Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Η ασφάλεια της Ευρώπης και το «νέο σιδηρούν παραπέτασμα»: Η περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας

Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη* Κοινός τόπος είναι ότι ο «χώρος Σένγκεν», ήτοι ο χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι βιώσιμος μόνο εάν εξασφαλισθούν και, κατά τρόπο αποτελεσματικό, προστατευθούν τα εξωτερικά σύνορα. Η παρούσα ανάλυση (όσο το περίγραμμα επιτρέπει), δεν εστιάζει στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παρόν κείμενο δεν αφορά ανάλυση του Οργανισμού Frontex (Frontières Εxtèrieures) ούτε του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Εuropean Border and Coast Guard –EBCG). Το παρόν κείμενο εστιάζει αποκλειστικώς στο αντικείμενο που αφορά στην εν γένει ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ήταν δε ατελής η όποια σύντομη επισκόπηση εάν δεν γινόταν αναφορά και στην παράμετρο του Κυπριακού. Με τούτα ως προδιάθεση υπ’ όψιν τα εξής: η θέση της κοινής γνώμης Προσφάτως και χωρίς να γίνουν ιδιαίτερες αναφορές από τα ΜΜΕ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποίησε έρευνα μεταξύ των πολιτών των κρατών μελών με αντικείμενο: «την αμυντική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού». Την 1η Μαρτίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε «Λευκή Βίβλο» σ’ ένα πολυσέλιδο κείμενο σχετικώς με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας έως το έτος 2025. Στο κείμενο αυτό γίνονται ειδικές αναφορές για την ανάγκη να προστατευθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από την τρομοκρατία, καθώς και από παραδοσιακές απειλές, αλλά και από ενδεχόμενες ασύμμετρες μορφές επίθεσης. Ακολούθως διεξήχθη έρευνα της κοινής γνώμης από 15-25 Απριλίου 2017 μέσω του «Ευρωβαρόμετρου» και η κοινή γνώμη απεφάνθη θετικώς σε ποσοστό 75% υπέρ της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας, ενώ το 55% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας «ευρωπαϊκού στρατού». Θετική ήταν και η θέση των ερωτηθέντων στην Ελλάδα σε ποσοστό 48%. Μετά ταύτα την 7η Ιουνίου 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας», πράγμα που έτυχε θετικής ανταπόκρισης στο Συμβούλιο Κορυφής της 22ας Ιουνίου 2017. η προϊστορία Η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τις πρόνοιες μέσω του ελέγχου της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, ώστε να περιορισθεί η δυνατότητα ασύμμετρων εξοπλισμών, επέβαλε στην κυρίαρχη πολιτική τάξη λόγω των συνεπειών του πολέμου, την ανάγκη δημιουργίας «αμυντικού Πυλώνα» μέσω της «Συνθήκης των Βρυξελών» (1948). Η Συνθήκη αυτή ήταν αμιγώς αμυντική και αφορούσε αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση εξωτερικής ένοπλης επίθεσης. Απαρτιζόταν δε από τις χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία [Κάτω Χώρες] και Λουξεμβούργο) καθώς και από τη Βρετανία (Ηνωμένο Βασίλειο) και τη Γαλλία. Ωστόσο οι προβληματισμοί της κυρίαρχης πολιτικής τάξης αφορούσαν και ιδιαίτερες πρόνοιες για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (European Defense Community –ΕΑΚ–EDC). Ένα τέτοιο σχέδιο για τη σύσταση ΕΑΚ προτάθηκε ήδη από το 1952 από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ενώ θιασώτης για τη δημιουργία ΕΑΚ ήταν και ο Ουίστον Τσώρτσιλ. Αντικειμενικός στόχος της ΕΑΚ ήταν ο σχηματισμός πανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης με συμμετοχή του Βελγίου, της Ολλανδίας (Κάτω Χώρες), του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της τότε Δυτικής Γερμανίας. Η περίοδος εκείνη δεν αφορούσε μόνο προβληματισμούς και πρόνοιες των Ευρωπαίων πολιτικών. Αφορούσε  και από καθέδρας παρεμβάσεις των ΗΠΑ (στο πλαίσιο Νατοϊκών σχεδιασμών) που απαιτούσαν τη συμμετοχή σε αμυντικό Πυλώνα ακόμη και της τότε Δυτικής Γερμανίας, σε περίπτωση που θα ελάμβανε σύγκρουση με την τότε Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου το σύνολο των προνοιών και προβληματισμών ήταν ενταγμένο αμιγώς στο πλαίσιο ψυχροπολεμικών πολιτικών. Οι διαβουλεύσεις, όμως, κατά το μέρος που αφορούσαν στη «Συνθήκη των Βρυξελών», συνεχίστηκαν μέσω της «τροποποιητικής Συνθήκης των Βρυξελών» (1954) με τη συμμετοχή πλέον, λόγω απαίτησης των ΗΠΑ, πέραν των προαναφερομένων χωρών που συμμετείχαν στη Συμφωνία του 1948, και άλλων χωρών, ήτοι της Ιταλίας καθώς και της τότε Δυτικής Γερμανίας. Τούτα όμως τα δεδομένα διαμόρφωσαν τελικώς τις προϋποθέσεις ώστε να συσταθεί η «Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση» -«Western European Union» (ΔΕΕ  –WEU). Η ΔΕΕ δε, προδήλως ήταν προϊόν των απαιτήσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου. η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου,  τα Θεσμικά Όργανα της ΔΕΕ, λόγω των νέων πολιτικών και νομικών συνθηκών, σταδιακώς υπήχθησαν στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Ειδικότερα η θεσμοθέτηση της ρήτρας αλληλεγγύης (ως βασικού κανόνα δικαίου) και η δημιουργία του διακυβερνητικού Πυλώνα άσκησης πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αποδυνάμωσαν ουσιωδώς την αναγκαιότητα της ΔΕΕ, με κατάληξη την απορρόφηση των λειτουργιών της από το σχετικό Πυλώνα. Ωστόσο, προεργασία προς την κατεύθυνση της απορρόφησης των λειτουργιών της ΔΕΕ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφορούν σημαντικές προπαρασκευαστικές πράξεις. Ειδικότερη αναφορά γίνεται: α) στην «Έκθεση Davignon», η οποία υπεβλήθη το 1970 στη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου και αποτέλεσε την απαρχή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), η οποία λειτούργησε ανεπισήμως από το 1970, θεσμοθετήθηκε όμως επισήμως στο Λουξεμβούργο το 1986, ως «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» –«Single European Act» (ΕΕΠ-SEA) και β) στο «σχέδιο  Αιμίλιο Κολόμπο – Χανς Ντίτριχ Γκένσερ» που έθεσε τις βάσεις   για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτων δοθέντων και ειδικότερα με βάση την προαναφερόμενη «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», της οποίας η ισχύς έλαβε χώρα την 1η Ιουλίου 1987,  υιοθετήθηκε το καθήκον για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική καθώς και για κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, ενώ με την ίδια Πράξη καθιερώθηκε η «εσωτερική αγορά» ως χώρος εσωτερικών συνόρων εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των ατόμων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Συνεπώς: Η «Έκθεση Davignon», το «σχέδιο  Αιμίλιο Κολόμπο – Χανς Ντίτριχ Γκένσερ» και η «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», αφορούσαν κατ’ ουσίαν τη  θεσμοθέτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην Ευρώπη, και έθεσαν τα θεμέλια για τη συγκρότηση Πυλώνα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, που κατ’ ουσίαν απορροφούσε την αποστολή της ΔΕΕ. Περαιτέρω ως προς την ιστορικότητα του υπό ανάλυση ζητήματος, κύριοι σταθμοί είναι και οι εξής: α) Η «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» (1992-1993), εισήγαγε ως ενωσιακή λειτουργία τη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) στον επί τούτω διαμορφωμένο διακυβερνητικό Πυλώνα. Υπ’ όψιν δε ότι με τη «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» ενώθηκαν οι τρεις Κοινότητες (ΕΥΡΑΤΟΜ-ΕΚΑΧ-ΕΟΚ) και θεσμοθετήθηκε συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. β) Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ τον Ιούλιο του 1992 δεσμεύθηκε ώστε οι χώρες της ΔΕΕ να θέτουν στη διάθεση του ΝΑΤΟ και τις Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατιωτικές μονάδες από όλο το φάσμα των συμβατικών τους δυνάμεων με σκοπό τις ανθρωπιστικές  και ειρηνευτικές αποστολές, την πρόληψη συγκρούσεων και την αποστολή για ενέργειες που θα αφορούν την «σταθεροποίηση» στο τέλος μιας σύγκρουσης. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, έλαβε χώρα δέσμευση εμπλοκής σε κατ’ ευθείαν πολεμικές επιχειρήσεις. γ) Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ στις  13ης Νοεμβρίου 2000, συμφώνησε τη μεταφορά των προηγούμενων  δεσμεύσεων και λειτουργιών της ΔΕΕ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, λόγω της εξέλιξης αυτής, αναπόφευκτη ήταν η κατάληξη της 30ης Ιουνίου 2011, οπότε  η ΔΕΕ διαλύθηκε και επισήμως. η παρούσα ιστορική φάση Με τη «Συνθήκη της Λισαβόνας» (2007-2009) επιβεβαιώθηκε η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) που τυποποιείται στα άρθρα 42, 43, 44, 45 και 46 ΣΕΕ. Η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, όπως νομοθετείται στις προαναφερόμενες διατάξεις της «Συνθήκης της Λισαβόνας», αφορά πολιτικές που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ειρήνης, στην πρόσληψη των συγκρούσεων και στην ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις Αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Υπ’ όψιν δε ότι τα κράτη μέλη θέτουν στη  διάθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ δεσμεύονται να βελτιώσουν προοδευτικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες. Σε κάθε περίπτωση δε, οι αποφάσεις στον τομέα αυτό, εκδίδονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία. Η παράμετρος του Κυπριακού-το «νέο σιδηρούν παραπέτασμα» Η πρόσφατη αποτυχία της «Πενταμερούς» (της 7ης Ιουλίου 2017 στο Κραν Μοντανά), για την εξεύρεση λύσης του Κυπριακού, επιβεβαίωσε την ανάγκη από ελληνικής πλευράς για τη διαμόρφωση «νέου δόγματος»  ως προς το Κυπριακό. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου στο Βόρειο και παρανόμως κατεχόμενο τμήμα αυτής, δεν ισχύει το ενωσιακό κεκτημένο. Το ανεπίτρεπτο δε «παραπέτασμα» που διαχωρίζει τη Βόρεια από τη Νότια Κύπρο αποτελεί όνειδος για το νομικό και πολιτικό πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ανέχεται  κράτος μέλος της να τελεί υπό αυτές τις συνθήκες. Περαιτέρω οι απολύτως εξωνομικές θέσεις της τουρκικής πλευράς ως προς τις «εγγυήσεις» που αφορούν ανεξάρτητο κράτος και μάλιστα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσκρούουν όχι μόνο στις πρόνοιες του άρθρου 103 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και στις αξιώσεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, που προϋποθέτουν κυρίαρχα κράτη. Ειδικότερα στον ενωσιακό πολιτικό και νομικό πολιτισμό, όπου ισχύει η  Αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες (βλ.  άρθρο 5 ΣΕΕ). Σε κάθε περίπτωση δε, η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών καθώς και την εθνική τους ταυτότητα που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή (βλ. άρθρο 4 ΣΕΕ). Τα προαναφερόμενα προδήλως, επιβάλουν την ενεργοποίηση όλων των «μέσων», «εργαλείων» και κανόνων δικαίου που προνοεί και θεσπίζει η ενωσιακή έννομη τάξη, προκειμένου να αποκτήσουν πολιτικό περιεχόμενο και πολιτική πρακτική οι Αρχές και οι Αξίες της Ένωσης. Η Τουρκία «επικαλείται» τη γεωστρατηγική της θέση για να αποσπά ανταλλάγματα. Η Ελλάδα καλό θα είναι να αναδείξει το ποιά είναι και η δική της γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση. Τούτο θα πρέπει να αποτελεί κοινό τόπο των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων και νέα εθνική στρατηγική. Ως κατακλείδα όλων των προηγουμένων που συναρτώνται ευθέως με την καθιέρωση του «νέου δόγματος» για το Κυπριακό  υπ’ όψιν και η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 42 ΣΕΕ η οποία θεσπίζει ότι: «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών»! Η Ευρωπαϊκή Ένωση καθιερώνοντας κοινή πολιτική που αφορά στην πολιτική ασφάλειας και άμυνας, δεν μπορεί να ανέχεται (άλλως αυτοκαταστρέφεται και αυτοαναιρείται) την ύπαρξη του «νέου σιδηρού παραπετάσματος» που συνιστούσε το σημείο αναφοράς κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και διαχώριζε δύο κόσμους: την τότε Σοβιετική Ένωση από τον λεγόμενο Δυτικό Κόσμο και Δυτικό Πολιτισμό. Η παράμετρος του Κυπριακού δεν αποτελεί μόνο πρόκληση αλλά και καθήκον των Ενωσιακών Οργάνων να επιβάλουν την ενωσιακή νομιμότητα και πολιτισμό. Αντίστοιχο καθήκον αφορά τόσο στην Ελληνική Δημοκρατία όσο και στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθόσον έχουν χρέος ομοφώνως να υπηρετήσουν την κατεύθυνση αυτή. Το «νέο σιδηρούν παραπέτασμα» που διαχωρίζει την Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να καταπέσει! ——————————————— Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).

Πηγή: Η ασφάλεια της Ευρώπης και το «νέο σιδηρούν παραπέτασμα»: Η περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας http://mignatiou.com/2017/07/i-asfalia-tis-evropis-ke-to-neo-sidiroun-parapetasma-i-periptosi-tis-kipriakis-dimokratias/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου