Συνθήκη των Σεβρών (1920) Συνθήκη της Λωζάννης (1923)
Τον Σεπτέμβριο του 1918 ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο αργότερα σκάφη του ελληνικού στόλου εισέπλευσαν στον Κεράτιο Κόλπο. Το όνειρο που έτρεφε ο Ελληνισμός επί τεσσερισήμισι και πλέον αιώνες, από την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, το 1453, φάνηκε να μπαίνει στον δρόμο της εκπλήρωσης. Δύο χρόνια αργότερα η Συνθήκη των Σεβρών, με τις γενναίες όσο και δίκαιες παραχωρήσεις της προς την Ελλάδα, θα έθετε και τη σφραγίδα της διεθνούς νομιμότητας σε αυτή τη μεταβολή του ονείρου σε πραγματικότητα.
Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα έκαναν την είσοδό τους στην αλλοτινή Βασιλεύουσα ως μέρος των νικηφόρων συμμαχικών δυνάμεων. Ηταν το τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου. H Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και η Ελλάδα ανήκε στο στρατόπεδο των νικητών.
Το κολοσσιαίο αυτό επίτευγμα υπήρξε ουσιαστικά έργο ενός μόνο ανθρώπου: του Ελευθερίου Βενιζέλου. Από πολύ νωρίς ο διορατικός πολιτικός διείδε τις δυνατότητες που προσέφερε στην Ελλάδα η κοσμογονική παγκόσμια σύρραξη του 1914-18 για την ικανοποίηση των δικαίων αιτημάτων της και την πραγματοποίηση των εθνικών της πόθων. Ο Βενιζέλος δεν άργησε να καταλήξει στην πεποίθηση ότι επιτακτικό καθήκον για την Ελλάδα ήταν η είσοδός της στον πόλεμο στο πλευρό του στρατοπέδου που ο ίδιος προέβλεπε ότι θα τον κέρδιζε, κίνηση που θα της εξασφάλιζε λαμπρές προοπτικές για ουσιώδεις διεκδικήσεις.
Οι προβλέψεις του Βενιζέλου επαληθεύτηκαν και το 1918 η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των Συμμάχων, όπως τους έλεγαν, ή της Αντάντ (Entente Cordiale = Εγκάρδια Συνεννόηση), που την αποτελούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, έχοντας στο πλευρό τους την Ιταλία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, καθώς και άλλες, μικρότερες δυνάμεις. H έκβαση αυτή του πολέμου επέτρεψε στην Ελλάδα να παρακαθήσει με σοβαρές αξιώσεις στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων όπου θα ξαναμοιραζόταν ο κόσμος.
Το τίμημα που χρειάστηκε να καταβάλει η Ελλάδα για να φθάσει σε αυτό το σημείο υπήρξε βαρύ, όχι τόσο στα πολεμικά μέτωπα όσο στο εσωτερικό της. Οι προσπάθειες και οι θυσίες που το αποτελούσαν δεν σταμάτησαν εκεί. Συνεχίστηκαν ως την τραγική μεταστροφή του θριάμβου σε καταρράκωση τέσσερα χρόνια αργότερα με τη Μικρασιατική Καταστροφή και οι συνέπειές τους σημάδεψαν τα χρόνια που την ακολούθησαν. Πρόκειται για το πικρότερο ίσως κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, τον Εθνικό Διχασμό.
Σύγκρουση βασιλιά - πρωθυπουργού
Αιτία του Εθνικού Διχασμού υπήρξε η εναντίωση του βασιλιά Κωνσταντίνου A' στα σχέδια του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Λόγω των συγγενικών δεσμών του με τη Γερμανία (η σύζυγός του βασίλισσα Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου B') αλλά και του θαυμασμού του γι' αυτή τη χώρα και της βαθύτερης προσκόλλησής του στις όποιες αξίες της, ο Κωνσταντίνος, μη μπορώντας να κηρυχθεί αναφανδόν κατά της Αντάντ, υποστήριζε ότι η Ελλάδα όφειλε να παραμείνει ουδέτερη. Αλλά η περίπλοκη φύση αυτής της σύρραξης που εκφραζόταν με ένα δαιδαλώδες πλέγμα συμφερόντων και επιδιώξεων καθιστούσε την ελληνική ουδετερότητα ουσιαστικά επωφελή για τους αντιπάλους της Αντάντ, τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις, δηλαδή τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, που τις ακολουθούσαν οι δύο πατροπαράδοτοι εχθροί της Ελλάδας, η Τουρκία και η Βουλγαρία.
Οσο τα πολεμικά σχέδια και οι επιχειρήσεις εξαπλώνονταν, εντείνονταν και περιπλέκονταν τόσο η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, εκτός από συμφέρουσα, όπως τη θεωρούσε ο Βενιζέλος, γινόταν επίσης εκ των πραγμάτων όλο και περισσότερο αναπόφευκτη. Ο Κωνσταντίνος όμως επέμενε στην παρελκυστική τακτική του και βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον Βενιζέλο ώσπου το χάσμα ανάμεσά τους κατέστη αγεφύρωτο και ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, πράγμα που είχε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, αυτή τη φορά όμως οριστικά.
Με την πάροδο του χρόνου η Ελλάδα δεχόταν αφόρητες πιέσεις από τους εμπολέμους, με επεμβάσεις στα εσωτερικά της και με ενέργειες στο έδαφός της που ισοδυναμούσαν με πολεμικές πράξεις. Ηδη από το δεύτερο έτος του πολέμου, παρά τις διαμαρτυρίες του Κωνσταντίνου, αλλά με τις ευλογίες του Βενιζέλου, οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, την οποία χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για τη δημιουργία νέου μετώπου, του μακεδονικού. Εναν χρόνο αργότερα οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Καβάλα και οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν ολόκληρο σώμα ελληνικού στρατού. Το κράτος είχε παραλύσει και πλήρης αναρχία επικρατούσε, ενώ, με τη συμμετοχή και ξένων, γίνονταν ταραχές και επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες. Οι κυβερνήσεις που διόριζε ο Κωνσταντίνος διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς να μπορούν να αναχαιτίσουν το χάος στο οποίο είχε οδηγηθεί η χώρα. H Ελλάδα είχε ουσιαστικά εμπλακεί ολοκληρωτικά στον πόλεμο χωρίς να το έχει αποφασίσει η ίδια επισήμως, με αποτέλεσμα να υφίσταται όλες τις ολέθριες συνέπειές του, χωρίς να είναι σε θέση να επωφεληθεί από τις ενδεχόμενες θετικές πλευρές του.
H αντίδραση των βενιζελικών
H πρώτη αντίδραση στη χαώδη αυτή κατάσταση ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, όταν έγινε γνωστό ότι οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να παραδώσουν τη διοίκηση της πόλης στους Σέρβους. Βενιζελικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ίδρυσαν την Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, η οποία στις 17 Αυγούστου 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης και συγκρότησε στράτευμα από εθελοντές και από φρουρές της Βόρειας Ελλάδας, το οποίο κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου μαχόταν ήδη στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ξημερώματα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, συνοδευόμενος από τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, αναχώρησε κρυφά για την Κρήτη, όπου λίγο αργότερα πήγε να τους συναντήσει ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Με την υποστήριξη αρκετών χιλιάδων ενόπλων Κρητών αλλά και του συνόλου του κρητικού λαού οι τρεις τους σχημάτισαν Προσωρινή Κυβέρνηση και λίγες ημέρες αργότερα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης ετέθη υπό τις διαταγές της Τριανδρίας, όπως ονομάστηκαν οι τρεις επαναστάτες, ενώ και άλλες ελληνικές πόλεις προσχώρησαν στο κίνημα.
Ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη, της Αθήνας με τον Κωνσταντίνο και της Θεσσαλονίκης με τον Βενιζέλο. Αλλά την 1η Ιουνίου 1917 ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος κάλεσε τον Βενιζέλο και του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ετσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του ελληνικού κράτους, το οποίο έσπευσε να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων.
Απέμενε μόλις κάτι περισσότερο από ένα έτος πολέμου. Σε αυτό το διάστημα ο ελληνικός στρατός ανασυγκροτήθηκε ώστε να καταστεί αξιόμαχος και συμπαρατάχθηκε με τις δυνάμεις της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο, όπου η συμβολή του αναγνωρίστηκε ως αποφασιστική. Με τη μεγάλη επίθεση του φθινοπώρου του 1918 το πολυεθνικό στράτευμα που είχε ως ορμητήριό του τη Θεσσαλονίκη έφθασε προς Βορράν ως τον Δούναβη και προς Ανατολάς ως την Κωνσταντινούπολη. Οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθηκολόγησαν η μία μετά την άλλη και ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Ο θρίαμβος των Σεβρών
Αμέσως σχεδόν μετά το τέλος του πολέμου ο Βενιζέλος, εν όψει της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, ταξιδεύοντας και παραμένοντας για μακρά διαστήματα στο εξωτερικό, ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα προσπαθώντας με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους ισχυρούς και τα αρμόδια όργανα να επηρεάσει ευνοϊκά τα πνεύματα απέναντι στα ελληνικά αιτήματα. Είχε άλλωστε το δίκαιο με το μέρος του καθ' ότι τα αιτήματα αυτά εδράζονταν σε αρχές διακηρυγμένες και υιοθετημένες από τους Συμμάχους. Γι' αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις οι προσπάθειές του στέφονταν με επιτυχία.
Οι νικητές Σύμμαχοι αποφάσισαν η καθεμιά από τις ηττημένες δυνάμεις να υπογράψει χωριστή συνθήκη ειρήνης. Τελευταία στη σειρά υπεγράφη η συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι συνομιλίες έγιναν στις Σέβρες (Sevres), προάστιο του Παρισιού, και η υπογραφή της συνθήκης καθυστέρησε για μεγάλο διάστημα αφού δεν έγινε παρά στις 10 Αυγούστου 1920, δηλαδή 22 μήνες μετά τη λήξη του πολέμου. H καθυστέρηση οφειλόταν στις κωλυσιεργίες των ενδιαφερομένων μερών και ιδιαίτερα των Ιταλών. Ολοι προσπαθούσαν να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε να μπορέσουν να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη όταν θα έφθανε η ώρα της μοιρασιάς.
Στη διάσκεψη ήταν παρόντες αντιπρόσωποι 18 χωρών. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η Ελλάδα προσερχόταν στη διάσκεψη με το κύρος του νικητή, από την άλλη όμως τη θέση της βάραιναν δύο μειονεκτήματα. Το ένα ήταν ότι είχε εισέλθει στον πόλεμο αργά και ως εκ τούτου οι θυσίες που θα μπορούσε να επικαλεστεί ως τίτλους για τις αξιώσεις της ήταν πολύ μικρές σε σύγκριση με των άλλων νικητριών χωρών. Το δεύτερο μειονέκτημα ήταν οι ανώμαλες συνθήκες της εισόδου της στον πόλεμο, οι οποίες δεν της είχαν επιτρέψει να διαπραγματευθεί και να συμφωνήσει εκ των προτέρων τα ανταλλάγματα που θα λάβαινε ως νικήτρια δύναμη. Ετσι το δύσκολο καθήκον για τον Βενιζέλο ήταν να κατορθώσει, μέσα στον ορυμαγδό των αρπακτικών διεκδικήσεων των ενδιαφερομένων, να αποσπάσει για τη χώρα του σεβαστό μερίδιο από τη λεία.
Οτι περί λείας επρόκειτο δεν άργησε να αποδειχθεί: η Συνθήκη των Σεβρών σήμανε τον κυριολεκτικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι δικαιούχοι, ορμώμενοι άλλοι από ωμό συμφέρον, όπως οι Μεγάλες Δυνάμεις, άλλοι, όπως οι πρώην υπόδουλοί της λαοί, από δίκαιη δίψα για την ανάκτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους που επί αιώνες τους τα είχε στερήσει ο σουλτανικός δεσποτισμός, άφησαν από το τεράστιο σώμα της άλλοτε φοβερής και πάντοτε μισητής αυτοκρατορίας ένα στοιχειώδες σύγχρονο κράτος.
Μπαίνουν οι υπογραφές
Ο Κασπάρ Καραμπετιάν μεταφέρει τη σκηνή της υπογραφής της συνθήκης όπως την είχε περιγράψει σε αναφορά του ο αντιπρόσωπος της Αρμενίας Αβεντίς Αχαρονιάν:
«Η αίθουσα της υπογραφής ήταν στο κέντρο του εργοστασίου των ξακουστών κρυστάλλων της πόλης του Σεβρ. Στο κέντρο έλαβαν θέσεις οι εκπρόσωποι των μεγάλων χωρών. Οι θέσεις των αντιπροσώπων των μικρών χωρών βρίσκονταν δεξιά και αριστερά της αίθουσας...
Μόλις προσήλθαν όλοι οι εκπρόσωποι, λίγο μετά τις τέσσερις, εισήλθε στην αίθουσα ο πρόεδρος και εκπρόσωπος της Γαλλίας κ. A. Μιλεράν. Απουσίαζαν μόνο οι Τούρκοι εκπρόσωποι, που περίμεναν να κληθούν στον κάτω όροφο. Μετά την εντολή του προέδρου τούς κάλεσαν και συνοδεία του κλητήρα, που τους ανήγγειλε "Οι κύριοι Πληρεξούσιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας", εισήλθαν στην αίθουσα. Με τα χαρακτηριστικά κόκκινα φέσια στα κεφάλια τους, χαιρέτισαν τους παρισταμένους και έλαβαν τις θέσεις τους δίπλα από τους εκπροσώπους της Ελλάδας. Αμέσως μετά ο πρόεδρος Μιλεράν σηκώθηκε από τη θέση του και είπε τα ακόλουθα: "Κύριοι, δηλώνω ότι η συνθήκη που θα υπογραφεί τώρα εκφράζει τις θέσεις που έχουν αποδεχθεί όλα τα μέρη". Αμέσως μετά κάλεσε τους πληρεξουσίους της Τουρκίας να υπογράψουν τη συνθήκη. Σηκώθηκαν όρθιοι ο γερουσιαστής στρατηγός Χαμδί Πασά, ο γερουσιαστής Ρίζα Τεβφίκ Μπέης και ο Ρεσάτ Ναλίς Μπέης και με σταθερά βήματα πλησίασαν στο κεντρικό τραπέζι που ήταν τοποθετημένη η συνθήκη, με νευρικές κινήσεις υπέγραψαν και αμέσως γύρισαν στις θέσεις τους. Αμέσως μετά υπέγραψαν οι εκπρόσωποι της M. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας και αμέσως μετά κάλεσαν εμένα.
Ετσι, χάρη στην αλφαβητική σειρά κλήσης των χωρών, η Αρμενία ήταν η πρώτη από τις μικρές χώρες που υπέγραψε τη συνθήκη».
Με τη Συνθήκη των Σεβρών:
- H Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τα τέσσερα πέμπτα των εδαφών της, στα οποία αναδύονταν ανεξάρτητα ή αυτόνομα κράτη και περιοχές που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποτίναζαν την οθωμανική κυριαρχία ή επικυριαρχία: Αίγυπτος, Αρμενία, Κουρδιστάν, Χετζάτζη, Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη κ.ά.
Διασφαλιζόταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου τα οποία κηρύσσονταν ανοχύρωτα.
Προστατεύονταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
Επί ευρωπαϊκού εδάφους η Τουρκία διατηρούσε μόνο την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, αλλά οι Σύμμαχοι διατηρούσαν και αυτοί το δικαίωμα να μεταβάλουν αυτό το καθεστώς κατά τη βούλησή τους σε περίπτωση που η Τουρκία δεν θα σεβόταν τους υπόλοιπους όρους της συνθήκης.
Ρυθμίζονταν πλήθος άλλα θέματα, συνοριακά, πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά, όλα σχεδόν εις βάρος της Τουρκίας.
Δύο ήπειροι και πέντε θάλασσες
Η Ελλάδα δεν πέτυχε όλες τις επιδιώξεις της. Δεν της δόθηκαν η Βόρειος Ηπειρος, τα Δωδεκάνησα (δόθηκαν στην Ιταλία), ούτε η Κωνσταντινούπολη ή η Κύπρος (παρέμεινε αγγλική κτήση). Αλλά ο Βενιζέλος διεκδίκησε τα μέγιστα για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα. H Ελλάδα πέτυχε την επικύρωση της κυριαρχίας της στη Δυτική Θράκη (την είχε παραδώσει η Βουλγαρία στους Συμμάχους με τη Συνθήκη του Νεϊγύ) και έλαβε την Ανατολική Θράκη ως την Τσατάλτζα, την Ιμβρο και την Τένεδο, πέτυχε την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της επί των υπολοίπων νήσων του Αιγαίου και της ανατέθηκε η διοίκηση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της για πέντε χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων το τοπικό κοινοβούλιο που θα ιδρυόταν θα μπορούσε, αν το επιθυμούσε, να ζητήσει την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα έχοντας και τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος μεταξύ του πληθυσμού.
Ευνοϊκότερο διακανονισμό δεν μπορούσε να είχε ελπίσει η Ελλάδα. H επιτυχία του Βενιζέλου άγγιζε τα όρια του θριάμβου. Ο εμπνευσμένος όσο και ακαταπόνητος πολιτικός ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα έχοντας πραγματοποιήσει το όνειρό του για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Αλλά δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ένα θλιβερό γεγονός ήρθε να προκαλέσει τον πρώτο τριγμό στο λαμπρό ελληνικό οικοδόμημα το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υψώνεται. Δύο απότακτοι αξιωματικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού από όπου αυτός θα ξεκινούσε για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ελλάδα.
H απόπειρα απέτυχε και ο Βενιζέλος γλίτωσε με ελαφρά τραύματα. Αλλά η μεταστροφή της μοίρας τόσο του Βενιζέλου όσο και ολόκληρου του Ελληνισμού φαίνεται ότι είχε αρχίσει.
Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 το κόμμα του θριαμβευτή Βενιζέλου καταψηφίστηκε και ο ίδιος δεν εξελέγη καν βουλευτής. H αντιβενιζελική παράταξη ανήλθε στην εξουσία και ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα και στον θρόνο (ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει πριν από ένα μήνα). Με εύλογη τη βαθιά απογοήτευσή του ο Βενιζέλος εγκατέλειψε την πολιτική σκηνή και έφυγε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό.
Καταστροφή στη Μικρά Ασία
Την ίδια εποχή δραματικές εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Καθημαγμένη από τον πόλεμο, ταπεινωμένη από την ήττα, με το κράτος παράλυτο και με τον ελληνικό στρατό να κατέχει ζωτικό χώρο στη Μικρά Ασία και να επεκτείνει διαρκώς την παρουσία του προς Ανατολάς, η χώρα βρισκόταν στο κατώφλι της πλήρους διάλυσης. Την κρίσιμη αυτή ώρα ως σωτήρας της Τουρκίας εμφανίστηκε ο φιλόδοξος και ευφυής, επίσης όμως και αδίστακτος, αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ, ο επιλεγόμενος Ατατούρκ. Ο Κεμάλ κήρυξε επανάσταση, σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση (αργότερα κατάργησε το σουλτανάτο και ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία) και καταπιάστηκε αμέσως με την ανασυγκρότηση του τουρκικού στρατού θέτοντας ως πρώτιστο καθήκον του την εκδίωξη των Ελλήνων.
Βοήθεια στα σχέδια του Κεμάλ πρόσφερε άθελά της η κυβέρνηση της Αθήνας με την ασύνετη πολιτική της όταν επέτρεπε την αλόγιστη προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς Ανατολάς, με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού τους ως την πλήρη εξάντληση των εφοδίων τους αλλά και των φυσικών τους δυνάμεων. Ηταν η ευκαιρία που περίμενε ο Κεμάλ. Εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση, οι δυνάμεις του έτρεψαν τους Ελληνες σε άτακτη φυγή και καταδιώκοντάς τους έφτασαν ως τη Σμύρνη και την πυρπόλησαν. Βρισκόμαστε στα τέλη Αυγούστου του 1922. H Μικρασιατική Καταστροφή έχει συντελεστεί.
Το νέο τουρκικό καθεστώς δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη των Σεβρών και απαιτεί νέες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους νικητές του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Σύμμαχοι δεν μπορούν να αρνηθούν. Δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε το νέο ελληνικό καθεστώς, η στρατιωτική επανάσταση του Σεπτεμβρίου του 1922 υπό τους αξιωματικούς Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, η οποία έχει αναλάβει την εξουσία στην Αθήνα. Και παρακαλεί τον εξόριστο Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το βαρύ καθήκον να την εκπροσωπήσει.
Απώλειες και έντιμη ειρήνη
Στο εξαίρετο βιβλίο του H Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940 (Ικαρος, 1955) ο Γρηγόριος Δαφνής περιγράφει υποβλητικά την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία άρχισαν οι συνομιλίες για τη νέα συνθήκη:
«Το απόγευμα της 24ης Ιουλίου 1923, εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλεως Λωζάννης, το πλέον συγκλονιστικόν επεισόδιον του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εύρισκε την λύσιν του. H πέμπτη συνθήκη ειρήνης υπεγράφετο. Ητο η μόνη που οι σύμμαχοι της "Εγκαρδίου Συνεννοήσεως" υπέγραφαν ως ηττημένοι. Αλλ' από τριετίας η "Εγκάρδιος Συνεννόησις" είχε μεταβληθεί εις "εγκάρδιον διένεξιν". Ο Κεμάλ επωφελήθη και υπηγόρευσε τους όρους του, αφού προηγουμένως του εδόθη η ευκαιρία να εμφανισθεί ως νικητής του ελληνικού στρατού.
Δύο μήνας αργότερα τα συμμαχικά στρατεύματα, που είχον εισέλθει νικηφόρα εις την βασιλίδα των πόλεων, απεχώρουν κρυφίως. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου 1923 αι εφημερίδες της Κωνσταντινουπόλεως ανήγγελλον ότι εις την πόλιν των δεν υπήρχε πλέον ούτε ένας ξένος στρατιώτης και, εφεξής, η παλαιά πρωτεύουσα των Σουλτάνων θα απετέλει αναπόσπαστον μέρος της Νέας Τουρκίας που είχεν ιδρύσει ο Κεμάλ Πασάς. Εις την θέσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε διαλύσει η Συνθήκη των Σεβρών, εδημιουργήθη ένα νέον, ισχυρόν και ανεξάρτητον μουσουλμανικόν κράτος που διετήρει προγεφύρωμα επί της Ευρώπης. Οι εταίροι της πρώην "Εγκαρδίου Συνεννοήσεως" δεν ημπορούσαν να είναι πολύ ευχαριστημένοι, διότι το γόητρόν των είχε μειωθεί, αλλ' ούτε και πολύ δυσηρεστημένοι. Το μεγαλύτερον μέρος των θυσιών το είχεν υποστεί η Ελλάς. Παρά ταύτα η Συνθήκη της Λωζάννης προσέφερε έντιμον και επωφελή ειρήνην εις την Ελλάδα. Εννέα μηνών συζητήσεις είχον αποβεί επ' αγαθώ της χώρας μας.
Η διάσκεψις της Λωζάννης ήρχισε την 8/21 Νοεμβρίου 1922. Της εναρκτηρίου συνεδριάσεως προήδρευσε, τιμής ένεκεν, ο πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Παρίσταντο ο Πουανκαρέ, επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας, εκπρόσωπος της μεγαλυτέρας τότε στρατιωτικής δυνάμεως του κόσμου, ο λόρδος Κώρζον, επικεφαλής της αγγλικής, ο Μουσσολίνι, από τριών εβδομάδων μόλις πρωθυπουργός της Ιταλίας. Την Ελλάδα αντιπροσώπευεν ο Ελ. Βενιζέλος. Ο πολιτικός που είχεν υπογράψει την Συνθήκην των Σεβρών εκαλείτο, τώρα, να σώσει ό,τι ημπορούσε να σωθεί ύστερα από την καταστροφήν του έργου του, διά την οποίαν δεν ήτο υπεύθυνος. Εχρειάζοντο τα ατσαλένια νεύρα του Κρητός και η ακατάβλητος μαχητικότης του διά να υπομείνει παρομοίαν μεταστροφήν της μοίρας. Και έσωσε πολύ περισσότερα από όσα και οι πλέον αισιόδοξοι επίστευον ότι ήτο εφικτόν να σωθούν».
Οι δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει αυτή τη φορά ο Βενιζέλος φάνταζαν ανυπέρβλητες. Από την εποχή της Συνθήκης των Σεβρών τα πνεύματα είχαν αλλάξει τόσο στις σχέσεις μεταξύ των Συμμάχων όσο και στη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα. Οι τριβές που είχαν προκύψει μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, το νέο πρόσωπο της Ιταλίας, το φασιστικό, και πάνω απ' όλα η αλαζονεία της αντιπροσωπείας των Τούρκων, που τώρα, με επικεφαλής τον Ισμέτ Ινονού, στενό συνεργάτη του Κεμάλ, προσέρχονταν στη διάσκεψη με τον αέρα των νικητών, δεν συνιστούσαν διόλου πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσουν οι προσπάθειες του Βενιζέλου. Παρ' όλα αυτά η επιμονή και η ευστροφία του έφεραν το αποτέλεσμά τους. H Ελλάδα, αν και έχασε την Ανατολική Θράκη (τα σύνορά της με την Τουρκία ορίστηκαν στον ποταμό Εβρο), την Ιμβρο και την Τένεδο και τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της, κατόρθωσε να κατακτήσει την έντιμη ειρήνη κατοχυρώνοντας για μία ακόμη φορά τα λοιπά κεκτημένα της.
Ο κορυφαίος πολιτικός της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Μουρνιές, κοντά στα Χανιά. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άρχισε να δικηγορεί στην Κρήτη. Τον τράβηξε όμως η πολιτική και ανέπτυξε δράση στο αντιτουρκικό κίνημα του 1895-1905. Ως πρωθυπουργός της Κρήτης κήρυξε το 1905 την ένωσή της με την Ελλάδα, η οποία επισήμως αναγνωρίστηκε το 1913. Ο Βενιζέλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1909 και έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας τον επόμενο χρόνο. Πρωτοστάτησε στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Συγκρούστηκε με τον βασιλιά Κωνσταντίνο A' ως προς την είσοδο της Ελλάδας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, την οποία πέτυχε σχηματίζοντας επαναστατική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, οδηγώντας έτσι και στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου. Χρημάτισε πρωθυπουργός της Ελλάδας επτά φορές για συνολικό διάστημα δώδεκα ετών και πέντε μηνών. Πέθανε στο Παρίσι.
ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ (1881-1930 )
Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπηρέτησε στο ιππικό και πήρε μέρος στον ιταλοτουρκικό πόλεμο στη Λιβύη (1911), στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Καλλίπολη, στον Καύκασο και στη Συρία. Το 1919 κήρυξε εθνικιστική επανάσταση, αναδιοργάνωσε τον τουρκικό στρατό και μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, το 1922, πέτυχε την αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Τον Νοέμβριο του 1922 κατάργησε το σουλτανάτο και έναν χρόνο αργότερα ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία με πρόεδρο τον εαυτό του. Κυβερνώντας ως ανηλεής δικτάτορας ως τον θάνατό του προσπάθησε να εκκοσμικεύσει το τουρκικό κράτος καταργώντας το χαλιφάτο και να το εξευρωπαΐσει εισάγοντας ευρωπαϊκές συνήθειες και το λατινικό αλφάβητο. Το 1936 έλαβε την επωνυμία «Ατατούρκ», που σημαίνει πατέρας των Τούρκων.
ΙΣΜΕΤ ΙΝΟΝΟΥ (1884-1974)
Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Το 1904 κατατάχθηκε στον οθωμανικό στρατό και υπηρέτησε στη Μακεδονία και στην Υεμένη. Το 1916 διακρίθηκε στην Καλλίπολη και προήχθη σε διοικητή σώματος. Μετά την κατάρρευση της Τουρκίας το 1918 ο Ινονού προσκολλήθηκε στον Κεμάλ και έγινε πρώτα αρχηγός του γενικού επιτελείου του κεμαλικού στρατού και ύστερα διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που πολεμούσαν κατά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Ηγήθηκε της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη. Μετά τον θάνατο του Κεμάλ ο Ινονού τον διαδέχθηκε ως πρόεδρος της Δημοκρατίας και ουσιαστικά δικτάτορας. Κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ινονού έδειξε συμπάθεια προς τους Αγγλους και τους Αμερικανούς και το 1943 φιλοξένησε στα Αδανα τον Τσόρτσιλ. Βαθμιαία ο Ινονού εισήγαγε στην Τουρκία φιλελεύθερα μέτρα, γεγονός που του κόστισε την εξουσία από το αντίπαλο κόμμα, την ίδρυση του οποίου είχε επιτρέψει.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ (1883-1953)
Πολιτικός και στρατιωτικός, γνωστός και ως «Μαύρος Καβαλάρης». Γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας. Το 1903 κατατάχθηκε στον στρατό. Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών και έλαβε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ενώ ως το τέλος της σταδιοδρομίας του έφτασε στον βαθμό του στρατηγού. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα (1905) και στην προετοιμασία του κινήματος στο Γουδί (1909) που έφερε στην πρωθυπουργία τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Κατά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε στη βενιζελική παράταξη και στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Ανέπτυξε ηρωική δράση στη Μικρά Ασία και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε ο ουσιαστικός αρχηγός της στρατιωτικής επανάστασης του Σεπτεμβρίου του 1922. Αναμείχθηκε σε στρατιωτικοπολιτικά κινήματα δημοκρατικής εμπνεύσεως για τα οποία διώχθηκε, αλλά αργότερα έδειξε συμπάθεια προς τις φασιστικές ιδέες. H ανάμειξή του στην πολιτική τον ανέδειξε κατ' επανάληψη πρωθυπουργό. Πέθανε στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου