα του υπουργείου Εξωτερικών, συστήνει προσοχή (“Η πρόταση αυτή είναι πιθανό να υποκρύπτει προσπάθεια έναρξης διαπραγματεύσεων”).²¹ Η καθυστέρηση διαβίβασης όλων των παραπάνω έμμεσων πληροφοριών, σε συνδυασμό με την ταχύτατη εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, κατέστησαν ανενεργά τα όποια ανοίγματα. Οι ρυθμοί είναι φρενήρεις, σε βαθμό που προκαταλαμβάνουν κι αυτό, ακόμη, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο.
Πράγματι, στις 26 Σεπτεμβρίου, στον βρετανικό τομέα της Στρώμνιτσας, παρουσιάστηκε ένας Βούλγαρος αξιωματικός. Ήταν κομιστής ενός μηνύματος από τον ανώτατο διοικητή, στρατηγό Todorov, ο οποίος ζητούσε 48ωρη αναστολή των εχθροπραξιών, που θα επέτρεπε την αποστολή δυο επίσημων εκπροσώπων, εξουσιοδοτημένων για έναρξη διαπραγματεύσεων. Ο  Franchet d’ Espèrey δεν απέκλειε μια εξέλιξη αυτού του είδους. Διαπιστώνοντας, τρεις ημέρες νωρίτερα, τους ρυθμούς της Συμμαχικής προέλασης, είχε διαμηνύσει προς τους διοικητές των μονάδων της πρώτης γραμμής ότι έπρεπε να υποδεχθούν ενδεχόμενους απεσταλμένους του αντιπάλου, δίχως, ωστόσο, να μειώσουν την στρατιωτική πίεση. Φοβούμενος μήπως επρόκειτο για ενέργεια αντιπερισπασμού με στόχο τη διασφάλιση πολύτιμου χρόνου, ο οποίος θα επέτρεπε στους Βούλγαρους να ανασυνταχθούν, ο ανώτατος διοικητής του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης απάντησε, στις 27, προς τον Todorov, μέσω του ιδίου μεσάζοντα, πως, με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πλήρη εξέλιξη, δεν ήταν δυνατό να συναινέσει σε αναστολή εχθροπραξιών, πόσο μάλλον σε υπογραφή ανακωχής. Πρόσθεσε όμως, ότι θα υποδεχόταν με τον προσήκοντα σεβασμό τους δυο εντεταλμένους της Βουλγαρικής κυβέρνησης. “Δεν έχουν παρά να παρουσιαστούν μπροστά από τις βρετανικές γραμμές”.²²
Ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν την ίδια ημέρα και σε άλλους τομείς του μετώπου. Έλληνες διοικητές μονάδων υπήρξαν αποδέκτες μηνυμάτων με το ερώτημα εάν και κατά πόσο η Βουλγαρική πρωτοβουλία της προηγουμένης είχε γίνει αποδεκτή. Ταυτόχρονα, καταφθάνει στη Θεσσαλονίκη μέσω της διπλωματικής οδού, ένα αίτημα εκ μέρους της κυβέρνησης της Σόφιας περί διαμεσολάβησης των ΗΠΑ. Συντάκτης είναι ο Robert Murphy, επιτετραμμένος της Αμερικανικής πρεσβείας στη βουλγαρική πρωτεύουσα. Το αίτημα αποστέλλεται στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να διαβιβασθεί, κατόπιν, στην Ουάσινγκτον. Πρόκειται για τη δεύτερη, κατά σειρά, έκκληση του πρωθυπουργού Malinov. Είχε προηγηθεί, στις 21 Σεπτεμβρίου, η αποστολή, προς όλους τους εμπολέμους, μιας πρότασης για ειρήνη καθώς και ένα αίτημα για μεσολάβηση των ΗΠΑ. Το τελευταίο στάλθηκε προς τον πρόεδρο Wilson, δια μέσου της Αμερικανικής πρεσβείας στη Βέρνη. Ο Malinov δεν έτρεφε αυταπάτες ως προς την τελική έκβαση των επιχειρήσεων. Είχε, προηγουμένως, ζητήσει ενημέρωση από τους στρατιωτικούς συμβούλους του. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον αποτρέψουν από το να καταθέσει τα όπλα, οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες και η Υψηλή Πύλη του υποσχέθηκαν, στις 22 του μηνός, την προσάρτηση της Δοβρουτσάς, την οποία ανέκαθεν διεκδικούσε η Βουλγαρία από τη Ρουμανία. Στις 25 Σεπτεμβρίου, αμέσως έπειτα από την απώλεια του Πρίλεπ, ο Malinov απηύθυνε προς τις ΗΠΑ νέα έκκληση. Συνοδευόταν από μια ένθερμη επιχειρηματολογία του Murphy, σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία εμφανιζόταν πως ευθύς εξαρχής είχε εναντιωθεί στο όλο πρόγραμμα της Γερμανίας, ειδικότερα δε έπειτα από τους λόγους του προέδρου Wilson, του οποίου οι αρχές “έχουν υιοθετηθεί άνευ επιφυλάξεων από το σύνολο του Βουλγαρικού λαού”. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Malinov ήταν η έμπρακτη απόδειξη! Ο Murphy υποστήριζε, δίχως να μπορεί να αποφύγει τις αντιφάσεις, πως “η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να θεωρεί ως διακοπείσες τις σχέσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις, από τη στιγμή που οι τελευταίες δεν είχαν εκπληρώσει τις δεσμεύσεις τους έναντι της Βουλγαρίας”. Ο καταπονημένος και άσχημα καθοδηγημένος αυτός λαός ήταν, πάντοτε και με όλη του την καρδιά, αφοσιωμένος στις ΗΠΑ (“have always at heart been with US”). Έπρεπε, επομένως, να αισθανθεί κάποιου είδους ικανοποίηση, πόσο μάλλον “από τη στιγμή που είναι έτοιμος να ακολουθήσει με ενθουσιασμό τη γραμμή της Αμερικής”. Προφανώς, η εν γένει στάση του Murphy ήταν εκείνη που έπεισε τον υπουργό Οικονομικών Liaptchev να του προτείνει να συνοδεύσει την επιτροπή ανακωχής.²³
Robert Daniel Murphy.
Ευθύς εξαρχής, οι δυνάμεις της Συνεννοήσεως διέβλεψαν στην πρωτοβουλία του Murphy ένα σχέδιο συνομολόγησης χωριστής ειρήνης με τη Βουλγαρία υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Επρόκειτο για μια προοπτική, την οποία απέρριπταν τόσο ο Clemenceau όσο και το Foreign Office, όπου ο Balfour και ο Cecil εκτιμούν πως “ο εν λόγω κατώτερος υπάλληλος παρενέβη στην υπόθεση των διαπραγματεύσεων δίχως να διαθέτει εξουσιοδότηση από τους προϊσταμένους του”. Αυτό ακριβώς διαβεβαίωσε την ίδια ημέρα ο επικεφαλής του State Department, Robert Lansing, προς τον πρέσβυ της Γαλλικής Δημοκρατίας στην Αμερικανική πρωτεύουσα, Jules Jusserand. Σύμφωνα με τα λεχθέντα του, ο Murphy ενεπλάκη αυτοβούλως, δίχως την παραμικρή οδηγία. Κατόπιν τούτου, η Κεντρική Υπηρεσία προχώρησε στην ανάκλησή του από τη Σόφια. Ενέργεια επιτακτική, προκειμένου να εξευμενιστούν οι Γάλλοι.²⁴ Όμως, πρόκειται για μια επίπληξη, η οποία έλαβε χώρα έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής με την Βουλγαρία. Η αλήθεια είναι πως ο πρόεδρος Wilson, μόλις πληροφορήθηκε το αίτημα της κυβέρνησης της Σόφιας, τηλεγράφησε προς τον Murphy τη σύμφωνη γνώμη του για μια Αμερικανική διαμεσολάβηση υπό όρους. Μεταξύ των όρων αυτών συμπεριλαμβάνονταν η πλήρης απόσυρση των Βουλγαρικών στρατευμάτων από τη Σερβία και η ελεύθερη χρήση του εδάφους της Βουλγαρίας από τους Συμμάχους για τη συνέχιση του πολέμου εναντίον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Το παραπάνω κρυπτογράφημα του Wilson έφτασε στον προορισμό του με καθυστέρηση και ενώ είχε, εν τω μεταξύ, υπογραφεί η πράξη της ανακωχής.²⁵
Αδιαφορώντας για τις παραπάνω ζυμώσεις, ο  Franchet d’ Espèrey υπέβαλε, προς έγκριση, στο Παρίσι τις προτάσεις του για ανακωχή. Συνάμα ζήτησε την αποστολή εξειδικευμένου προσωπικού για να μπορέσει να παρασύρει εκ νέου την, απαλλαγμένη πλέον από τον Βουλγαρικό κίνδυνο, Ρουμανία στον πόλεμο. Τη νύκτα της 27ης προς 28η Σεπτεμβρίου, ο Clemenceau τηλεγράφησε την πλήρη συναίνεσή του, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να τηρηθούν υπό έλεγχο στρατηγικής σημασίας σημεία. Συνέστησε την αποφυγή οποιασδήποτε συζήτησης γύρω από τη Ρουμανία.²⁶ Ως προς τη χώρα αυτή, στις 30 Σεπτεμβρίου στάλθηκε στο Ιάσιο ειδική αντιπροσωπεία υπό τον στρατηγό Berthelot.²⁷ Εκείνο, που προκαλεί εύλογα ερωτηματικά, είναι το περιεχόμενο ενός δευτέρου τηλεγραφήματος εκ μέρους του Clemenceau και αποδέκτη τον Franchet d’ Espèrey, με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου, όπου ο Γάλλος πρωθυπουργός επιφυλάσσεται να στείλει νέες οδηγίες κατόπιν συνεννοήσεως με τους υπόλοιπους Συμμάχους. Στο ίδιο τηλεγράφημα δεν παραλείπει να…συγχαρεί τον στρατηγό για την υπογραφή της ανακωχής και να τον ενημερώσει για την επικείμενη παρασημοφόρησή του!²⁸ Πρόκειται, πιθανότατα, για άλλοθι έναντι των Συμμάχων, καθώς η συναίνεση στις προτάσεις του  Franchet d’ Espèrey, δυο μέρες νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί δίχως τη συγκατάθεση των τελευταίων. Όπως και να έχει το ζήτημα, στη Θεσσαλονίκη τα πάντα ήταν έτοιμα όταν, στις 16.00 μ.μ. της 28ης Σεπτεμβρίου κατέφθασε η Βουλγαρική αντιπροσωπεία. Στελέχη της ήταν ο υπουργός Οικονομικών  Liaptchev, ο στρατηγός Lukov, διοικητής της ΙΙης Στρατιάς, ο πληρεξούσιος υπουργός Radev και δυο αξιωματικοί. Χρειάστηκαν μόλις τρεις συνεδριάσεις κατά την επόμενη μέρα, 29 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να συνταχθεί η τελική πράξη της ανακωχής. Υπογράφηκε στις 23.00 μ.μ. με έναρξη ισχύος την 30ή Σεπτεμβρίου 1918 στις 12 το μεσημέρι.²⁹
Θεσσαλονίκη, 28 Σεπτεμβρίου 1918. Άφιξη του στρατηγού Lukov.
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σφαιρικά. ³º Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι. Η όλη διαδικασία λειτουργούσε στη συνείδηση των Συμμάχων ως προπομπός των όσων ανέμεναν πως θα  ακολουθούσαν αργότερα, με τα σύμμαχα κράτη της Βουλγαρίας. Δεν ήταν, επομένως, προς το συμφέρον τους να δουν τις συνομιλίες να ναυαγούν από λάθος ή εξαιτίας επίδειξης αδιαλλαξίας. Αντίθετα, η ευόδωση των διαπραγματεύσεων πίστευαν ότι θα είχε μεταδοτική επίδραση πάνω στις κυβερνήσεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Αν μη τι άλλο, θα τις θορυβούσε. Κατά δεύτερο λόγο, το είδος των σχέσεων της διασυμμαχικής στρατιωτικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης με τις Βουλγαρικές αρχές δεν μπορούσε κατά κανένα τρόπο να αντιπαραβληθεί με το πνεύμα, το οποίο χαρακτήριζε τις διμερείς Γαλλο-Γερμανικές ή Αυστρο-Ιταλικές σχέσεις. Ενδεχομένως το κλιμα να ήταν πιο βεβαρυμένο εάν στις διαπραγματεύσεις συμμετείχαν εκπρόσωποι της Ελλάδας και της Σερβίας, κάτι που, όμως, δεν συνέβη τελικά. Η υποδοχή εκ μέρους του  Franchet d’ Espèrey είναι παραπάνω από τυπική. Στην εναρκτήρια παρέμβασή του δεν κρύβει την ικανοποίησή του για την επιλογή της Βουλγαρικής κυβέρνησης, υπογραμμίζοντας πως η στάση της τελευταίας υπήρξε ανέκαθεν “έντιμη έναντι των Γάλλων”. Αυτές οι φιλοφρονήσεις συνοδεύονταν, πάντως, και από απειλές: η Βουλγαρία δεν είχε άλλη επιλογή εάν επιθυμούσε να αποφύγει την εισβολή, την κατάληψη του εθνικού της εδάφους και την επιβολή μιας νέας κυβέρνησης. Βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος του νικητή. Η δευτερεύουσα συμβολή της στον πόλεμο επέτρεπε να της επιδειχθεί κάποιο είδος επιείκιας, μόνο και μόνο προκειμένου οι Σύμμαχοι να εξοικονομήσουν δυνάμεις αποφεύγοντας μια παράταση των εχθροπραξιών μαζί της. Κυρίως όμως, ο ανώτατος διοικητής του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης κάθε άλλο παρά ήταν διατεθειμένος να παρασυρθεί από την επιδέξια διαλεκτική των συνομιλητών του.
Πράγματι, ο Liaptchev ξεδίπλωσε ολόκληρη επιχειρηματολογία με επίκεντρο την επάνοδο της Βουλγαρίας σε καθεστώς ουδετερότητας. Η χώρα θα επέστρεφε στα προ του πολέμου σύνορά της, επιτρέποντας τη διάβαση από το έδαφός της των Συμμαχικών στρατευμάτων. Σκοπός ήταν, σε ένα δεύτερο στάδιο η πράξη της ανακωχής να μεταλλαχθεί σε πραγματική ανατροπή των συμμαχιών. “Πρακτικά, γινόμαστε σύμμαχοί σας”, υποστήριξε. Ο  Franchet d’ Espèrey διέκρινε την παγίδα. Η Βουλγαρία είναι ηττημένη και οφείλει να πληρώσει. Εάν επιθυμούσε ειλικρινά να τηρήσει στάση ουδετερότητας, για ποιό λόγο δεν το είχε πράξει πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου; Εξακολουθεί δε  να παραμένει στρατιωτική ζώνη. “Ούτε ουδέτεροι, ούτε σύμμαχοι. Είστε ηττημένοι”. Ο  Liaptchev αναγκάζεται να το παραδεχθεί. Οι διαπραγματευτικοί του ελιγμοί δεν θα τραβήξουν σε μάκρος. Το μόνο, που ενδεχομένως πέτυχαν, είναι κάποια ανεπαίσθητη μείωση τις πίεσης ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων της ανακωχής.
Όταν οι συνομιλίες στράφηκαν στο ζήτημα της αποστράτευσης και της άμεσης εκκένωσης των Σερβικών και Ελληνικών εδαφών,  ο στρατηγός Lukov ζήτησε την παραμονή υπό τα όπλα του συνόλου των μονάδων του Βουλγαρικού ιππικού. Ήταν ο μόνος τρόπος, υποστήριξε, προκειμένου η χώρα του να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο επίθεσης από τον Οθωμανικό στρατό, καθώς το τουρκικό επιτελείο είχε συγκεντρώσει δύναμη 100.000 ανδρών βορείως της Αδριανούπολης. Ειδάλλως, αργά ή γρήγορα, τις δυνάμεις αυτές θα καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι οι Σύμμαχοι. Από την άλλη πλευρά, μια πλήρης αποστράτευση και εκκένωση των Σερβικών εδαφών θα ενθάρρυνε Γερμανούς και Αυστριακούς να επεκτείνουν την κατοχή τους σε περιοχές, οι οποίες θα παρέμεναν άνευ προστασίας, καθώς τα Συμμαχικά στρατεύματα βρίσκονταν ακόμη σε μεγάλη απόσταση από αυτές. Πρόκειται για ένα επιχείρημα, το οποίο δεν στερείται λογικής. Ο Franchet d’ Espèrey αντέδρασε ακαριαία. Τρια σώματα Βουλγαρικού ιππικού θα παρέμεναν σε επιφυλακή πλησίον των συνόρων με την Τουρκία. Η ΧΙη Γερμανική Στρατιά, η οποία είχε πολεμήσει στο πλευρό των Βουλγάρων, επρόκειτο να αφοπλιστεί και να αιχμαλωτιστεί. Οι διπλωματικοί και προξενικοί υπάλληλοι της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, καθώς και όλοι οι υπήκοοι των δυο παραπάνω χωρών θα είχαν διορία τεσσάρων εβδομάδων, προκειμένου να αποσυρθούν. Πρόκειται για το άρθρο 7 της πράξης ανακωχής, το οποίο πλαισιώνεται από μια μυστική διάταξη: την πλήρη διακοπή κάθε είδους σχέσεων της Βουλγαρίας με τους μέχρι τούδε συμμάχους της. Πρόκειται για καλυμμένη διακοπή διπλωματικών σχέσεων, διχως να απαιτείται η ανάκληση των διαπιστευμένων εκπροσώπων.
Η παράδοση του πολεμικού υλικού ενεργοποίησε νέο γύρο θρήνων εκ μέρους του  Liaptchev, ο οποίος θεώρησε τις διατάξεις αυτές ως σκλήρυνση των όρων της ανακωχής, με συνακόλουθο τον κίνδυνο πρόκλησης ταραχών στη Σόφια και εισβολής της χώρας από τα στρατεύματα του Mackensen. Το όλο πρόβλημα τέθηκε με αφορμή την παράδοση, στους Έλληνες, του υλικού του, έγκλειστου στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας,  Δ΄ Σώματος Στρατού. Από το παραπάνω υλικό είχε παραμείνει στα χέρια των Βουλγάρων ο βαρύς οπλισμός. Ο  Franchet d’ Espèrey υπήρξε ανένδοτος και οι συζητήσεις περιορίστηκαν, μοιραία, στην επιλογή των σημείων εκείνων, κοντά στα σύνορα, όπου θα συντελείτο η παράδοση.
Μέλη της Βουλγαρικής αντιπροσωπείας. Στο κέντρο διακρίνεται ο Andrei Liaptchev.
Ένα θέμα, το οποίο απασχολούσε σοβαρά τους Βούλγαρους εντεταλμένους, ήταν η προοπτική μιας στρατιωτικής κατοχής της χώρας τους. Για τον  Franchet d’ Espèrey κάτι τέτοιο δεν ήταν αυτοσκοπός. Εκείνο, που τον ενδιέφερε ήταν η εξασφάλιση επιχειρησιακών βάσεων για τα Συμμαχικά στρατεύματα. Επομένως, συνόδευσε την κατ αρχήν απαίτηση περί στρατιωτικής κατοχής, με την απαρίθμηση των μέτρων εκείνων, τα οποία θα καθιστούσαν την τελευταία λιγότερο επαχθή. Συγκεκριμένα, επικέντρωσε την πίεσή του στην πλήρη θέση υπό έλεγχο του σιδηροδρομικού δικτύου καθώς και ορισμένων σημείων της Βουλγαρικής επικράτειας με στρατηγική αξία. Στόχος ήταν η διασφάλιση της δυνατότητας διάβασης των Συμμαχικών στρατευμάτων προς βορρά και προς ανατολάς, καθώς και η απρόσκοπτη μεταφορά τους δια μέσου της χώρας. Ο διπλωμάτης Radev πρότεινε απλή άσκηση ελέγχου επί του σιδηροδρομικού δικτύου. Δίχως να απορρίψει την προοπτική της κατάληψης των στρατηγικών σημείων από τους Συμμάχους, ζήτησε να εξαιρεθεί η Ελλάδα από το μέτρο αυτό. Ο   Franchet d’ Espèrey αρνήθηκε μια διάκριση τέτοιου είδους. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, που έδειξε να χάνει την αυτοκυριαρχία του. Πόσο μάλλον που το συγκεκριμένο επιχείρημα του Radev πλαισιώθηκε από τον ελιγμό να εμφανιστεί η Βουλγαρία ως ουδέτερη. Ο ανώτατος διοικητής του Θεάτρου της Θεσσαλονίκης δήλωσε πως οι Σύμμαχοι είναι “ένα σύμπλεγμα ελεύθερων λαών” και όχι “μια συμμορία δουλοπρεπών” όπως οι Κεντρικές Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, Έλληνες και Σέρβοι θα συμμετείχαν επί ίσοις όροις στο ζήτημα της στρατιωτικής κατοχής.
Η ανακοίνωση της ανακωχής στο γαλλικό τύπο
Το όλο θέμα αναβλήθηκε για την απογευματινή συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου. Ο λόγος ήταν η αναζήτηση μιας φόρμουλας, υπό την μορφή μιας μυστικής προσθήκης στο τελικό κείμενο, που να καθησυχάζει τους φόβους των Βουλγάρων για ξέσπασμα εσωτερικών ταραχών ή, ακόμη, και για μια δυναμική αντίδραση εκ μέρους της Γερμανίας. Στη δημοσιοποιημένη σύμβαση δεν θα γινόταν χρήση του όρου  “στρατιωτική κατοχή”, παρά το γεγονός ότι θα υπήρχε τέτοια κατοχή, περιορισμένη στα στρατηγικά σημεία, ως εγγύηση για την πιστή εκτέλεση των συμβατικών δεσμεύσεων. Θα απαγορευόταν στις αρχές κατοχής η χρήση κατασταλτικών μέτρων ή το δικαίωμα προσφυγής σε αυθαίρετες επιτάξεις, με βάση μια διατύπωση, η οποία άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για διαφορετικές, μεταξύ τους, ερμηνείες. Στην πόλη της Σόφιας δεν επρόκειτο να επιβληθεί στρατιωτική κατοχή, παρά μόνο εφόσον το απαιτούσαν οι συνθήκες. Στο μυστικό παράρτημα της σύμβασης ανακωχής, απαριθμούνταν όλα τα δίκτυα συγκοινωνιών, επικοινωνιών και κοινής οφέλειας, τα οποία επρόκειτο να τεθούν υπό Συμμαχικο έλεγχο: οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, ταχυδρομεία, τηλεπικοινωνίες και δίκτυο ύδρευσης. Τα πλοία των Συμμάχων και των ουδετέρων κρατών θα  έκαναν ελεύθερη χρήση των λιμενικών εγκαταστάσεων (το σημείο αυτό συμπεριλήφθηκε στο μυστικό παράρτημα εξαιτίας της εγγύτητας με το τουρκικό μέτωπο). Ωστόσο, το κείμενο δεν προβαίνει σε λεπτομερείς περιγραφές: ο τρόπος χρήσης π.χ. των σιδηροδρόμων, του μακρόθεν σημαντικότερου από τα παραπάνω δίκτυα, θα αποτελούσε αντικείμενο μελλοντικών διαπραγματεύσεων με τις Βουλγαρικές αρχές. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύχθηκαν άσκοπες καθυστερήσεις στην όλη διαδικασία υπογραφής της ανακωχής, μιας πράξης, την οποία αποζητούσαν, σε τελευταία ανάλυση, αμφότερα τα μέρη.
Τηρουμένων των αναλογιών, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τη Βουλγαρία. Οι όροι της ανακωχής αποτελούσαν το λιγότερο, που μπορούσε να απαιτήσει κανείς από αυτήν. Το μελλον διαγραφόταν ανοικτό, καθώς τίποτε δεν προδιέγραφε, για την ώρα, τις προθέσεις των νικητών σχετικά με το περιεχόμενο της μελλοντικής Συνθήκης Ειρήνης, με εξαίρεση την αποκατάσταση των συνόρων με τη Σερβία και με την Ελλάδα, έτσι όπως αυτά είχαν πριν από την παρέμβαση της Βουλγαρίας στον πόλεμο. Κατά τα άλλα, η ανακωχή ήταν στρατιωτικής και μόνο φύσεως. Επιπρόσθετα, η γεωπολιτική της αξία, μόνο πλεονεκτήματα της εξασφάλιζε προς ανατολάς. Οι Σύμμαχοι προσέβλεπαν στη χρήση του εδάφους της. Δεν είχαν ανάγκη από την ίδια. Η χρήση αυτή ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί δίχως την ενεργό συνδρομή της χώρας, εάν χρειαζόταν δε, ακόμα και ενάντια στη θέλησή της. Το ίδιο, ουσιαστικά, είχαν πράξει τρία χρόνια νωρίτερα οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες, αντικειμενικός στόχος των οποίων ήταν ο πλήρης έλεγχος των δυο στρατηγικής σημασίας οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων προς βορρά (Ρουμανία) και προς τα νοτιοανατολικά (Κωνσταντινούπολη). Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι του συνασπισμού της Συνεννοήσεως επέδειξαν ανάλογη μετριοπάθεια. Ο Αλέξανδρος της Σερβίας και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέστησαν σαφές προς τον  Franchet d’ Espèrey πως δεν σκόπευαν να επιμείνουν σε μια στρατιωτική κατάληψη της Σόφιας, αλλά ούτε και να συμμετάσχουν στον έλεγχο των στρατηγικών σημείων.³¹ Άλλωστε, αυτή ήταν και η επιθυμία του στρατηγού, παρά τις δηλώσεις του περί ισότιμης συμμετοχής των Συμμάχων. Το συμφέρον καθώς και η κοινή λογική υπαγόρευαν ότι η Βουλγαρία δεν έπρεπε να υποστεί άσκοπη ταπείνωση πληρώνοντας το τίμημα της ήττας. Το Παρίσι εξέπεμπε στο ίδιο μήκος κύματος. Ο Clemenceau τηλεγράφησε προς τη Θεσσαλονίκη πως η ελληνική στρατιωτική παρουσία έπρεπε να περιοριστεί στα εδάφη εκείνα, τα οποία ανήκαν προπολεμικά στην Ελλάδα. Το ίδιο θα ίσχυε, αντίστοιχα, και για τους Σέρβους. Ο  Franchet d’ Espèrey ήταν εκείνος, ο οποίος θα όριζε τις συνθήκες της στρατιωτικής κατοχής του υπόλοιπου εδάφους, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά στρατεύματα ανήκοντα στη Συνεννόηση. Μόνο έτσι ήταν δυνατό να αποσοβηθούν εθνοτικές συγκρούσεις, αλλά και μια αρνητική αντίδραση της Βουλγαρικής κοινής γνώμης σε βάρος των Συμμάχων. “Εννοείται πως δεν πρέπει σε καμία στιγμή και με κανένα τρόπο να παρέμβετε στις εσωτερικές υποθέσεις της Βουλγαρίας, παρά μόνο αν κάτι τέτοιο θεωρηθεί απαραίτητο για στρατιωτικούς λόγους”, συνέχιζε το τηλεγράφημα. Αλλά ακόμα και ως προς αυτό, το Παρίσι έπρεπε να τηρηθεί ενήμερο εγκαίρως.³² Με άλλα λόγια, ο Clemenceau εξουδετέρωνε προληπτικά οποιαδήποτε ενδεχόμενη πρόθεση του στρατηγού να συμπεριφερθεί ως ανθύπατος. Ούτε ήταν σκοπός να προκριθεί το πολιτικό μέλλον της χώρας. Οι Σύμμαχοι δεν επιθυμούσαν να εκμεταλλευθούν προς όφελός τους τις υπάρχουσες ενδοκυβερνητικές τριβές. “Στόχος μας δεν είναι να προκαλέσουμε μια επανάσταση, ούτε καν ταραχές, αλλά ούτε και να προωθηθούμε περισσότερο εντός της Βουλγαρικής επικράτειας”³³. Απόλυτα κατανοητό εφόσον το ζητούμενο ήταν απλώς η χρήση του εδάφους της για περαιτέρω επιχειρήσεις προς τα βόρεια και τα νοτιοανατολικά. Τελικά, οι ίδιοι οι Βούλγαροι διευκόλυναν τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια της κρίσιμης μεταβατικής περιόδου. Ο τσάρος Φερδινάνδος, αφού προηγουμένως εξέτασε το ενδεχόμενο ενός πραξικοπήματος με τη συνδρομή της Γερμανίας, παραιτήθηκε από το αξίωμά του στις 3 Οκτωβρίου, προς όφελος του διαδόχου Βόριδος του Γ΄. Πρόκειται για μια ενέργεια, η οποία επέφερε κάποια εκτόνωση στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνταγματάρχη Trousson, ο οποίος είχε σταλεί στη Σόφια προκειμένου να επιβλέψει την ορθή εφαρμογή των όρων της ανακωχής, όσον καιρό ο πόλεμος εμαίνετο στα σύνορα της χώρας, κυρίως δε όσο τα γερμανικά στρατεύματα δεν είχαν εκκενώσει πλήρως το Βουλγαρικό έδαφος, η κατάσταση παρέμενε ρευστή: “Οι Βούλγαροι παλινδρομούν ανάμεσα στον φόβο που τους εμπνέουν οι Γερμανοί και τη διάθεση να συγχωρεθούν από την Αντάντ”.³⁴ Εξ ου και η αμοιβαία σχετική ευκαμψία, η οποία διέκρινε τις διμερείς γαλλο-βουλγαρικές σχέσεις, τόσο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο και κατά τις αμέσως επόμενες εβδομάδες. Πάντως, ο χρόνος κυλά εις βάρος της Βουλγαρικής πλευράς, η οποία δεν διαθέτει απολύτως καμιά εναλλακτική λύση. Αντίθετα, τίποτα δεν εμποδίζει τους Συμμάχους από το να επιβάλλουν έναν ακόμα πιο ανισομερή    συσχετισμό δυνάμεων. “Θα μπορούμε να επανέλθουμε δριμύτεροι αργότερα” επισημαίνει ο  Franchet d’ Espèrey την επομένη της υπογραφής της ανακωχής.³⁵

Salonika – Away from the Western Front


Αναμνηστικό γραμματόσημο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1968 τιμώντας την πεντηκοστή επέτειο της υπογραφής της ανακωχής της Θεσσαλονίκης.
Εκείνο που επείγει, για την ώρα, είναι η άμεση επαναλειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Νίς-βουλγαροτουρκικής μεθορίου μέσω Σόφιας και Αδριανούπολης στον βορρά και μέσω Θεσσαλονίκης στο νότο. Τα παραπάνω, βεβαίως, με την προοπτική μιας επίθεσης κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Θράκη, με ανάπτυξη χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων καθώς και τη δημιουργία μιας βάσης ανεφοδιασμού και αποβίβασης στρατευμάτων στο λιμάνι του Δεδεαγάτς. Η Τουρκία θεωρείται εύκολος αντίπαλος, ευρισκόμενη στα όρια αντοχής. Όμως, αυτό ισχύει στο μέτωπο της Εγγύς Ανατολής, όπου οι Βρετανοί ασκούν τον πλήρη έλεγχο. Έχουν εκχωρήσει στους Γάλλους την αρμοδιότητα των διαπραγματεύσεων με τη Βουλγαρία με λευκή επιταγή. Θεωρούν αυτονόητη μια αμοιβαιότητα στο ζήτημα της υπογραφής ανακωχής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να επισημάνουμε την υπέρμετρη ματαιοδοξία των αξιώσεών τους. Πρόκειται για κάτι, που θα ενεργοποιήσει την ανάγκη δημιουργίας μιας ενοποιημένης Συμμαχικής στρατιωτικής διοίκησης. Το όλο πρόβλημα θα εξομαλυνθεί στα υπόλοιπα μέτωπα εν όψει της ανακωχής με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Θα τεθεί, πάντως, με αφορμή τις αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις, που θα οδηγήσουν στην υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου.
Μπορεί η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η κεντρική διοίκηση να βρίσκονται στην ευρωπαϊκή Τουρκία, σε εξάρτηση, τρόπον τινα, από το Βαλκανικό Μέτωπο, όμως ο πόλεμος, τον οποίο διεξάγει νικηφόρα ο στρατηγός Allenby, συνεπικουρούμενος από τον αραβικό στρατό του πρίγκηπα Fayçal, λαμβάνει χώρα στα ασιατικά εδάφη της αυτοκρατορίας. Εκεί ασκείται η αποφασιστική πίεση σε βάρος της Υψηλής Πύλης. Ωστόσο, η Συρία βρίσκεται μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Με την απόσυρση δε της Βουλγαρίας από τον πόλεμο, η πρωτεύουσα βρίσκεται ξαφνικά υπό την άμεση απειλή της Συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής. Μια απειλή, που πρέπει να λάβει σάρκα και οστά μέσω μιας επίθεσης ικανής, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Clemenceau στις οδηγίες της 7ης Οκτωβρίου προς τον Franchet d’ Espèrey “να απομονώσει την Τουρκία και να την εξαναγκάσει, με τη σειρά της, σε υπογραφή ανακωχής”.³⁷ Συνεπώς, τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και εκτέλεσης, η όλη επιχείρηση ενέπιπτε στην αρμοδιότητα των Γάλλων, κατά το πρότυπο εκείνης της Μακεδονίας. Πέραν από τα Γαλλικά, Σερβικά, Ελληνικά και Ιταλικά στρατεύματα, ο  Franchet d’ Espèrey ασκεί την ανώτατη διοίκηση και επί των τριών Βρετανικών Μεραρχιών του στρατηγού Milne. Με τη διαταγή, την οποία εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου, ο διοικητής του μετώπου διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος από τις  Βρετανικές δυνάμεις στον Σερβικό τομέα των επιχειρήσεων. Αντίθετα, στο νεοπαγές Μέτωπο της Θράκης, πέραν από την 122α Γαλλική Μεραρχία Πεζικού, μεταφέρθηκε μόνο μια αντίστοιχη Βρετανική (η 22α). Το γενικό πρόσταγμα ανήκε εκ νέου στους Γάλλους και συγκεκριμένα στον στρατηγό Anselme.³⁸ Αποστολή του τελευταίου, ήταν ο από ξηράς έλεγχος της εισόδου των Στενών και της Θάλασσας του Μαρμαρά, ενόψει μιας προώθησης του Συμμαχικού στόλου έως την Κωνσταντινούπολη. “Πρόκειται για μια επιχείρηση, που προβλέπεται να τραβήξει σε μάκρος”, εκτιμούν στο Παρίσι.³⁹ Όταν, ξαφνικά, έφτασε από τη γαλλική πρωτεύουσα η διαταγή, που ανέθετε τη διοίκηση του Θρακικού Μετώπου στον στρατηγό Milne, με όλα τα απαραίτητα μέσα ούτως ώστε να φέρει εις πέρας την επίθεση. Πρόκειται για μια απόφαση, που υπαγορεύτηκε από πολιτικά κριτήρια και έναντι της οποίας ο  Franchet d’ Espèrey δεν μπορούσε να πράξει το παραμικρό, παρά μόνο να εκφράσει την εκτίμηση ότι μια αλλαγή διοίκησης του είδους αυτού “θα καθυστερούσε μοιραία την εκτέλεση του όλου σχεδίου”.⁴⁰ Ελήφθη από τις κυβερνήσεις των τριών χωρών της Συνεννοήσεως και μέσω αυτής επιβεβαιώνεται η πρωτοκαθεδρία της Βρετανίας στους κόλπους του συνασπισμού, σε οτιδήποτε άπτεται των υποθέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μεταξύ 6 και 9 Οκτωβρίου 1918 συνήλθε στο Παρίσι το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο. Ο David Lloyd George κατέστησε σαφή την πρόθεσή του να αποσύρει από τα Βαλκάνια τα ευρισκόμενα υπό Γαλλική διοίκηση Βρετανικά στρατεύματα, ειδικότερα εκείνα, που προορίζονταν για τις επιχειρήσεις κατά της Κωνσταντινούπολης. Επρόκειτο για μια έκφραση δυσαρέσκειας καθώς, παρά τη σημαντική συμβολή τους στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης από τη διάνοιξη του τελευταίου, το 1915, και κατόπιν, και ενόψει της τελικής έκβασης, “ουδέποτε σχεδόν τα Βρετανικά στρατεύματα ελήφθησαν σοβαρά υπόψιν”. Ο Franchet d’ Espèrey είχε ενεργήσει περισσότερο ως πολιτικός και λιγότερο ως διοικητής ενός διασυμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, σε αντιδιαστολή με τον ομόλογό του Ferdinand Foch στο Δυτικό Μέτωπο. Ανάλογη θέση υποστήριξε και ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Sidney Sonnino σχετικά με την προέλαση των Γαλλικών στρατευμάτων εντός του Αλβανικού εδάφους. Η προέλαση αυτή προσέβλεπε σε πολιτικά οφέλη, από τη στιγμή που, από επιχειρησιακής απόψεως, ο συγκεκριμένος τομέας του μετώπου είχε από κοινού συμφωνηθεί ότι ανήκε στη δικαιοδοσία των Ιταλών. Έχοντας αιφνιδιαστεί από τη διπλή επίθεση, την οποία υπέστη, ο Clemenceau υπαναχώρησε, υποστηρίζοντας πως η επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν παρά “ένα απλό σχέδιο ευρισκόμενο σε προκαταρκτικό στάδιο”, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ενεργοποιηθεί εφόσον δεν έχαιρε της ομόφωνης στήριξης των τριών κυβερνήσεων, τέλος, πως ήταν πολύ εύκολο να εγκαταλειφθεί.
Υπό τις παραπάνω, επομένως, συνθήκες συντάχθηκε το περίφημο τηλεγράφημα, το οποίο προέβλεπε τη συγκέντρωση των Βρετανικών στρατευμάτων στη Θράκη, την ανάθεση της διοίκησης του τομέα στον στρατηγό Milne και την απόσυρση των Γαλλικών δυνάμεων από το Αλβανικό έδαφος. Στο εξής, τον πρώτο λόγο στην Ανατολή θα έχουν οι Βρετανοί, στον Βορρά οι Γάλλοι και στη Δύση οι Ιταλοί.⁴¹ Πρόκειται για μια λογιστική αναπροσαρμογή, η οποία δικαίωνε τη Μεγάλη Βρετανία.  Επιπρόσθετα ενίσχυε την εξίσου δίκαιη προσδοκία της να είναι εκείνη, που θα διαπραγματευόταν, εξ ονόματος των Συμμάχων, τους όρους της ανακωχής με τους Οθωμανούς. Τέλος, ενίσχυε την εικόνα της και ως ναυτικής δύναμης. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι τουρκικές βολιδοσκοπήσεις για σύναψη ανακωχής προήλθαν τελικά από τη θάλασσα και όχι από την ξηρά, όπως αναμενόταν.
Το HMS Agamemnon, επί του οποίου υπογράφηκε η ανακωχή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον όρμο του Μούδρου.
Οι διατάξεις του αγγλο-γαλλικού συμφώνου του 1915, όριζαν, σε ό,τι αφορά τη διεύθυνση των ναυτικών επιχειρήσεων της Μεσογείου, πως ο ανώτατος διοικητής θα ήταν Γάλλος (επρόκειτο για τον ναύαρχο Gauchet, εγκατεστημένο στην Κέρκυρα), όπως, άλλωστε, και ο ομόλογός του για τις χερσαίες επιχειρήσεις, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Από το παραπάνω σχήμα εξαιρείτο το Αιγαίο Πέλαγος, το οποίο καταχωρίστηκε στους Βρετανούς (ναύαρχος Seymour, με έδρα τη Λήμνο)⁴². Συνεπώς, οι Γάλλοι ήταν ιεραρχικά αρμόδιοι να υποδεχθούν, εκείνοι, τους απεσταλμένους της Υψηλής Πύλης και να διαπραγματευτούν μαζί τους για τις επιχειρήσεις σε ξηρά και θάλασσα. Όμως, αυτή η κατανομή ευθυνών δεν ανταποκρινόταν με τον πραγματικό συσχετισμό των ισορροπιών στο Αιγαίο. Στις 3 Οκτωβρίου, ο ναύαρχος Arthur Calthorpe διατάχθηκε από την κυβέρνηση του Λονδίνου να μεταβεί στον όρμο του Μούδρου, στη Λήμνο, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τους Τούρκους τους όρους της ανακωχής. Έφθασε επιτόπου δέκα ημέρες αργότερα, στις 13 του μηνός. Παρόλες τις διαμαρτυρίες του υπουργείου Ναυτικών και της κυβέρνησης, στο Παρίσι, οι Βρετανοί είχαν θέσει τους συμμάχους τους προ τετελεσμένου.
Στις 2 Οκτωβρίου 1918, λιγότερο από τρία εικοσιτετράωρα έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής με τη Βουλγαρία, επιχειρήθηκε, από την πλευρά της Υψηλής Πύλης, μια πρώτη (έμμεση) κρούση. Ο βαλής της Σμύρνης φαίνεται πως είχε βολιδοσκοπήσει τους Συμμάχους, προκειμένου να παραδώσει την πόλη. Αυτή, τουλάχιστον, υπήρξε η αρχική εκτίμηση του διαβήματος. Η πληροφορία είχε ως προέλευση την Αθήνα. Πρώτοι ενημερώθηκαν οι Ιταλοί, οι οποίοι έσπευσαν να την κοινοποιήσουν στους υπόλοιπους Συμμάχους. Ανάλογες φήμες έφτασαν στις 6 Οκτωβρίου από τη Λέσβο στη Θεσσαλονίκη. Δυο εκπρόσωποι του βαλή κατέφθασαν εκεί με μια ατμάκατο, φέρουσα λευκή σημαία. Ζήτησαν να οδηγηθούν, δίχως χρονοτριβή, στη ναυτική διοίκηση της Λήμνου και από εκεί στη Βρετανική πρεσβεία της Αθήνας. Ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην ελληνική πρωτεύουσα, Robert de Billy, επιβεβαιώνει το γεγονός στα κρυπτογραφήματα, που αποστέλλει προς το Παρίσι. Παραμένει, ωστόσο, επιφυλακτικός. Μήπως πρόκειται για κάποιου είδους σκευωρία; Ο φερόμενος ως εντολοδόχος, Rahmi μπέης, είναι ορκισμένος εχθρός του Μεγάλου Βεζύρη και πρώην υπουργού Εσωτερικών, Talaat. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η πρωτοβουλία του προσβλέπει σε δημιουργία κλίματος αμφισβήτησης στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο και (γιατί όχι) σε ανατροπή της κυβέρνησης Talaat. Ως βάση διαπραγμάτευσης προτείνει την απόσυρση από τα αραβικά εδάφη της Μέσης Ανατολής και από την Αρμενία, την επάνοδο στα τουρκο-βουλγαρικά σύνορα του 1911, την ελεύθερη ναυσιπλοία τα Στενά, όπου θα διατηρούνταν τα οχυρωματικά έργα.⁴⁴
Οι πραγματικοί όροι της ανακωχής συντάχθηκαν μεταξύ 6 και 9 Οκτωβρίου στο Παρίσι, από τους πρωθυπουργούς και υπουργούς Εξωτερικών των κρατών της Συνεννοήσεως.⁴⁵ Σε δυο περιπτώσεις, στις 6 και 8, ο Lloyd George ενημέρωσε τους συνομιλητές του για το διάβημα του Rahmi. Οι όροι, τους οποίους ο τελευταίος είχε προτείνει, απορρίφτηκαν ως απαράδεκτοι. Ουδεμία συνέχεια δόθηκε. Οι Σύμμαχοι δεν διαπραγματεύονταν με πρόσωπα μη εξουσιοδοτημένα. Ο σουλτάνος Mehmet ΣΤ΄, είχε διαμηνύσει, μέσω του ιδίου διαύλου επικοινωνίας, ότι, ουσιαστικα, δεν έθετε παρά δυο, μονάχα, όρους: την ανεξαρτησία της χώρας και τη διατήρησή του στον θρόνο.⁴⁶ Χρήσιμες ενδείξεις για τη συνέχεια, που, όμως, άπτονται της Συνθήκης Ειρήνης και όχι μιας απλής πράξης ανακωχής. Το ζητούμενο, για την ώρα, είναι η διακοπή των εχθροπραξιών, δίχως τη συμμετοχή (οφείλουμε να τονίσουμε) των ΗΠΑ. Όλοι οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν προκαταβολικά με δέος τη στιγμή, κατά την οποία ο Woodrow Wilson θα λάμβανε γνώση των μυστικών συμφωνιών της διετίας 1915-1917 περί μεταπολεμικού διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.⁴⁷ Στο κείμενο, που συνέταξε, και στο οποίο προσέδωσε τον χαρακτηρισμό του προσχεδίου, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο προσπέρασε με προσοχή τους παραπάνω σκοπέλους. Το κείμενο στάλθηκε προς  στρατηγούς και ναυάρχους για παρατηρήσεις επί του τεχνικού μέρους, προτού επιστρέψει στο Παρίσι για την τελική έγκριση. Συμπεριλάμβανε 25 άρθρα.⁴⁸
Η ποικιλία του περιεχομένου οφείλεται στην αχανή έκταση της Οθωμανικής επικράτειας. Οι διατάξεις ταξινομήθηκαν κατά γεωγραφική σειρά, ούτως ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή υπόνοια για υπεκφυγή του αντιπάλου από την εφαρμογή των όρων. Το όλο πνεύμα παραπέμπει, ωστόσο, στην ανακωχή, που είχε συναφθεί, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, με τη Βουλγαρία. Η άμεση διακοπή των εχθροπραξιών ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με την παράδοση των στρατιωτικών μονάδων της Μέσης Ανατολής και της Τριπολίτιδας, εκείνη των πολεμικών πλοίων (άρθρα 16, 18 και 6), την αποχώρηση των Οθωμανικών στρατευμάτων από την Περσία, τον Καύκασο και την Κιλικία (άρθρα 11 και 16), την γενική αποστράτευση με μέριμνα για την ασφάλεια των συνόρων και την τήρηση της δημόσιας τάξης (άρθρο 5), τέλος, την στρατιωτική κατάληψη στρατηγικής σημασίας θέσεων όπως τα οχυρά των Στενών και οι σήραγγες του Ταύρου (άρθρα 1, 7 και 10). Η συνέχιση του πολέμου με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες επιβάλλει το άνοιγμα των Στενών και την ελεύθερη ναυσιπλοία στην περιοχή (άρθρα 1-3), τη διάθεση των λιμένων, των ναυπηγείων, των επικοινωνιών (τηλέγραφος και ασύρματος), την παράδοση του συνόλου του οπλισμού και εν γένει του πολεμικού υλικού, των υποδομών ανεφοδιασμού σε καύσιμα καθώς και των αποθεμάτων σε τρόφιμα (άρθρα 8, 9, 13, 14, 20 και 21). Όλοι οι υπήκοοι των Κεντρικών Αυτοκρατοριών έπρεπε να απελαθούν δίχως χρονοτριβή. Η Υψηλή Πύλη όφειλε να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με τους μέχρι τούδε συμμάχους της (άρθρα 19 και 23). To Σύμφωνο Ανακωχής προέβλεπε την άμεση αποφυλάκιση των αιχμαλώτων πολέμου, όχι όμως των Τούρκων (άρθρα 4 και 22), καθώς και εκείνη των Αρμενίων εγκλείστων. Σε περίπτωση εκδήλωσης ταραχών μέσα στην ίδια την Αρμενία, οι Σύμμαχοι θα προέβαιναν στην άμεση στρατιωτική της κατάληψη (άρθρα 4 και 24). Στις 2 Νοεμβρίου, τρεις μέρες μετά την υπογραφή, ο Βενιζέλος ζήτησε να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των υπό απελευθέρωση πληθυσμών οι Έλληνες των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, κατόπιν πιέσεων της Γερμανίας, είχαν απελαθεί στα βάθη της Ανατολίας. Η συμπερίληψη της παραπάνω κατηγορίας στο κείμενο της τελικής πράξης δεν ήταν εφικτή εφόσον είχε προηγηθεί χρονικά η συνομολόγηση. Παρά ταύτα, οι διατάξεις της ανακωχής ίσχυσαν de facto και για τους Έλληνες απελαθέντες.⁴⁹
Ο έλεγχος των στρατηγικών θέσεων (Στενά, Ταύρος) διαθέτει μια διάσταση, η οποία ξεπερνά τη συγκυρία του πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να θέσουν υπό έλεγχο τη σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ των λιμένων Μπατούμ (Εύξεινος Πόντος) και Μπακού (Κασπία Θάλασσα). Με αυτή την προοπτική, προβλεπόταν η προώθηση Συμμαχικών στρατευμάτων και η στρατιωτική κατοχή των δυο αυτών περιοχών (άρθρα 12 και 15). Πρόκειται για έδαφος, το οποίο βρίσκεται εκτός τουρκικών συνόρων, κάτι που είχε επισημάνει προς το Foreign Office, ήδη από το 1916, και ο Sir Marc Sykes, τη στιγμή που υπέγραφε το γνωστό Σύμφωνο Sykes-Picot περί διαμελισμού της μεταπολεμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.⁵⁰ Οι Τούρκοι είχαν εκμεταλλευτεί προς όφελός τους τη γενικότερη αστάθεια, που επικρατούσε σε αυτά τα δυο περιφερειακά εδάφη της Ρωσικής επικράτειας. Με τη συνδρομή των Αζέρων, κατέλαβαν, τον Σεπτέμβριο του 1918, την πόλη του Μπακού προχωρώντας σε εκτεταμένες σφαγές εις βάρος των εκεί Αρμενίων. Την ίδια περιοχή εποφθαλμιούν και οι Βρετανοί. Πρόκειται για ιδανικό ανάχωμα κατά της επέκτασης, προς νότο, της κομμουνιστικής απειλής.⁵¹ Μια διατήρηση της Οθωμανικής στρατιωτικής παρουσίας επιτόπου, εξυπηρετούσε το όλο σχέδιο. Για το λόγο αυτό, παρά τη συμπερίληψη στην τελική πράξη της ανακωχής, ειδικής διάταξης περί εκκένωσης της εν λόγω περιοχής από τα τουρκικά στρατεύματα, η κυβέρνηση του Λονδίνου δεν επέμεινε προς μια τέτοια κατεύθυνση. “Πρέπει να μεταχειριστούμε την Τουρκία λιγότερο σκληρά από ότι τη Βουλγαρία”, δήλωσε στις 4 Οκτωβρίου ο λόρδος Robert Cecil. Η ερμηνεία του Βρετανού υφυπουργού Εξωτερικών κοινοποιήθηκε άμεσα στον Μούδρο, όπου βρισκόταν ήδη ο ναύαρχος Calthorpe, αλλά και στο Παρίσι, όπου ο υπουργός Εξωτερικών Pichon, επιχειρεί εις μάτην να εκμαιεύσει μια εκπροσώπηση της χώρας του στις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Στρατηγός Sir Charles Vere Townshend.Ναύαρχος Sir Somerset Arthur Gough-Calthorpe.
Στις 21 Οκτωβρίου, στον Μούδρο, έφτασε ένας νέος Τούρκος απεσταλμένος, ονόματι Tewfick μπέης. Συνοδευόταν από τον Βρετανό στρατηγό Sir Charles Townshend, ο οποίος, το 1916, είχε αιχμαλωτισθεί κατά τη διάρκεια της μάχης του Kut el Amara και ελευθερωθεί τώρα, ειδικά για την περίσταση. Δυο μέρες νωρίτερα, προτού αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη, είχε γίνει δεκτός σε ακρόαση από τον νέο πρωθυπουργό, Izzet πασά, πρώτιστη προτεραιότητα του οποίου ήταν να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις περί ανακωχής. Ο Townshend είχε επίσης συνάντηση με τον υπουργό Ναυτικών Reouf μπέη. Αμφότεροι εξέφρασαν την ευχή να δουν την ειρήνη να αποκαθίσταται. Φθάνοντας στον Μούδρο, ο Βρετανός στρατηγός και ο Τούρκος απεσταλμένος συναντήθηκαν με δυο Γάλλους αξιωματικούς: τον υποναύαρχο Amet και τον πλοίαρχο Laurens. Στις 22 Οκτωβρίου, ο Tewfick πήρε τον δρόμο της επιστροφής για την Κωνσταντινούπολη μέσω Χίου και Σμύρνης. Η εικόνα, την οποία περιέγραψε ήταν ήδη γνωστή στους Συμμάχους. Οι οθωμανικές αρχές επιθυμούσαν να απαλλαγούν από την κηδεμονία της Γερμανίας. Ήταν αποφασισμένες να απαγορεύσουν τη διέλευση των Στενών στις μονάδες του Γερμανικού πολεμικού στόλου, που ναυλοχούσαν στην Κωνσταντινούπολη, εγκλωβίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τις τελευταίες στον Εύξεινο Πόντο, πόσο μάλλον από τη στιγμή, που ο Συμμαχικός στόλος ετοιμαζόταν να διέλθει από τα Στενά.⁵³ Το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου έφθασαν στον Μούδρο οι πληρεξούσιοι της Υψηλής Πύλης για διενέργεια διαπραγματεύσεων. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας ήταν ο υπουργός Ναυτικών Reouf μπέης. Τον πλαισίωναν ο Rechad Hikmi, υφυπουργός Εξωτερικών, και ο συνταγματάρχης Saadullah μπέης, εκπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου.⁵⁴ Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν δίχως τη συμμετοχή των Γάλλων. Οι προσπάθειες των τελευταίων, μεταξύ 26 και 30 Οκτωβρίου, δεν ευοδώθηκαν. Η πληροφόρησή τους, ενόσω διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις, υπήρξε αποσπασματική. Ενημερώθηκαν για τους όρους της ανακωχής μόνο όταν, εκ των υστέρων, κλήθηκαν να συνυπογράψουν την τελική πράξη.⁵⁵
Στις 30 Οκτωβρίου 1918, ημέρα της υπογραφής, ο πρώτος από τους όρους της ανακωχής (διέλευση του Συμμαχικού στόλου από τα Στενά) υπαγορευόταν από στρατιωτικές σκοπιμότητες. Αντικειμενικός στόχος ήταν η εξουδετέρωση του Γερμανικού στόλου μέσα στη Μαύρη Θάλασσα. Ο τελευταίος αριθμούσε πέντε θωρηκτα τύπου Dreadnought, καθώς και το βαρύ καταδρομικό πρώην Goeben. Μαζί με τα πολεμικά του Οθωμανικού ναυτικού, που τα συνόδευαν, η όλη δύναμη ξεπερνούσε τις 20 μονάδες επιφανείας.⁵⁶ Ένας δεύτερος στόχος ήταν η διάνοιξη μιας οδού επικοινωνίας, δια θαλάσσης, με τη Ρουμανία. “Ωστόσο, τίθεται ένα θέμα γοήτρου, σχετικά με τη διέλευση των Στενών”, δήλωσε στις 30 Οκτωβρίου ο Clemenceau. Επιθυμία του Γάλλου πρωθυπουργού ήταν να εισέλθει ταυτόχρονα ο αγγλο-γαλλικός στόλος, και όχι, μάλιστα, ακολουθώντας τη βρετανική ναυαρχίδα. Η άφιξη και παρουσία του στόλου στην Κωνσταντινούπολη είχαν, επίσης, ύψιστη συμβολική σημασία. Παράλληλα, έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι απαραίτητοι κανόνες ασφαλείας.
Οι συνθήκες διάπλου των Στενών από τα πλοία του Συμμαχικού στόλου προσδιορίστηκαν την 1η Νοεμβρίου. Θα εφαρμόζονταν “οι στοιχειώδεις κανόνες προτεραιότητας, που ίσχυαν σε περίπτωση εμπλοκής με ναυτικές δυνάμεις του αντιπάλου”. Η πρόταση του Λονδίνου προέβλεπε τη διάβαση από τον βρετανικό στόλο. Ο γαλλικός, θα ακολουθούσε με μια ώρα διαφορά. “Αδικαιολόγητη καθυστέρηση”, υπήρξε η απάντηση από πλευράς Παρισιού, στις 6 Νοεμβρίου. Η διέλευση έπρεπε να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα και με σχηματισμούς ίσης δυναμικότητας, οι οποίοι να εγγυώνται την ασφάλεια του στόλου. “Η γαλλική σημαία πρέπει να κυματίζει στον Κεράτειο κόλπο δίπλα στην αντίστοιχη βρετανική”. Γεγονός πάντως είναι πως έως ότου ολοκληρωθεί, τελικά, η αποστρατικοποίηση και η στρατιωτική κατοχή των Δαρδανελλίων και της Θάλασσας του Μαρμαρά, ο πόλεμος στο δυτικό μέτωπο είχε τερματιστεί. Συνεπώς, η επικείμενη προώθηση του στόλου έως την Κωνσταντινούπολη προσλάμβανε διαστάσεις νικηφόρου ναυτικής παρέλασης.
Βρετανικά στρατεύματα στη σημαιοστολισμένη με την γαλανόλευκη Κωνσταντινούπολη.
Στις 12 Νοεμβρίου, υπό εξαιρετικές καιρικές συνθήκες και με ταχύτητα δεκαπέντε κόμβων, ο  στόλος εισήλθε στα Στενά, επευφημούμενος από τα Βρετανικά στρατεύματα, που είχαν προηγουμένως απασφαλίσει τα οχυρά και παραταχθεί κατά μήκος και των δυο ακτών. Το πρωί της επομένης, 13 Νοεμβρίου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Η κάθε χώρα του συνασπισμού της Συνεννοήσεως, (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) συμμετείχε με δύναμη τριών θωρηκτών, τα οποία διασκορπίστηκαν στον Βόσπορο. Ο υπόλοιπος στόλος, υπό ελληνική διοίκηση, αγκυροβόλησε μπροστά από τον σιδηροδρομικό σταθμό Haydarpaşa . Οι οθωμανικές αρχές υπέβαλαν τα σέβη τους στον ναύαρχο Calthorpe. Ακούγοντας τον τελευταίο να διευκρινίζει πως δεν εκπροσωπούσε παρά μόνο τη Μεγάλη Βρετανία, ο υπουργός Ναυτικών  Reouf μπέης έσπευσε να στείλει αντιπροσώπους και στους Γάλλο και Ιταλό ναυάρχους. Με την παραπάνω πρωτοβουλία, ο Calthorpe φρόντισε να αποσοβήσει εγκαίρως άσκοπες αντιπαραθέσεις μεταξύ Συμμάχων, που πήγαζαν από λόγους γοήτρου και μόνο. Παρά ταύτα, ο Γάλλος ναύαρχος Amet, τον οποίο η κυβέρνηση του Παρισιού αναγόρευσε σε Ύπατο Αρμοστή, δεν έκρυβε την καχυποψία του για τον Βρετανό συνάδελφό του (“η εν γένει διαγωγή του Calthorpe επιβεβαιώνει την πρόθεσή του να καταστήσει τη Μεγάλη Βρετανία ρυθμιστή των εξελίξεων στην Ανατολή”) αλλά ούτε και τον φθόνο του για τα μέσα, τα οποία ο τελευταίος είχε στη διάθεσή του: έναν υποναύαρχο, δυο ανώτατους διπλωμάτες και έναν δραγουμάνο. Το Παρίσι θα ανταποκριθεί άμεσα, στέλνοντας επιτόπου τρεις διπλωμάτες, έναν γενικό επιθεωρητή Οικονομικών, έναν μηχανικό του υπουργείου Δημοσίων Έργων, και έναν αντισυνταγματάρχη, με την ιδιότητα του διευθυντή της Régie des Tabacs, αποκαθιστώντας, έτσι, τη συνέχεια με την προπολεμική πραγματικότητα.⁵⁷ Η κυβέρνηση πράττει τα πάντα, προκειμένου να διασφαλιστεί μια ισοδύναμη παρουσία, ή, τουλάχιστον, να δοθεί η εντύπωση για κάτι τέτοιο. Το θέαμα δεν εγγυάται, ασφαλώς, την ισχύ. Το ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσο η ισχύς δύναται να αποστασιοποιηθεί από το θέαμα.

Blood & Oil: The Ottoman Empire Surrenders


Ο Jean-Claude Allain (Λίλλη 1934 – Παρίσι 2008), ειδικός της Σύγχρονης Ιστορίας, διετέλεσε Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Maine (1978-1989) και του Παρισιού (Université de Paris III – Sorbonne Nouvelle, 1989-2000), όπου διηύθηνε το ερευνητικό κέντρο Défense et diplomatie dans le monde contemporain (DDMC). Διετέλεσε μέλος της Γαλλικής και της Διεθνούς Επιτροπής Στρατιωτικής Ιστορίας (2000-2005). Κατά τα έτη 1984-1988 δίδαξε στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία Saint-Cyr – Coëtquidan. Από το 1989 έως τον θάνατό του υπήρξε αρχισυντάκτης των περιοδικών Guerres mondiales et Conflits contemporains και Relations internationales.
Εργογραφία του συγγραφέα              
Agadir 1911 : une crise impérialiste en Europe pour la conquête du Maroc, Université Paris I, coll. « Publications de la Sorbonne », « série internationale » no 7, Paris, 1976, X-471 σελ.
Joseph Caillaux 1. Le Défi victorieux : 1863-1914, Imprimerie nationale, coll. « Personnages », Paris, 1978, 537 σελ.
Joseph Caillaux 2. L’Oracle : 1914-1944, Imprimerie nationale, coll. « Personnages », Paris, 1978, 589 σελ.
Jean-Claude Allain, Pierre Guillen et Georges-Henri Soutou, Histoire de la diplomatie française. II, De 1815 à nos jours, Paris, Perrin, 2007, 636 σελ.
La Moyenne puissance au XXe siècle: recherche d’une définition, Paris, IHCC, 1989, 401 σελ.
Jean-Claude Allain (επιμ.) Présences et images franco-marocaines au temps du protectorat, Paris, l’Harmattan, 2003, 250 σελ.
Jean-Claude Allain (επιμ.) Représentations du Maroc et regards croisés franco-marocains, Paris, l’Harmattan, 2004, 270 σελ.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το άρθρο παρουσιάστηκε ως ανακοίνωση στο πλαίσιο διεθνούς επιστημονικού συμποσίου και δημοσιεύτηκε στα πρακτικά των εργασιών με τίτλο: “La France et les armistices de 1918 en Orient” στο (επιμ. Γιάννη Μουρέλου) La France et la Grèce dans la Grande guerre, Actes du colloque organisé par le Département d’ Histoire et d’ Archéologie de l’ Université Aristote de Thessalonique et l’ Institut d’ Histoire des Conflits contemporains, Paris, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 25-44.
Συντομογραφίες
SHD/Marine: Service Historique de la Défense, section Marine (Ναυτικά Αρχεία της Γαλλίας).
SHD/Armée de Terre: Service Historique de la Défense, section  Armée de Terre (Στρατιωτικά Αρχεία της Γαλλίας).
ΜΑΕ: Ministère des Affaires étrangères (Aρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας).
AFGG: Les armées françaises dans la Grande Guerre (η επίσημη ιστορία της γαλλικής στρατιωτικής συμμετοχής στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, έκδοση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης).
¹ ΜΑΕ, σειρά Υ, τόμος 13, Συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου της 2ας Ιουλίου 1918. Πρακτικά.
² SHD/Armée de Terre, σειρά 6N τόμος 204, φάκελος “Κωνσταντινούπολη”, 3 Αυγούστου 1918, αρ.4695-3. Βλ. επίσης Charles Villain, Les 4 armistices de 1918. Salonique, Moudros, Padoue, Rethondes, Παρίσι, 1968, κεφάλαια 1 και 2.
³ Ibid., 6N201, Φάκελος “Θεσσαλονίκη”, 5 Αυγούστου 1918, αρ. 4713-3 και 4726-3.
⁴ Ibid., 16Ν3026, Σημείωμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αρ. 12878, 6 Οκτωβρίου 1918.
⁵ Ibid., 6N201, Φάκελος “Θεσσαλονίκη”,, αρ. 2688-89, 2 Σεπτεμβρίου 1918.
⁶ Ibid., 6N204, Η μηνιαία έκθεση αρ. 6176 της 1ης Νοεμβρίου 1918, εκτιμά το δυναμικό των γαλλικών στρατευμάτων σε 182.000 άνδρες.
⁷ Ibid., 16Ν3147, αρ. καταχώρισης 19, έκθεση Guillaumat, 2 Οκτωβρίου 1918.
⁸ Ibid., 16Ν3026,  αρ.12913, 7 Οκτωβρίου 1918.
⁹ Ibid., 6N201, αρ.4714 της 5ης Αυγούστου και αρ.5001 της 6ης Σεπτεμβρίου 1918. Αναφορά στο χαμηλό, σχετικά, ηθικό υπάρχει και στις 11 Αυγούστου (αρ.4790) και 19 Αυγούστου 1918 (αρ.4859).
¹º Ιbid., 16Ν3147, αρ.5023, 9 Σεπτεμβρίου 1918 (απάντηση στο αρ.11849 με προέλευση το Παρίσι).
¹¹ AFGG, τόμος VIII-3,2, αρ. 910.
¹² Ibid., 6N201, αρ.5169, 23 Σεπτεμβρίου 1918. Βλ. επίσης Mermeix, Le commandement unique, τόμος Β’, Sarrail et les armées d’ Orient, Παρίσι, 1910, σελ. 148-158.
¹³ Ibid., 6N201, αρ.5097, 16 Σεπτεμβρίου 1918.
¹⁴ Ibid., αρ. 5112, 18 Σεπτεμβρίου 1918.
¹⁵ Ibid., αρ. 2867-71, 23 Σεπτεμβρίου 1918.
¹⁶ Ibid., αρ. 5169, 23 Σεπτεμβρίου, αρ. 5253, 1η Οκτωβρίου και 3013, 2 Οκτωβρίου 1918.
¹⁷ Ibid., αρ. 5169, 23 Σεπτεμβρίου, αρ. 5253, 1η Οκτωβρίου 1918.
¹⁸ Charles Villain, οπ.π., σελ.24.
¹⁹ ΜΑΕ, σειρά Α, τόμος 150, αρ.847 και 852, Βέρνη, 26 Ιουνίου 1918. Βλ. επίσης Victor S. Mamatey, “The U.S. and Bulgaria in World War I”, στο American Slavic and East European Review, τεύχος αρ. ΧΙΙ-2, Απρίλιος 1953, σελ. 242-250.
²º  Ibid., σειρά Υ, τόμος 13, Συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου της 2ας Ιουλίου 1918. Πρακτικά. Παρόμοια εκτίμηση του Pichon στο αρ. 1270, 3 Αυγούστου 1918 με προορισμό την Βέρνη, το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον, ΜΑΕ, σειρά Α, τόμος 150.
²¹  Ibid., σειρά Α, τόμος 150.
²² SHD/Armée de Terre, 16Ν3147, αρ. 5571, 23 Σεπτεμβρίου 1918 και 6Ν301, αρ.11736-2CH (πρωτότυπο και μεταφρασμένο), 28 Σεπτεμβρίου 1918.
²³ Ibid. και V. Mamatey, οπ.π., σελ. 252-253.
²⁴ Ibid., 4Ν76, Φάκελος “Διαπραγματεύσεις με Βουλγαρία”, αρ. 1162 και 1354, 2 Οκτωβρίου 1918. ΜΑΕ, σειρά Α, τόμος 150, 30 Σεπτεμβρίου 1918. Ο Clemenceau αρνείται τη συμμετοχή του Murphy στις διαπραγματεύσεις της Θεσσαλονίκης και προβαίνει σε σχετικό διάβημα διαμαρτυρίας προς την Ουάσινγκτον. O ίδιος ο Murphy στην αυτοβιογραφία του  Diplomat Among Warriors, αποσιωπά το εν λόγω επεισόδιο.
²⁵ V. Mamatey, οπ.π., σελ. 253-255. Σύμφωνα με τον συντασματάρχη House, ο  Franchet d’ Espèrey είχε εισηγηθεί τη συμμετοχή των ΗΠΑ στην στρατιωτική κατοχή της Βουλγαρίας, πρόταση, την οποία απέρριψε ο επικεφαλής του State Department, Robert Lansing.
²⁶ SHD/Armée de Terre, 4N76 Φάκελος “Βουλγαρία”, αρ. 12524-BS3, 27 Σεπτεμβρίου 1918.
²⁷ Ibid.,Φάκελος “Διαπραγματεύσεις με Βουλγαρία”, αρ. 12662-BS3, 30 Σεπτεμβρίου 1918.
²⁸ ΜΑΕ, σειρά Α, τόμος 150, 30 Σεπτεμβρίου 1918.
²⁹ SHD/Armée de Terre, 16Ν3147, αρ. 11755, 29 Σεπτεμβρίου, αρ. 5252, 30 Σεπτεμβρίου 1918. Τα ίδια έγγραφα βρίσκονται και στον φάκελο 6Ν201.
³º Ακολουθούμε πιστά το υπόμνημα που κατέθεσε στις 24 Οκτωβρίου 1918 ο  Franchet d’ Espèrey στο ibid., 16N3147, αρ. 2332-2CH. Το τελικό κείμενο της Σύμβασης Ανακωχής στάλθηκε τηλεγραφικά προς το Παρίσι στις 30 Σεπτεμβρίου 1918 με αρ. 5255 (φάκελος 6Ν201). Βλ. επίσης Livre Jaune. Guerre européenne, Δεκέμβριος 1918, Conventions d’ armistice.
³¹  Ibid., αρ. 11800-2, 1η Οκτωβρίου 1918.
³² AFGG, τόμος VIII-3,2, αρ. 1244, 30 Σεπτεμβρίου 1918.
³³ SHD/Armée de Terre, 16Ν3147, αρ. 11800-2, 1η Οκτωβρίου 1918.
³⁴ Ibid.,6Ν201, αρ. 12076-2CH, 13 Οκτωβρίου 1918.
³⁵ Ibid., 16Ν3147, αρ. 11800-2, 1η Οκτωβρίου 1918
³⁶ Ibid.,4N4 αρ. καταχώρισης 3 και ΜΑΕ, σειρά Υ, τόμοι 13 και 14.
³⁷ Ibid.,16N3026, αρ.12913, 7 Οκτωβρίου 1918.
³⁸ Ibid., 16Ν3147, αρ. 5346, 5 Οκτωβρίου 1918.
³⁹ Ibid.,6Ν201, δίχως αριθμό, 6 Οκτωβρίου 1918.
⁴⁰ Ibid., 16Ν3147, αρ. καταχώρισης 19, 9 Οκτωβρίου 1918 (αυτόγραφο κείμενο του  Franchet d’ Espèrey, σχετικά με το τροποποιηθέν σχέδιο δράσης).
⁴¹ MAE, σειρά Υ, τόμος 14 (fol. 85-91 και 128).
⁴² SHD/Armée de Terre, 4Ν76, Φάκελος “Ανακωχή με Τουρκία”, αρ. 10139, 10 Οκτωβρίου, αρ. 1729, 28 Οκτωβρίου 1918, SHD/Marine, SS-A29, αρ. 23827, 27 Οκτωβρίου 1918.
⁴³ SHD/Marine, SS-C95, αρ. 604, 8 Οκτωβρίου 1918, SHD/Armée de Terre, 6Ν201, αρ. 11918/2, 6 Οκτωβρίου 1918.
⁴⁴  ΜΑΕ, σειρά Α, τόμος 164, αρ. 390, 7 οκτωβρίου 1918.
⁴⁵ Ibid., σειρά Υ, τόμος 14 (δυσανάγνωστες φωτοτυπίες).
⁴⁶ Ibid., αρ. καταχώρησης 6 (fol. 134-140), 7 (fol.1020) και για τη σύντομη συνομιλία της 6ης Οκτωβρίου 1918 βλ. fol.75.
⁴⁷ Ibid., αρ. 1177, 4 Οκτωβρίου 1918.
⁴⁸ Ibid., με 21 διατάξεις (fol. 80-81 στα γαλλικά και fol. 129-130 στα αγγλικά). Με τις χειρόγραφες επιπρόσθετες διατάξεις της 9ης Οκτωβρίου 1918, στα αγγλικά, βλ. fol. 177-178 και AFGG, τόμος VIII-3,3, αρ. 1686 με τρεις κενές διατάξεις (12, 15 και 17).
⁴⁹ SHD/Armée de Terre, 4Ν3, Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, συνεδρίαση της 2ας Νοεμβρίου 1918, σύντομη συνομιλία μεταξύ Βενιζέλου και Clemenceau με αφορμή τη συζήτηση για την ανακωχή με την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
⁵⁰ Ibid., 4Ν76, αρ. 2593, 3 Νοεμβρίου 1918.
⁵¹ Anais Ter Minassian, “Indépendance et soviétisation des Républiques transcaucasiennes”, διάλεξη της 4ης Νοεμβρίου 1989, Bulletin de la société d’ histoire moderne, 17η σειρά, αρ.2, Ιούνιος 1990, σελ.6.
⁵² MAE, σειρά Υ, τόμος 14, Παρίσι προς Λονδίνο, 14 και 23 Οκτωβρίου 1918.
⁵³ SHD/Marine, SS-C95, αρ.1142 και 1145, 21 Οκτωβρίου 1918,  SHD/Marine, SS-Α45, αρ.9066Α, 24 Οκτωβρίου 1918.
⁵⁴ Ibid., SS-A29, αρ. 23901, 26 Οκτωβρίου 1918.
⁵⁵ Βλ. Jean-Claude Allain, “Le commandement unifié sur le front d’ Orient: théorie et pratique en 1918”, Guerres mondiales et Conflits contemporains, τεύχος αρ. 168, Οκτώβριος 1992, σελ. 37-50.
⁵⁶ SHD/Marine, SS-C114, αριθμός καταχώρισης 56, 10 Σεπτεμβρίου 1918.
⁵⁷ Ibid., αρ. καταχώρισης 58, 1η Νοεμβρίου 1918., SHD/Marine, SS-A29, αρ. 25229 και 25392, 6 Νοεμβρίου, SHD/Marine, SS-E156, Φάκελος “1918-1919”, Calthorpe προς Λονδίνο, 18 Νοεμβρίου 1918.
Μετάφραση από το πρωτότυπο: Γιάννης Μουρέλος

ΠΗΓΗ :http://clioturbata.com/category




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου