Εγερασα, μωρες παιδια. Πενηντα χρονια κλεφτης τον υπνο δεν εχορτασα, και τωρ’ αποσταμενος θελω να παω να κοιμηθω. Εστερεψ’ η καρδια μου.
Βρυση το αιμα το ’χυσα, σταλαγματια δε μενει.
Θελω να παω να κοιμηθω. Κοψτε κλαρι απ’ το λογγο, να ‘ναι χλωρο και δροσερο, να ‘ναι ανθους γεματο, και στρωστε το κρεβατι μου και βαλτε με να πεσω.
Ποιος ξερει απ’ το μνημα μου τι δεντρο θα φυτρωση !
Κι αν ξεφυτρωση πλατανος, στον ισκιο του απο κατω θα ‘ρχωνται τα κλεφτοπουλα τ’ αρματα να κρεμανε.
Να τραγουδουν τα νιατα μου και την παλικαρια μου.
Κι αν κυπαρισσι ομορφο και μαυροφορεμενο, θα ‘ρχωνται τα κλεφτοπουλα τα μηλα μου να παιρνουν, να πλενουν τις λαβωματιες, το Δημο να σχωρανε.
Εφαγ’ η φλογα τ’ αρματα, οι χρονοι την ανδρεια μου.
Ηρθε κι εμενα η ωρα μου. Παιδια μου μη με κλαψτε.
Τ’ αντρειωμενου ο θανατος δινει ζωη στη νιοτη.
Σταθητε εδώ τριγυρω μου, σταθητ’ εδώ σιμα μου, τα ματια να μου κλεισετε, να παρτε την ευχη μου.
Κι εν’ από σας το νιοτερο ας ανεβη τη ραχη, ας παρη το τουφεκι μου, τ’ αξο μου καριοφιλι, κι ας μου το ριξη τρεις φορες και τρεις φορες ας σκουξη :
«Ο γερο-Δημος πεθανε, ο γερο-Δημος παει».
Θ’ αναστεναξ’ η λαγκαδια, θα να βογκηξη ο βραχος, θα βαργομησουν τα στοιχεια, οι βρυσες θα θολωσουν, και τ’ αγερακι του βουνου, οπου περνα δροσατο, θα ξεψυχηση, θα σβηστη, θα ριξη τα φτερα του, για να μην παρη τη βοη αθελα και τη φερη και τηνε μαθη ο Ολυμπος και την ακουση η Πινδος και λιωσουνε τα χιονια τους και ξεραθουν οι λογγοι.
Τρεχα, παιδι μου, γληγορα, τρεχα ψηλα στη ραχη, και ριξε το τουφεκι μου. Στον υπνο μου επανω θελω για υστερη φορα ν’ ακουσω τη βοη του.
Ετρεξε το κλεφτοπουλο σα να ‘τανε ζαρκαδι ψηλα στη ραχη του βουνου και τρεις φορες φωναζει :
«Ο γερο-Δημος πεθανε, ο γερο-Δημος παει».
Κι εκει που αντιβοουσανε οι βραχοι, τα λαγκαδια, ριχνει την πρωτη τουφεκια, κι επειτα δευτερωνει.
Στην τριτη και την υστερη, τ’ αξο το καριοφιλι βροντα, μουγκριζει σα θεριο, τα σωθικα του ανοιγει, φευγει απ’ τα χερια, σερνεται στο χωμα λαβωμενο, πεφτει απ’ του βραχου τον γκρεμο, χανεται, παει, παει.
Ακουσ’ ο Δημος τη βοη μες στο βαθυ τον υπνο, τ’ αχνο του χειλι εγελασε, εσταυρωσε τα χερια …
Ο γερο-Δημος πεθανε, ο γερο-Δημος παει.
Τ’ αντρειωμενου η ψυχη, του φοβερου του Κλεφτη, με τη βοη του τουφεκιου στα συγνεφ’ απαντιεται, αδερφικα αγκαλιαζονται, χανονται, σβηωνται, πανε.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου