Πιέσεις δέχονται στο ξεκίνημα της εβδομάδας Αθήνα και Ρώμη, καθώς αυξάνονται οι αποδόσεις των ιταλικών και ελληνικών ομολόγων. Στην Ιταλία το πρόβλημα εντοπίζεται στις ευρωπαϊκές αντιδράσεις για τον ιταλικό προϋπολογισμό, ενώ στην Ελλάδα έχει ανοίξει το θέμα της έκθεσης των τραπεζών σε «κόκκινα» δάνεια. Οι εξελίξεις στον ευρωπαϊκό νότο απειλούν για άλλη μία φορά με ντόμινο τις ευρωπαϊκές οικονομίες και εντείνουν την αντιπαράθεση Ρώμης-Βρυξελλών.
Την περασμένη εβδομάδα οι φόβοι για νέα τραπεζική κρίση στην Ελλάδα ενισχύθηκαν απότομα με αποτέλεσμα την «μαύρη Τετάρτη» της 3ης Οκτωβρίου, στην διάρκεια της οποίας οι τραπεζικές μετοχές χτύπησαν «κόκκινο», συμπαρασύροντας τον έτσι κι αλλιώς αναιμικό γενικό δείκτη. Οι κινήσεις αυτές ήταν εν μέρει αναμενόμενες μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης και η κυβέρνηση τις απέδωσε σε κερδοσκόπους. Ανέδειξαν όμως το βασικότερο πρόβλημα του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα, το οποίο είναι το άνοιγμα των τραπεζών σε «κόκκινα» δάνεια.
Ένα πόδι πιο πέρα, στην ιταλική χερσόνησο, η επιμονή της νέας αντισυστημικής κυβέρνησης της Ιταλίας να προχωρήσει το δικό της εθνικό σχέδιο για την μείωση του κρατικού χρέους, έφερνε την Ρώμη σε αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες, πυροδοτώντας νέα άνοδο στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων και πτώση των μετοχών των ιταλικών τραπεζών.
Σαλβίνι και Ντι Μάιο πέρασαν στην αντεπίθεση, διαμηνύοντας ότι δεν πολυενδιαφέρονται για την άνοδο του spread των ιταλικών ομολόγων και εξαπέλυσαν πυρά κατά των Βρυξελλών, κατηγορώντας την Κομισιόν ότι οι δηλώσεις αξιωματούχων της αυξάνουν το κόστος δανεισμού για την Ιταλία. Ο ηγέτης της Λέγκας μάλιστα έκανε λόγο ακόμη και για αξίωση της Ρώμης για αποζημιώσεις από την ΕΕ.
«Πετάνε» τα ομόλογα
Και ο έτερος αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης όμως, ο επικεφαλής των Πεντάστερων Λουίτζι ντι Μάιο, επιτέθηκε στις Βρυξέλλες, αποκαλώντας σχεδόν ευθέως, «μελλοθάνατους» τα μέλη της Κομισιόν και επισημαίνοντας ότι σε έξι μήνες θα πάνε στα σπίτια τους, καθώς αυτή η Ευρώπη δεν θα υπάρχει. Ο ίδιος κατηγόρησε «το ευρωπαϊκό σύστημα και εκείνο των μέσων ενημέρωσης» ότι επιδιώκουν την πτώση της ιταλικής κυβέρνησης, η οποία, όπως συμπλήρωσε, παραμένει αρραγής και προσηλωμένη στους στόχους της.
Την ίδια ώρα οι αγορές εμφανίζονται επιφυλακτικές σχετικά με την αποτελεσματικότητα του ιταλικού σχεδίου, συνεπικουρούμενες κατά τους Ιταλούς και από την στάση της ΕΕ. Με το ξεκίνημα της εβδομάδας η απόδοση του δεκαετούς ιταλικού ομολόγου ανήλθε σε υψηλό τεσσεράμισι ετών, καθώς αυξήθηκε πάνω από 10 μονάδες βάσης, φτάνοντας στο 3,52%, το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2014. Παραλλήλως η απόδοση του διετούς τίτλου σημείωσε άλμα 22 μονάδων βάσης στο 1,56%.
Η διαφορά απόδοσης μεταξύ του ιταλικού και του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου (spread) διευρύνθηκε στις 304 μονάδες βάσης από τις 284 που έκλεισε αργά την Παρασκευή. Στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2017 υποχώρησε και η ιταλική χρηματιστηριακή αγορά, με τις τραπεζικές μετοχές να καταγράφουν την μεγαλύτερη πτώση.
Ιταλική καραμπόλα
Οι εξελίξεις στην Ιταλία επιδρούν αρνητικά και στα ελληνικά ομόλογα, αν και οι πιέσεις είναι προς το παρόν περιορισμένες, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς. Η απόδοση του δεκαετούς ενισχύθηκε πάντως, στο ξεκίνημα της εβδομάδας, κατά 0,67% ή τρεις μονάδες και έφτασε στο 4,54%.
Το χρηματιστήριο βρέθηκε επίσης στην μέγγενη των τραπεζικών πιέσεων, καταγράφοντας νέα πτώση. Σημειώνεται ότι μικρή άνοδο καταγράφουν και οι αποδόσεις των ισπανικών και πορτογαλικών ομολόγων, σε αντίθεση με τα γερμανικά που παρουσιάζουν σταθερότητα.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η αρχή έγινε πάλι από τις ΗΠΑ, όπου η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου εκτινάχθηκε στο υψηλότερο σημείο από το 2011 και διαμορφώθηκε στο 3,23%. Αποδίδουν μάλιστα αυτήν την αύξηση στις ισχυρές επιδόσεις που παρουσιάζει η αγορά εργασίας, οι οποίες ενισχύουν με την σειρά τους σενάρια για επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων. Σε κάθε περίπτωση διαμορφώνεται μία κατάσταση με έντονη αρνητική δυναμική, ειδικά για την αγορά χρέους του ευρωπαϊκού νότου.
Πιέσεις στην Αθήνα
Στους φόβους για μια νέα τραπεζική κρίση στην νότια Ευρώπη αναφέρθηκε και η Handelsblatt, συνδυάζοντας τις εξελίξεις στις δύο χώρες. Μάλιστα υψηλόβαθμος τραπεζίτης, την γνώμη του οποίου φιλοξενούσε, δήλωσε μεν ότι «προς το παρόν αντιμετωπίζουμε τα δύο αυτά περιφερειακά ζητήματα», ανέφερε δε ότι «οι επενδυτές είναι νευρικοί και η κατάσταση θα μπορούσε γρήγορα να κλιμακωθεί».
Σύμφωνα με την γερμανική οικονομική εφημερίδα, στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες είναι το πιστωτικό ρίσκο. Με βάση το δημοσίευμα, δάνεια ύψους 88,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσά που αντιστοιχούν περίπου στο 48% του συνολικού δανεισμού ή στο 50% του ελληνικού ΑΕΠ, δεν εξυπηρετούνται ή εκτιμούνται ως επικίνδυνα. Η Handelsblatt βέβαια επισημαίνει ότι για αυτό το αρνητικό αποτέλεσμα δεν φταίει μόνον η οκταετής ύφεση. Η «απροσεξία» των ελληνικών τραπεζών να χορηγούν δάνεια σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα με αμφίβολη φερεγγυότητα φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης, σύμφωνα με την γερμανική εφημερίδα.
Σε ανταπόκρισή της από την Ελλάδα, η ίδια εφημερίδα ανέφερε ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη επιβεβαιώσει επίσημα» τον τρόπο στήριξης των τραπεζών, και προχώρησε στην εκτίμηση ότι αυτό θα είναι ανάλογο «με το μοντέλο που είχε συμφωνήσει το 2016 η Ιταλία με την ΕΕ για την εξυγίανση του τραπεζικού της τομέα και το οποίο εφάρμοσε με επιτυχία».
Κρίνει ωστόσο ότι οι αναταράξεις στο χρηματιστήριο, τις οποίες η κυβέρνηση απέδωσε σε «κερδοσκόπους», είναι εξαιρετικά ανησυχητικές και εκτιμά ότι «η απώλεια εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες τρομάζει τους ξένους επενδυτές που χρειάζεται επειγόντως η χώρα». Την κατάσταση σε Ελλάδα και Ιταλία σχολίασε προσφάτως και η Wall Street Journal, σημειώνοντας ότι οι τράπεζες εξελίσσονται στην αχίλλειο πτέρνα του Νότου.
Η Ιταλία δεν «πωλείται»
Παρά τις πιέσεις των αγορών οι Ιταλοί υπερασπίζονται το εθνικό σχέδιό τους για την αντιμετώπιση του χρέους, με τον Ντι Μάιο να δηλώνει ότι «δεν υπάρχει σχέδιο Β» και τον Σαλβίνι ότι η Ιταλία δεν πωλείται.
Λίγη ώρα πριν την συνάντησή του με την Μαρίν Λεπέν και την ανακοίνωση κοινού μετώπου στις Ευρωεκλογές του 2019 ο Σαλβίνι αναφέρθηκε στα νέα επεισόδια της κόντρας με την ΕΕ, αλλά και στις εξελίξεις στην αγορά ιταλικών ομολόγων. Αφού επανέλαβε ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για έξοδο της Ιταλίας από το ευρώ, ο ηγέτης της Λέγκας εξέφρασε την ελπίδα οι οίκοι αξιολόγησης να είναι δίκαιοι στις αξιολογήσεις τους για την Ιταλία. Έστειλε όμως και πάλι το μήνυμα ότι η κυβέρνηση στην οποία μετέχει δεν θα ξεπουλήσει την Ιταλία.
«Ελπίζω ότι κανείς δεν θα δείξει προκατάληψη εναντίον της κυβέρνησής μας ή περίεργες προθέσεις» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε, εξίσου με νόημα, ότι οι εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν από κανέναν προκειμένου να αναγκαστεί η Ιταλία να «πουλήσει τα ασημικά της».
Ποια είναι όμως αυτά τα ασημικά που δεν είναι διατεθειμένη να ξεπουλήσει η αντισυστημική κυβέρνηση της Ρώμης; Σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί κατά καιρούς πρόκειται μεταξύ άλλων και για τις κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες ενέργειας Eni και Enel, την ασφαλιστική εταιρία Generali και τα ταχυδρομεία Poste Italiane.
Τι υπερασπίζονται οι Ιταλοί
Η κυβέρνηση Κόντε, την οποία στηρίζουν η Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, κατέθεσε από την αρχή ένα δικό της πρόγραμμα για την μείωση του κρατικού χρέους, το οποίο ουσιαστικά εξόριζε τις πολιτικές λιτότητας από την Ιταλία. Στόχος της νέας ιταλικής κυβέρνησης ήταν και είναι, να προχωρήσει σταδιακά στην μείωση του χρέους, χωρίς μέτρα πρόσθετης φορολόγησης και συρρίκνωσης των εισοδημάτων, τα οποία έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικά, όπως έδειξε καταφανώς το ελληνικό πείραμα.
Αντιθέτως, με την θέσπιση ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και την κατάργηση του ασφαλιστικού νόμου του 2011, οι Ιταλοί εκτιμούν ότι θα αυξήσουν την εσωτερική ζήτηση και μέσω της ανάπτυξης που αυτή επιφέρει θα μειώσουν εκ των πραγμάτων το ποσοστό του ελλείμματος και του χρέους επί του ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση Κόντε θέλει από την πρώτη στιγμή να αποφύγει τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας και να βασιστεί «στις δικές της δυνάμεις», όπως επαναλάμβανε συχνά στην αρχή του ξεσπάσματος της ελληνικής κρίσης ο Γιώργος Παπανδρέου. Σε αυτήν την προσπάθεια η Ρώμη έχει βέβαια έναν ισχυρό σύμμαχο: την εθνική αστική τάξη της Ιταλίας.
Οι βιομήχανοι του Βορρά, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην πραγματική οικονομία, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των περίπου εξήντα εκατομμυρίων Ιταλών έχει άμεσο αντίκτυπο στους ίδιους και τα συμφέροντά τους. Γνωρίζουν επίσης την ζωτική σημασία που έχουν, ειδικά στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, ο εθνικός χώρος και η δυνατότητα άσκησης εθνικής πολιτικής. Αυτά υπερασπίζεται ο «ακροδεξιός» Σαλβίνι.
Από την άλλη, η πλειονότητα των Ιταλών ξέρει και αυτή, μετά το ελληνικό δράμα, ότι οι πολιτικές λιτότητας και αποδόμησης του κοινωνικού κράτους όχι μόνον δεν μειώνουν το χρέος, αλλά οδηγούν σε μεγαλύτερη φτωχοποίηση τα λαϊκά στρώματα καθώς και σημαντικά τμήματα της μεσαίας τάξης. Αυτά υπερασπίζεται ο «λαϊκιστής» Ντι Μάιο.
Αυτές οι δύο πολιτικές προτάσεις, οι οποίες σε μια βιαστική ματιά θα φαίνονταν αντιφατικές, συγκλίνουν σε ένα πράγμα: Αντιστέκονται και οι δύο στην λιτότητα και στην συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας. Αποτελούν με απλά λόγια την εθνική-λαϊκή απάντηση των Ιταλών στις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης. Αυτό μπορεί να μην αρέσει στο «ιερατείο» των Βρυξελλών, καθιστά όμως την Ρώμη, ίσως την μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα στην οποία εξακολουθεί να παράγεται πολιτική τόσο στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, όσο και στο άλλο μεγάλο ευρωπαϊκό πρόβλημα, το μεταναστευτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου