Σελίδες

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Ἀφιέρωμα στὸν Ἀλέξανδρον Παπαδιαμάντην (ιβ΄)

 


῾Ο γάμος τοῦ Καραχμέτη*

καπετὰν πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα κατέπλευσε καὶ ἄραξε, ἀνάμεσα στὸν Μέγαν Γιαλὸν κι εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Καράβια ἐγέμισε ὁ τόπος ὁ ὑγρός, ἐμαύρισε ὅλ᾿ ἡ θάλασσα. ῎Αλλα ἔρριψαν ἄγκυραν ἀπὸ τὰ Λεχώνια, καὶ περὶ τὴν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη, κι ὡς τὰ νησιὰ τοῦ Καστριοῦ, τὰ λευκὰ καὶ πετρώδη πέραν, κι ἄλλα, τὰ μικρότερα σκάφη, ὡρμίσθησαν εἰς τὸν ῞Αϊ-Σώστην, ἀκτήν, ὅπου ὁ τόπος ἦτο ἡμερώτε- ρος, εἰς τὸ ἀπάγγιο, ὅπου ἦτο περισσοτέρα σκέπη καὶ νηνεμία· δὲν ἐφύσα μελτέμια τὰς ἡμέρας ἐκείνας, τέλη ᾿Ιουνίου· ἦτο γαλήνη· ἀλλὰ καὶ ἂν ἔπαιρνε μελτέμι εἰς τὴν δυτικοβόρειον ἀκτὴν ἐκείνην, δὲν θὰ ἔπιανε καὶ πολύ. 

῏Ητο ὅλος ἀλίμενος, ὀνειρώδης τόπος, θεσπέσιον πέλαγος, τὸ κράτος τοῦ Βορρᾶ. Τὰ κύματα ἐδολιχοδρομοῦσαν, ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀπὸ ὄρθρου βαθέος μέχρι δειλινοῦ –εἰς ὅλην τὴν Βόρειον ῎Ασπρην θάλασσαν, ἀνάμεσα στὰ Μπογάζια καὶ τὸν ῎Ολυμπον, τὸν ῎Αθωνα καὶ τὸ Γριπονήσι, καὶ κοντὰ τὸ βράδυ μόλις ἔφθαναν εἰς τὸ τέρμα διὰ νὰ ξεσπάσουν καὶ ἀναπαυθοῦν στὸ Κάστρο τοῦ Βορριᾶ.

Κόσμος καὶ κόσμος, δηλαδὴ οἱ χίλιοι τόσοι κάτοικοι τοῦ Καστριοῦ, γυναῖκες, γέροντες καὶ παιδιά, ἐμαζώχθησαν κατὰ τὸ βράδυ στῆς ᾿Αναγκιᾶς τὸ κανόνι, στὸ ὑψηλότερον βόρειον μέρος τοῦ Καστριοῦ, κι ἐγνάντευαν, ἐγνάντευαν ἀπλήστως, τὸ τέρας ὁποὺ εἶχεν ἔλθει -τόσαπελώρια σκάφη, τρικάταρτα, μὲ δύο καὶ τρεῖς κουβέρτες, κι εἶχεν ἀράξει, κατ᾿ εὐδοκίαν τοῦ ἀπίστου σκυλιοῦ-Σουλτάνου, τοῦ αὐθέντου μας, εἰς τὰ πετρώδη (πετροκάβουρα) νησιὰ τοῦ Κουρούπη, ὅπου ἐκατοικοῦσαν τόσα δαιμόνια καὶ φαντάσματα. 

Δύο τρεῖς βαρκοῦλες, ἐπειδὴ ἦσαν δύο τρία πτωχὰ μαγαζιὰ κάτω στὴν ὑγρὰν ἄμμον, ὁποὺ ἦτο μεταξὺ εἰς τοὺς βράχους τοὺς χερσαίους καὶ τοὺς θαλασσίους, ὅπου κατέβαιναν καλλικαντζοῦνες κι ἐφάντα- ζαν ὡς χῆραι γυναῖκες μοιρολογίστρες ἐπάνω στὰ γκρίφια –καὶ τὰ λαλαρίδια τοῦ γιαλοῦ, κόκκινα, βυσσινιά, ρόδινα, γαλάζια, (βιο- λετένια) ἐκυλίοντο λὶ λὶ λί, λὰ λά, δῶρα τῆς θαλασσίας νεράϊδας, ἀτίμητα, γλυκὰ ἀθύρματα τῶν παιδιῶν, στὴν ἄκραν τοῦ γιαλοῦ καὶ τῆς ἄμμου.– ᾿Εκεῖθεν ἀπετόλμησαν δύο-τρεῖς βαρκοῦλες κι ἔπλευ- σαν μὲ τὰ κουπιὰ ἐπάνω ἕως τὰς πλευρὰς τοῦ θαλασσίου κήτους, καὶ περιέπλεον μακρόθεν τὸ θεῖον κῦμα. Κι οἱ ναῦται ἀπὸ τὴν κουβέρτα τοὺς ἔκραζαν ἑλληνιστί, –᾿Ελᾶτε, ἐλᾶτε!– ἀλλὰ τὰ παιδιά, οἱ κωπηλάται, δὲν ἐτολμοῦσαν (ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὰ νησιά, κι ἀντίκρυ στὸ κάστρο, εἶχεν ἀράξει ἡ ναυαρχίς)· διότι τὸ ἓν πέμπτον περίπου ἐκ τοῦ πληρώματος ὕστερ᾿ ἀπὸ Τούρκους, Αἰγυπτίους, ῎Αρα- βας, Βαρβαρέζους, Τουνεζηνοὺς καὶ ᾿Αλγερίνους, ἦσαν τὰ συνήθη ἀγήματα τῶν Χριστιανῶν -῾Υδραῖοι περὶ τοὺς 150, καὶ ἄλλοι τόσοι ὁμοῦ Σπετσιῶται, Ψαριανοί, Κασιῶται, ἄλλοι Σποραδῖται, κι ὀλίγι- στοι ἀπ᾿ ἄλλας νήσους. Καὶ ὁ πρῶτος ποὺ ἐπεσκέφθη ἐπισήμως τὸν καπετὰν-πασὰν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος ἦτον ὁ πρῶτος προεστὼς τοῦ χωρίου, ὁ Κουμπὴς Νικολάου, παλαιὸς γνώριμός του.

Εἶχεν ὁ ναύαρχος ᾿Αχμέτης ἐπὶ τοῦ πλοίου γραμματικὸν Φαναριώ- την, εἰς δυσμένειαν περιπεσόντα, ἐκ τῆς οἰκογενείας τοῦ Μ. ῾Ο στόλαρχος τὸν εἶχεν ὑποχρεώσει ν᾿ ἀλλάξη τ᾿ ὄνομά του, καὶ τὸν προσέλαβε κρύβδην ὡς γραμματέα. ῾Ο ἔξυπνος Γραικὸς ἦτο, ὡς εἰκός, πολὺ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν ἀφέντην του, ὅσον πᾶς τις εἰς τὴν θέσιν του ὀφείλει νὰ εἶναι.

................................................................................

῾Ο Κουμπὴς Νικολάου, μαῦρος, ρωμαλέος, ἐπιβλητικὸς μὲ τὸ τσιμ- πούκι, μὲ τὰς κινητὰς μακρὰς χειρίδας, καὶ μὲ τὰ τσόχινα ἀνωβράκια του, προῄδρευε συνήθως εἰς τὸ Κιόσκι, δίπλα στὴν Μεγάλην Στέρναν, κι ἀντίκρυ στὸ τζαμί· ἐκεῖ ἦτο εἷς Τοῦρκος τσαούσης, στὸ διπλανὸν κονάκι, διὰ τὸν τύπον –ὅπου συνηθροίζοντο συνήθως οἱ προεστοί. Διελέγοντο, ἐσυμβουλεύοντο, κι ὑπερίσχυε συνήθως ἡ γνώμη τοῦ ζωηροτέρου, ὅστις εἶχεν ἑκάστοτε ἀρκετὸν σθένος, ὥστε νὰ πειθα- ναγκάζῃ τοὺς ἄλλους. Τὸ χάρισμα αὐτὸ τὸ εἶχεν εἰς μέγαν βαθμὸν ὁ Κουμπής. Μελαψός, στιβαρός, ἀπότομος, ἐνόει νὰ γίνεται ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Καὶ ἐγίνετο σχεδὸν πάντοτε. Διότι, ἂν καὶ δὲν ἐδέχετο ὁ χαρακτήρ του τὴν κολακείαν, ἀλλ᾿ ἦτο ἁπλοῦς καὶ εὐθύτατος, τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς ᾿Αγάδες. 

᾿Εν τούτοις, κατ᾿ οἶκον εἶχε διαφόρους πειρασμοὺς ὁ Κουμπής. Τὴν χρονιὰν ἐκείνην εἶχε κολλήσει στὸν νοῦν τοῦ Κουμπῆ, ὅτι ἔπρεπε νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του, ἐπειδὴ ὕστερ᾿ ἀπὸ 15 χρόνων συζυγίαν δὲν τοῦ εἶχε κάμει παιδί. ῾Ο Κουμπὴς δὲν ἐνόει νὰ ἔχῃ παλλακίδα

–«πόρνους καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός». Αὐτὸ τὸ ρητὸν σχεδὸν μόνον ἀπ᾿ ὅλην τὴν Γραφὴν ἤξευρεν. ᾿Αλλὰ πῶς νὰ υἱοθετήσῃ ξένον γέννημα (ξένο κριὰς νὰ μὴ θρέψῃς, ἔλεγε, χυδαία τις παροιμία); Διὰ νὰ τὸν βλασφημοῦν τ᾿ ἀνίψια μετὰ τὸν θάνατό του, ἐπειδὴ θὰ τοὺς ἀνεκλή- ρωνεν; ῍Η πῶς ν᾿ ἀφήσῃ τὸ βιό του σ᾿ ὅλους αὐτούς, ὁποὺ θὰ ἐμάλω- ναν μετὰ τὴν τελευτήν του, ποῖος νὰ πάρῃ τὰ πλειότερα, καὶ ἴσως θὰ ἀστοχοῦσαν νὰ τοῦ κάμουν τὰ ψυχικὰ– καὶ πάλιν αὐτὸ θὰ ἦτο κατάρα καὶ βάρος εἰς τὴν ψυχήν του; Καλὰ εἶπεν ὁ Κύριος: «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ διάδος πτωχοῖς». ᾿Αλλὰ κι οἱ καλόγεροι, δι᾿ οὓς φαίνεται νὰ τὸ εἶπε, κι αὐτοὶ περιμένουν πότε νὰ πωλήσῃ ἄλλος τὰ ὑπάρχοντά του, ἢ καὶ νὰ τοὺς τὰ χαρίσῃ, διὰ νὰ ἔχουν νὰ τρῶνε, ἀλλὰ καὶ διεκδικοῦν λυσσωδῶς «τὰ κτήματα τῆς Μονῆς», διὰ νὰ τρώῃ ὀρφοὺς καὶ γουρουνόπουλα ὁ Δεσπότης, ὁ Πίτροπος, ὁ Βοΐβοντας, ὁ γραμματικὸς καὶ τόσοι ἄλλοι.

᾿Ανάγκη πᾶσα νὰ τραβήξῃ τις τὸ σκοινί του –νὰ βαστήσῃ τὸν ζυγόν του, νὰ μεταφέρῃ τὸ φορτίον του. ῾Ο κυρ-Κουμπής, ἐνῶ κατὰ τὰ ἄλλα ἦτο τόσον αὐστηρὸς ἄνθρωπος, εἶχε κι αὐτὸς μίαν ἀδυναμίαν· ἐπόθει νὰ ἔχῃ μικρὸν νινί, χαριτωμένον, ἀγγελικὸν πλάσμα, διὰ νὰ τὸ χορεύῃ στὰ γόνατά του. ῾Η Σεραϊνὼ ἦτο σαράντα χρόνων, καὶ μετὰ τόσα χρόνια, 15 περίπου, δὲν ἐγέννησε τίποτε. «Οὔτε παιδί, οὔτε κουτάβι, οὔτε κλοῦθο». Αὐτὸς ἦτο πεντηκοντούτης ὡς ἔγγιστα. ῾Η Λουλούδα ἡ ἀντικρυνή του ἦτο μόλις τριάντα χρόνων ἴσως –ὡραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχὴ καὶ ἄμεμπτος, ἀπροστάτευτη καὶ πεντάρφανη. ῞Ενα μόνον θεῖον εἶχε, κι ἐκεῖνος δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν προστατεύσῃ.

᾿Εσκέφθη νὰ τὴν ἀπαγάγῃ, καὶ νὰ δωροφορήσῃ ἕναν παπάν, ἢ καὶ νὰ τὸν βιάσῃ μὲ φοβέραν –ἐπειδὴ ἦτο γνωστὸν ὅτι τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς Τούρκους– νὰ τοὺς στεφανώσῃ. Καὶ τὸ πρῶτον στεφάνι τί θὰ ἐγένετο; Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀτιμάσει τὸ στεφάνι, οὔτε ἡ συμβία του.

«Πόρνους καὶ μοιχούς...». Θὰ τὸ ἔκαμνε μόνον διὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, κληρονόμον. ῞Οταν, τὰς ἡμέρας ἐκείνας, συνέβη νὰ κα- ταπλεύσῃ ὁ πασὰς μὲ τὴν ἀρμάδα, ὁ Κουμπὴς τὸ ἀπεφάσισε.

Κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν εἰς τὴν ναυαρχίδα συνωμίλησε μίαν ὥραν μετὰ τοῦ ᾿Αχμέτη-πασᾶ. Τί τοῦ εἶπε; Φαίνεται, ὁ Κουμπὴς τοῦ ἐζήτησεν ἐκδούλευσιν, καὶ ὁ Τοῦρκος ναύαρχος τοῦ ὑπεσχέθη.

Τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωσεν, ὁ Κουμπὴς εἶχεν ἀρματώσει μίαν σκαμ- παβίαν μὲ ἓξ κουπία. Τοὺς δύο ἐκ τῶν κωπηλατῶν, ψαράδες τοῦ γιαλοῦ, ὅπου ἦσαν ἄνθρωποί του καὶ λίαν ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτόν, τοὺς ἔπεισε ν᾿ ἀνέλθωσι τὸν ἀνήφορον –ὑψηλόν, ἀπότομον, πετρώδη, ὅπου ἔφερεν ἀπὸ τὸν Γιαλὸν εἰς τὸ Κάστρον, ὑποκάτω στὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, ἀπὸ ἄσχιστον ἀγριόξυλον, παρὰ τὸ χάσμα, ὅπου ἔχαινεν ἄβυσσος καὶ κρημνός, ὁποὺ ἔπιανε πάντα ἄνθρωπον ἴλιγγος καὶ σκο- τοδίνη. Τὴν γυναῖκα του τὴν Σεραϊνώ, τὴν εἶχε κράξει τὸ πρωί, καθὼς κατέβαινεν ἀπὸ τὸν κρεμαστὸν σοφάν, ὅπου εἶχε κοιμηθῆ, κι ἐφόρεσε τὰ πανωβράκια, μὲ τὰς κεντητὰς βρακοζώνας καὶ τὰ πλατέα μανίκια, κι ἔπινε τὸ πρωινὸν σερμπέτι του. Διότι μόλις εἶχεν εἰσαχθῆ τότε εἰς τὸν τόπον ὁ καφές. Τὸν εἶχε φέρει πρῶτος ὁ κυρ-᾿Αλεξανδράκης ὁ Λογοθέτης, ἄλλος προεστὼς κι αὐτός, ἐμπορευόμενος ἀπὸ τὴν Μολ- δοβλαχίαν, κι ὁ κυρ-Κουμπής, ἐπειδὴ δὲν ἦτο εὔκολος νεωτεριστὴς εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα -μόνον εἰς τὸν γάμον ἔθελεν, ὄχι νὰ νεωτερίσῃ, ἀλλὰ νὰ πραξικοπήσῃ, καὶ δώσῃ κακὸν παράδειγμα– δὲν τὸν εἶχε συνηθίσει ἀκόμη. ῎Εκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε·

–Τ᾿ ἀκοῦς, Κουμπίνα; Τὸ βράδυ, σὰν σουρουπώση, νὰ πᾶς ν᾿ ἀνάψῃς τὰ καντήλια τ᾿ ῞Αϊ-Προκοπίου, κάτω στὸ ρέμα. Τὸ ἔχω τάξιμο ἀπὸ καιρό. Μεθαύριο εἶναι ἡ μνήμη του, κι αὔριο δὲν θὰ πάρῃς εὔκολα ἀράδα, θὰ κουβαλήσουν χίλια λαδικά. Πάρε μαζύ σου καὶ τὴν φτωχὴ γειτόνισσά μας τὴν Λελούδα, ἐπειδὴ καὶ εἶναι κι αὐτὴ ἀνέβγαλτη, καὶ δὲν ἔχει ἄλλη παρηγοριὰ ἀπὸ σένα, ποὺ θὰ εἶναι μοναξιά, νὰ πᾶτε ν᾿ ἀνάψετε τὰ καντήλια, νὰ σεργιανίσετε κι ὅλας.

–῎Ακουσε νὰ σοῦ πῶ, νἄχω καὶ τὸ συμπάθιο Κουμπή, ἀπήντησε τὸ Σεραϊνώ. ῾Η Λελούδα εἶναι, ὅπως εἶπες, ἀνέβγαλτη, καὶ τώρα εἶναι ἐδῶ ἡ ἀρμάδα. Ποιός ξέρει, ἂν δὲν βγοῦν οἱ Τουρκαλάδες ὄξω στὴ στεριά, νὰ πάρουν ἀράδα τὶς ἀβραγιὲς καὶ τὰ χωράφια. ῾Η Λελούδα θὰ φοβᾶται νἀρθῇ μαζύ μου.

–᾿Ακοῦς τί σ᾿ λέω, Κουμπίνα; ᾿Εσὺ νὰ τὴν καταφέρῃς, νἀρθῇ μαζύ σου. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σᾶς πειράξῃ, χριστιανὸς ἢ Τοῦρκος ἢ ἄλλος, ἂς εἶναι καὶ διάβολος μὲ τὰ κέρατα; Δὲν ξέρεις ὅτι τἄχω καλὰ μ᾿ τσ᾿ ἀγάδες; ῎Εχουν ἄλλοι ἀπὸ μένα ἐδῶ στὸ χωριὸ κόνσολα κι ἀποκούμπι; 

᾿Εγὼ εἶμ᾿ ἐδῶ. Ποιός θ᾿ ἀποκοτήσῃ νὰ σᾶς πειράξῃ;

῾Η Κουμπίνα, ἂν καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ καταδαμάσῃ τὴν ἀλλόκοτον ὑποψίαν ποὺ τῆς ἦλθε στὸν λογισμόν, συνεμορφώθη μὲ τὴν παραγ- γελίαν τοῦ συζύγου της. ῏Ητο ἁπλῆ καὶ δὲν ἐπονηρεύετο. «῾Η δὲ γυνὴ ἕνα φοβεῖται, τὸν ἄνδρα». Τῆς γίδας τὰ κέρατα εἶναι κυρτά, εἰς σημεῖον ὑποταγῆς, φαίνεται, εἰς τὸν ὑψικέρατον τράγον. Τῆς κότας ἡ λοφιὰ εἶναι ἀμαυρὰ καὶ ταπεινή, καὶ τοῦ πετεινοῦ εἶναι κόκκινη, ὑψηλὴ καὶ ἐξηρμένη, καὶ ὅλον τὸ σῶμα του μὲ ὑψηλὰ σκέλη ἀνωρ- θωμένον. Παντοῦ ἡ ὑποταγὴ τῆς θηλείας εἰς τὸν ἄρρενα.

῾Η φτωχὴ Λελούδα, ἅμα εἶδε τὴν πρώτην ἀρχόντισσαν τοῦ χωριοῦ καὶ τὴν παρεκάλεσε νὰ ὑπάγῃ μαζύ της εἰς βραχεῖαν ἐκδρομὴν ἔξω τοῦ Κάστρου, ἐπειδὴ ᾐσθάνετο κι αὐτὴ ὑπολανθάνουσάν τινα ἀνάγκην ν᾿ ἀλλάξῃ τὸν ἀέρα, ὕστερ᾿ ἀπὸ πολλοὺς μῆνας ὁποὺ δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὸ ταπεινὸν καλύβι της, ἐπείσθη. ῾Η Κουμπίνα τῆς εἶπεν, ὅτι δὲν εἶχον νὰ φοβηθοῦν τοὺς Τούρκους, καθότι μέσα στὰ καράβια ἦσαν καὶ πολλοὶ ναῦται χριστιανοί, Ὑδραῖοι καὶ ἄλλοι κι ἂν θὰ ἔβγαιναν καὶ Τοῦρκοι, ὁποὺ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ ἔβγουν, διότι ἅμα θὰ ἐφυσοῦσε καιρός, στὸ ἀμπαγιέρι, εὐθὺς ἡ ἀρμάδα θὰ ἔφευγε. ᾿Αλλὰ κι ἂν ἐξα- κολουθοῦσε ἀκόμη μπονάτσα, κι ἂν ἔβγαιναν Τοῦρκοι, ὁ Κουμπὴς ἔκοβε τὸ σπαθί του, καὶ τὰ εἶχε καλὰ μὲ τοὺς ἀγάδες, «γιὰ τὸ καλὸ τῆς χριστιανωσύνης», καὶ δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ πειράξουν ἄνθρωπον.

῾Η Λελούδα ἐφόρεσε ἕνα πουκάμισο κόκκινο, κεντητὸν μὲ μετάξι, ἕνα ὡραῖο φουστάνι «μόρικο», ποὺ ἔκανε νερὰ-νερὰ -(δὲν ἐτόλμα ποτέ της νὰ ἐλπίσῃ, ὅτι θὰ ἐγίνετο νύφη, ἂν καὶ εἶχε χρυσοΰφαντα ποδογύρια καὶ ἀργυρᾶ τσαπράκια χρυσοποίκιλτα στὴν κασέλα της), ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, ἔβαλε τὸ λαδικὸ μέσα, καὶ τρία κηριά, κι ὀλίγο λιβάνι στὸ χαρτὶ- ἀκόμη καὶ μικρὸ προσφάγι, ψωμὶ κι ἐλιές, ἐπειδὴ ἦτο Παρασκευή, καὶ ἀκολούθησε τὴν Κουμπίναν.

῾Ο Κουμπὴς ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ὑπάγει πρὸς συνάντησιν τοῦ παπα- Σταμέλου, ἐνορίτου του, ἐφημερεύοντος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ εἶπε·

–Τὸ βράδυ-βράδυ, νὰ πάρῃς τὸ πετραχήλι σου, καὶ τὸ ἁγιασματάρι· θὰ πᾶμε μαζύ, γιὰ νὰ ψάλῃς ἁγιασμὸ στὴ φεργάδα.

῾Ο παπὰς τὸν ἐκοίταξε μὲ ἀπορίαν.

–Μὴ σοῦ φαίνεται παράξενο. Εἶναι τόσοι χριστιανοὶ μὲς στὰ καράβια. ῾Ο γραμματικὸς τοῦ καπετὰν-πασᾶ εἶναι χριστιανός, ὁμο- εθνής μας, ὁ λοστρόμος χριστιανός, σ᾿ ὅλα τὰ καράβια εἶναι ἀσκέρι χριστιανοί. Στὴ φεργάδα εἶναι τὸ ἕνα τρίτο. ῾Ο ἴδιος ὁ πασὰς σέβεται τὰ θεῖα, κι ἐπικαλεῖται τὸν ῞Αϊ-Γιώργη, τὸν ῞Αϊ-Δημήτρη, καὶ τὴν Με- ριὲμ-᾿Ανὰ (τὴν Παναγίαν). Πάρε κι ἕνα Τετραβάγγελο μαζύ σου, γιατὶ θὰ χρειασθῇ, θαρρῶ, νὰ διαβάσῃς ὀλίγα κεφάλαια στὸ λοστρόμο, ποὺ εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ μελαγχολία, καὶ δὲν ξέρει τί ἔχει.

῾Ο ἱερεὺς τὸν ἤκουε σύννους. ῾Ο Κουμπὴς ἐξηκολούθησεν·

–῍Αν θέλῃς, παπά μου. Σ᾿ ἐπροτίμησα ὡς ἐνορίτη μου. ῍Αν δὲν θέλῃς, θὰ προσκαλέσω τὸν παπα-Φραγκούλη, τὸν σύντροφόν σου στὸν Χριστό, ἢ τὸν παπα-Δανιέλο ἀπ᾿ τὸν ῞Αϊ-Νικόλα. Μὴ φοβᾶσαι τίποτε, παπά μου· ἔχω ὁρισμὸν ἀπ᾿ τὸν ᾿Αχμὲτ-πασά. Θὰ πάρῃς γιὰ τὸν κόπον σου ἕνα σελήμι (τάλληρον), καὶ παραπάνω. ᾿Αλλιῶς, θὰ θυμώσῃ ὁ πασὰς μ᾿ ἐμένα, καὶ μὲ σᾶς τοὺς παπάδες, πὼς δὲν τοῦ ἔκαμα τὸν λόγον του.

Τὴν ὥραν ποὺ ἔβγαιναν ἡ Κουμπίνα κι ἡ Λελούδα ἀπὸ τὸν ῞Αγιον Προκόπιον, ὅπου εἶχον ἀνάψει τὰ κανδήλια, εἶχε σουρουπώσει πλέον, καὶ σκότος ἤρχισε ν᾿ ἁπλώνεται εἰς ὅλην τὴν κρημνάδα αὐτήν. Μακράν, πρὸς δυσμάς, ἐφαίνοντο φῶτα εἰς τὸν ναΐσκον τῆς ῾Αγίας Κυριακῆς, ὅπου θὰ εἶχεν ἀρχίσει ὡς ἔγγιστα ἡ ἀγρυπνία. Αἱ δύο γυ- ναῖκες εἶχον ἐπισκεφθῆ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τὸ παρεκκλήσι καὶ κατόπιν εἶχον μεταβῆ εἰς τὸν ῞Αγιον Προκόπιον.

Τὸ μονοπάτι ἐκατηφόριζε ἀποτόμως πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, καθὼς ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον τοῦ ῾Αγίου κι ἔβγαινον ἐγγύτατα εἰς τὸν αἰγιαλόν. Εἶτα ἀνήρχετο πάλιν, κι ἀνηφόριζε πλαγινὰ βαθμηδὸν βαῖνον πρὸς τὴν εἴσοδον τοῦ Καστριοῦ, εἰς τὴν γέφυραν. ᾿Εκεῖ ποὺ ἐπατοῦσαν αἱ δύο γυναῖκες, εἰς τὸ παρδαλὸν σκότος, ἦτο ἄκρα μοναξιά, δὲν ἐφαίνετο ψυχὴ ζῶσα.

῎Ω, καλλίτερον νὰ μὴν ἦτο ψυχὴ ζῶσα τὴν ὥραν ἐκείνην, διὰ τὴν Κουμπίναν, καὶ διὰ τὴν Λελούδαν –τὴν τρομάρα ποὺ πῆραν αἱ δύο γυναῖκες!– εἰς τὸ μέρος αὐτό. Δύο ἄνθρωποι, κρυμμένοι ὄπισθεν βράχου, εἰς τὸν ὄχθον τοῦ δρόμου, ὡμίλησαν ἑλληνιστί·

–Σταθῆτε! Μὴ φοβᾶσθε...

–῎Ωχ! Τί εἶναι; ῎Αχ! Θέ μου, ῞Αϊ-Προκόπη μου. ῎Αχ! Παναγία μου!

Πρὶν ἀρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος ἐξ ὄπισθεν τοῦ βράχου προέκυψεν ὁ Κουμπής.

–Μὴ φοβᾶσαι, ἀθώα Λελούδα! Κουμπίνα, νὰ πᾶς στὸ σπίτι σου.

῎Ελα μαζί μας, Λελούδα.

–Νά᾿ ρθῇ; Ποῦ νά ᾿ρθῇ; Σὲ καλό σου, Κουμπή, ἐτόλμησε νὰ ψελλίσῃ ἡ Κουμπίνα.

–Σύρε στὸ σπίτι σου, Κουμπίνα, ἐπανέλαβεν ὁ σύζυγός της. Λε- λούδα, ἔλα, θὰ πᾶμε στὴν φεργάδα.

–Στὴν φεργάδα! ἐπανέλαβεν ὡς ἠχὼ ἡ Κουμπίνα.

῾Ο Κουμπής, διὰ νὰ μὴ τρομάξουν πάρα πολὺ αἱ δύο γυναῖκες, εἶχε σκεφθῆ, ὅτι προκριτώτερον θὰ ἦτο νὰ λάβῃ αὐτὸς μέρος εἰς τὴν σκηνὴν τῆς ἀπαγωγῆς. ῾Η Σεραϊνώ, μαντεύσασα παραχρῆμα τί ἔμελλε νὰ συμβῇ, ταπεινὴ καὶ ἐγκαρτεροῦσα, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, ἔπεσε γονυπετὴς πρὸ τῶν εἰκόνων καὶ προσηυχήθη. Εἰς μίαν γειτόνισσαν ἀδιάκριτον, ἢτις εἶχεν ἀναβῆ καὶ τὴν ἠρώτα ἐν ἀπορίᾳ τί ἔγινεν ἡ Λελούδα καὶ διατὶ δὲν ἐπέστρεψε μαζύ της ἀπ᾿ τὸ ξωκκλήσι, ἀπηλογήθη·

–῎Εμεινε στὴν ῾Αγία Κυριακή. ῎Εχει ἀγρυπνία ὁ παπα-Φραγκούλης, κι εἶναι κόσμος ἐκεῖ. ῍Αν μποροῦσα κι ἐγώ, θὰ ἔμενα. Μὰ δὲν εἶχα τὴν ἄδεια ἀπ᾿ τὸν Κουμπή.

Μεγάλη βάρκα, μὲ ἓξ κουπιά, ἐπερίμενεν εἰς τὴν ρίζαν τοῦ θα- λασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εἰς ἕνα χαμηλὸν καὶ τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικὴν ἀποβάθραν. ῾Ο παπα- Σταμέλος, τυλιγμένος ὡς τὸ λαιμὸν εἰς το ράσον του, μὲ τὸ κωνο- ειδὲς καλυμμαύχι του κατεβασμένον ὡς τὰ φρύδια καὶ τὰ πτερύγια τῶν ὤτων, ἐκστατικός, φοβισμένος, ἐπερίμενε καθήμενος παρὰ τὴν πρύμναν. Οἱ ἓξ κωπηλάται, ὅλοι Γραικοί, ἐκ τῶν ἀγημάτων, ὕψωσαν τὰς κώπας. ῾Η Λελούδα, ὠχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος καὶ σχεδὸν νεκρά, καὶ ζῶσα ὡς ἐν ὀνείρῳ, ἐπεβιβάσθη, ὑποβασταζομένη ἀπὸ τὸν Κουμπήν. Οἱ δύο νομάτοι, οἵτινες ἦσαν συνεργοὶ τῆς ἁρπαγῆς, ἠκο- λούθησαν μετ᾿ αὐτούς. ῾Ο εἷς ἐκάθισεν ἐπὶ τῆς πρώρας, καὶ ὁ ἕτερος ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ πρὸς τὴν πρύμναν, εἰς τὸ πηδάλιον.

–῎Αφσε, κυβερνῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Κουμπής.

῾Ο ἄνθρωπος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πρῶραν. ῾Ο νησιώτης προεστὼς ἔλαβε τοὺς οἴακας, αἱ κῶπαι ἔπληξαν τὰ κύματα, καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ ἡ βάρκα ἔφθασε παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς ναυαρχίδος.

῾Ο ναύαρχος ᾿Αχμὲτ-πασὰς δὲν ἐφάνη οὔτε ἐπὶ τοῦ σκάφους, οὔτε εἰς τὸν θάλαμον αὐτοῦ, ὅπου κατῆλθον οἱ ἐπισκέπται. ῾Ο Κουμπὴς ἔλειψεν ἐπὶ τρία λεπτά, πρὶν κατέλθωσι κάτω, ὁ δὲ παπὰς καὶ ἡ Λε- λούδα ἐκοίταζον ἀλλήλους, ἐκοίταζον τοὺς ναύτας μὲ τὰ τουρκόφε- σα, ἐκοίταζον τὰ ὑψηλὰ κατάρτια καὶ τὰ πολυσύνθετα ἄρμενα, ὑπὸ τὸ φῶς δύο μεγάλων φαναρίων, κρεμαμένων πρὸς τὰ κάτω ἐπὶ τοῦ πρυμναίου ἱστοῦ.

῾Ο Κουμπὴς ἐφάνη μετ᾿ οὐ πολύ. Φαίνεται, ὅτι εἶχεν ὑπάγει νὰ κάμῃ τὸν συνήθη τεμενὰν εἰς τὸν Τοῦρκον ναύαρχον, καὶ νὰ τοῦ δώσῃ λόγον περὶ τοῦ βαθμοῦ ὅπου εἶχε φθάσει ἡ ὑπόθεσις, δι᾿ ἣν εἶχε ζητήσει τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν προστασίαν του. ῾Ο καπετὰν-πασὰς ἐπένευσε καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν ῞Ελληνα γραμματέα του νὰ τὸν ἀντιπροσωπεύσῃ.

῾Ο Φαναριώτης ἐφάνη καὶ ὡδήγησε τοὺς ἐπισκέπτας κάτω εἰς τὸν ἴδιόν του θάλαμον. ᾿Εκεῖ τὸ πρῶτον ὅπου εἶδεν ἡ Λελούδα, ἅμα ἤρχισε νὰ συνέρχεται βαθμηδὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις της, ἦτο μία εἰκὼν φέρουσα τὴν Παναγίαν μὲ τὸν Χριστὸν βρέφος, καὶ ὑποκάτω τὸν ῞Αγιον Νικόλαον, ἱεράρχην μὲ πολιὰ στρογγύλα γένεια, κρατοῦντα Εὐαγγέλιον κι εὐλογοῦντα. 

Μετὰ τὸ λουκούμι καὶ τὴν μαστίχαν, τὰ προσενεχθέντα εἰς τοὺς ἐπισκέπτας, ἐξ ὧν ἡ Λελούδα δὲν ἠμπόρεσε νὰ γευθῇ τι, ὁ Φανα- ριώτης ἔβηξε, κι ἔλαβε τὸν λόγον·

–Λοιπόν, παπά μου, ἂν ἀγαπᾶς τώρα, φόρεσε τὸ πετραχήλι, κι ἄνοιξε τὸ βιβλίο σου.

῾Ο ἱερεὺς ὑπήκουσε μηχανικῶς. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην κατῆλθε τὴν σκάλαν τῆς καμπίνας εἷς ναύτης, ὅστις ἦτο ἐκ τῶν κωπηλατῶν τῆς βάρκας. ᾿Ενεχείρισεν εἰς τὸν Κουμπὴν ἓν μικρὸν δέμα, ἐντὸς μετα- ξωτοῦ προσοψίου, ἐπίπεδον, κυκλοτερές.

–Αὐτὸ τὸ ηὗρα μὲς στὴ βάρκα, εἶπεν.

–Α! κι ἐγὼ τὰ ξέχασα, εἶπεν ὁ Κουμπής.

῏Ησαν στέφανα τοῦ γάμου, τὰ ὁποῖα ὁ Κουμπὴς εἶχε κατασκευάσει, φαίνεται, λάθρα καὶ ἰδιοχείρως, τὴν ὥραν ποὺ ἡ Κουμπίνα εἶχε κινήσει νὰ ὑπάγῃ στὸν ῞Αϊ-Προκόπην μαζὺ μὲ τὴν Λελούδαν. Εἶχε λάβει δύο κληματίδας λεπτὰς ἀπ᾿ τὴν πλουσίαν ἀναδενδράδα τῆς αὐλῆς του, τὰ εἶχε τυλίξει μὲ βαμβάκι, κι ἐκόλλησεν ἐπάνω ὀλίγον χρυσόχαρτον, τὸ ὁποῖον εὗρε εἰς τὰ συρτάρια τῶν ἐργοχείρων τῆς γυ- ναικός του, περίσσευμα ἀπὸ στέφανα ἄλλων γάμων, ἐπειδὴ ἡ Χατζίνα ἠγάπα τὰ τοιαῦτα κοινωνικὰ χρέη, καὶ συχνὰ ἐγίνετο συντέκνισσα εἰς ἀνδρόγυνα, καὶ νονὰ εἰς βρέφη –ἀκούουσα ἑκάστοτε τὴν συνήθη ἐγκάρδιον εὐχήν· «῞Οπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδι, νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα, συντέκνισσα»· δηλ. νὰ ζήσῃ νὰ στεφανώσῃ τὰ νεοφώτιστα, ὅσα εἶχεν ἀναδεχθῆ. 

῾Ο Κουμπὴς ἀπώθησε τὰ στέφανα ἐπὶ τῆς τραπέζης, κάτω τῆς Ἁγίας εἰκόνος, ἔκαμεν ἕνα σταυρόν, κι ἔδωκε τὴν χεῖρα εἰς τὴν Λελούδαν.

–῎Ελα, ἀγάπη μου.

῾Η κόρη ἐσηκώθη μηχανικῶς. Οὔτε ἤθελεν, οὔτε ἠδύνατο ν’ ἀντι- σταθῇ.

᾿Εστάθη ἐκεῖνος δεξιά, καὶ αὕτη ἀριστερά, ἀντικρὺ τῆς εἰκόνος.

–Τώρα θὰ μᾶς κάμῃς πατριαρχικὸν γάμον, δέσποτα, ὅπως συ- νηθίζουμ᾿ ἐμεῖς στὸ Φανάρι. ᾿Ερώτα τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν ἀμοιβαίως.

῾Ο παπὰς ἔντρομος, ἔμεινεν ἀδρανής.

–᾿Εγὼ δι᾿ ἁγιασμὸν ἦρθα, ἐψέλλισεν ὁ ἱερεύς. Δὲν ἤξερα πὼς ἦτον γάμος, νὰ πάρω τὸ Βαγγέλιο καὶ τὸ θυμιατό, νὰ πάρω καὶ τὸ φελόνι μου.

–Θυμιατὸ ἔχουμ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Κι ἕνα Τετραβάγγελο, μοῦ βρίσκεται.

–Δὲν ἐπῆρες τὸ Τετραβάγγελο, παπά, ποῦ σοῦ εἶπα; ἠρώτησεν ὁ Κουμπής.

῾Ο παπὰς ἔμεινεν ἄφωνος. ῾Ο γραμματεὺς ἐπανέλαβε.

–Δὲν ἐπῆρες τὸ Τετραβάγγελο;

–Δὲν πειράζει. ῎Εχω Τετραβάγγελο.

῎Ηναψαν κηρία, εὑρισκόμενα ἐκεῖ ὑπὸ τὸ εἰκονοστάσιον. ῾Ο Φα- ναριώτης ἐστάθη ὄπισθεν τοῦ ζεύγους.

῾Ο παπὰς ἤνοιξε μηχανικῶς τὸ μικρὸν εὐχολόγιον, ἢ ἁγιασματάρι- ον, ποὺ ἐκράτει, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον φωνὴν τὰς εὐχὰς τῆς ἀνομβρίας.

Πρὶν συμπληρώσῃ τὴν πρώτην εὐχήν, ὁ Φαναριώτης ἐνόησε καλά, κι ἐπενέβη.

–Δὲν εἴχομεν ἀνομβρίαν, δόξα τῷ Θεῷ, φέτος, παπά μου, ἔκαμε τόσες βροχές. Λάθος ἔκαμες. Εὑρὲ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ γάμου.

῾Ο ἱερεὺς ἔστρεψεν ὀλίγα φύλλα τοῦ βιβλίου, ἐδίστασεν, ἔβηξε, καὶ πάλιν ἤρχισε νὰ μουρμουρίζῃ μὲ ταπεινοτέραν ἀκόμη φωνήν. ᾿Ανεγίνωσκεν αὐτὴν τὴν φορὰν τὴν ᾿Ακολουθίαν εἰς ψυχορραγοῦντας. 

–Σοῦ εἶπα, δέσποτα, εἶπεν ὁ Φαναριώτης. Ξέχασες νὰ ἐρωτήσῃς τοὺς μελλονύμφους, ἂν θέλουν νὰ παρθοῦν.

῾Ο παπὰς ἐστράφη πρὸς τὸ ζεῦγος καὶ ἠρώτησε μηχανικῶς·

–Θέλεις, Κουμπή, γιὰ γυναῖκα σου τὴν Λελούδαν;

–Τὴν θέλω.

–Θέλεις, Λελούδα, τὸν Κουμπήν;...

῾Η Λελούδα δὲν ἔσεισε τὴν κεφαλήν. ῎Εμεινεν ἀκίνητος, κάτω νεύουσα, μὲ ἁπλῆν καὶ περισσὴν σεμνότητα. ῾Ο σύντεκνος ὄπισθεν τοῦ ζεύγους ὤθησε τὴν κεφαλὴν τῆς νύφης. Εἶχε τὸ «καμάρι» τῆς νύφης καὶ συνάμα καὶ περισσότερον, εἶχε τὴν ἀφωνίαν τοῦ θύματος τοῦ ἀγομένου εἰς σφαγήν.

–Διάβασε, παπά, τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἀρραβῶνος καὶ κατόπιν τοῦ στεφανώματος.

῾Ο ἱερεὺς εἶπεν·

–῎Ας εἶναι, θὰ διαβάσω τὸν Δίγαμον.

῾Ο Φαναριώτης ἔμεινε σύννους, εἶτα εἶπε·

–Πῶς τὸν Δίγαμον;... ῾Η νύφη εἶναι παρθένος, κι ἔρχεται εἰς πρῶ- τον γάμον. Τὸν ἀρραβῶνα θὰ διαβάσῃς καὶ τὸ στεφάνωμα.

–Δὲν ξέρω τί γίνεται στὸ Φανάρι. Τὸν Δίγαμον θὰ διαβάσω, ἐπέ- μενεν ὁ ἱερεύς.

῾Ο γραμματεὺς τοῦ πασᾶ ὑπεχώρησεν. (῾Η παράδοσις λέγει, ὅτι ἠπείλησε νὰ κρεμάσῃ τὸν παπὰν εἰς τὴν κεραίαν τοῦ ἱστοῦ· ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑπόθεσις. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι ὁ Φαναριώτης ὑπεχώρησεν ἐν καιρῷ).

–῍Ας εἶναι. Διάβασε τὸν Δίγαμον.

῾Ο ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἤρχισεν. ᾿Αντήλλαξε τὰ δακτυλίδια.

῾Ο Κουμπὴς εἶχε τέσσερα ἢ πέντε, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, εἰς τοὺς δακτύλους του. ᾿Εχρειάσθησαν ἐξ αὐτῶν δύο, ἓν ἐκ τῶν δύο ποὺ εἶχεν εἰς τὸν παράμεσον καὶ ἓν εἰς τὸν μικρὸν δάκτυλον. Μετέβη εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ στεφάνου, χωρὶς νὰ εἴπη: Εὐλογημένη ἡ βασιλεία.

῎Αρχισε νὰ διαβάζῃ τὴν πρώτην εὐχὴν κατανυκτικά, ὅσον γίνεται λόγος περὶ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν καὶ περὶ ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Εἶτα εὐλόγησε τὰ στέφανα καὶ ὑπέδειξεν εἰς τὸν σύντεκνον πῶς θὰ τ᾿ ἀνταλλάξῃ τὰ στέφανα.

Εἶτα ἐκέρασε τοὺς νεονύμφους τὸ κοινὸν ποτήριον, τέλος ἐχόρευσε μαζύ τους τὸν χορὸν τοῦ ᾿Ησαΐα, κι ἔκαμε ἀπόλυσιν. Τὴν στιγμὴν ποὺ ὁ Φαναριώτης ἤλλαζε τὰ στέφανα ἐπάνω στὰ κεφάλια τῶν νεονύμφων, τρεῖς μεγάλες κανονιὲς ἐβρόντησαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα ἐκ τῶν πλευρῶν τοῦ πλοίου. ῞Ολον τὸ πέλαγος ἐσείσθη καὶ τὸ Κάστρον ἀντικρὺ ἐπῆγε καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν κρότον καὶ τὸν κλόνον. 

῾Ο νυκτοφύλαξ ποὺ ἐκάθητο ἐπάνω στῆς ᾿Αναγκιᾶς τὸ κανόνι, εἰς τὴν βορειοτέραν ἐσχατιὰν τοῦ Κάστρου, εἶδε τὴν λάμψιν, εἶδε τὸν καπνὸν ὑπὸ τὴν πυκνὴν ἀστροφεγγιάν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν μόλις εἶχε δύσει ἡ σελήνη (ἦτο ὡς ἑπτὰ ἡμερῶν καὶ ἐκόντευε μεσάνυχτα), κι ἔκαμε τὸν σταυρόν του, καὶ εἶπε·

–Πῶς ρίχνουν κανονιὲς μεσάνυχτα οἱ ἀγάδες; Μὴν ἔχουν ρα- μαζάνι;

Δύο γυναῖκες γειτόνισαι, ποὺ δὲν εἶχον ὕπνον κι ἐλαγοκοιμοῦντο, πλαγιασμέναι ἡ μία εἰς ἓν ὑπερῶον, πλησίον ἐκεῖ στῆς ᾿Αναγκιᾶς, ἡ ἄλλη εἰς ἓν κτῆμα, ὀλίγον παρακάτω, ἀνεσκίρτησαν. ῾Η πρώτη ἐσηκώθη, ἔρριψε βλέμμα ἔξω, κι ἠρώτησε τὸν νυκτοφύλακα, τί τρέχει.

–Οἱ ἀγάδες ἔχουν ραμαζάνι, ἀπήντησεν ὁ ἄνθρωπος.

–Καὶ τί θὰ πῇ ραμαζάνι;

–Ποιός ξέρει! (Νηστεία τῆς ἡμέρας καὶ γλέντι τῆς νυκτός).

Τῆς ἄλλης τὸ βρέφος ἐξύπνησεν εἰς τὰς ἀγκάλας, κι ἤρχισε τὰ κλάματα, καὶ δὲν ἤθελε νὰ μερώσῃ, μὲ ὅλα τὰ νανουρίσματα καὶ τὰ τραγούδια, ποὺ τοῦ ἔλεγεν ἡ μάννα του. Οἱ κανονιὲς εἶχον ἀντηχήσει πολύ, κι ἐβόησεν ὅλη ἡ ᾿Ηχώ, ἡ ᾿Αναγκιὰ τοῦ Κάστρου ἀντικρὺ στὰ δύο κάτασπρα νησιά, στοὺς βράχους καὶ στὰ ἄντρα.

Κάτω στὸ Κιόσκι, στὸν ἀρχοντομαχαλάν, κοντὰ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σεραϊνώ, ὁποὺ ἠγρύπνει εἰς τὸ σπίτι τοῦ Κουμπῆ, ἤκουσε τοὺς κανονιοβολισμούς, καὶ μόνη αὐτὴ τοὺς ἐξήγησεν εἰς τὴν ἀληθῆ σημασίαν των·

–Στεριωμένοι, καλορρίζικοι, ἐψιθύρισε, σχεδὸν ἄνευ πικρίας. Μὲ γυιούς, Κουμπή.

᾿Απὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἡ Σεραϊνὼ ὑπελόγιζε μετὰ βεβαιότη- τος ὅτι, ἐντὸς δύο ὡρῶν τὸ πολύ, τὸ ζεῦγος ἔμελλε νὰ φθάσῃ στὸ Κάστρον. Διότι δὲν θὰ ἦτο πιθανὸν νὰ πιστεύσῃ τις ὅτι θὰ ἐξημέρωναν ἐπὶ τῆς ναυαρχίδος. ᾿Εσκέφθη, ὅτι ἔπρεπε νὰ ζητήσῃ τῆς Λελούδας τὸ κλειδί, νὰ ὑπάγῃ νὰ διέλθῃ αὐτὴ τὸ λοιπὸν τῆς νυκτὸς ἀντικρύ, εἰς τὸ μικρὸ σπιτάκι ἐκείνης. Τότε ἐνθυμήθη, ὅτι τὸ κλειδὶ τὸ εἶχεν ἀφήσει ἡ Λελούδα εἰς τῆς Κουμπίνας, ἀκριβῶς εἰς τὸν ἀνατολικὸν

θάλαμον, ὅπου εὑρίσκετο τώρα αὐτή. Τὸ εἶχε κρεμάσει εἰς καρφί, ὑποκάτω στὰ εἰκονίσματα. ῾Η Σεραϊνὼ ἀνέβλεψε καὶ τὸ εἶδεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου.

῎Εκαμεν ἀκουσίαν χειρονομίαν νὰ τὸ λάβῃ. Εἶτα ἐκρατήθη, κι εἶπε:

«Καλλίτερα, ἂς ἔλθῃ, νὰ τῆς τὸ ζητήσω».

Τέλος περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἔφθασεν ἤρεμα καὶ ἐν ἄκρᾳ σιωπῇ τὸ ζεῦγος τῶν νεονύμφων. ῾Ο Κουμπής, ἔχων τόσην ἐπιρροὴν πάντοτε, ἀλλὰ πολλαπλασιαζομένην τώρα ὡς ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ τουρκικοῦ στόλου, εἶχε προδιαθέσει τοὺς προεστοὺς καὶ τὴν πολιτο- φυλακήν, λέγων, ὅτι εἶχε σπουδαίαν ὑπόθεσιν ἐπάνω στὴν φεργάδα, καὶ ὅτι θὰ ἔφθανε πολὺ ἀργὰ τὴν νύκτα. ῞Οθεν ἦτο ἀνάγκη νὰ χα- μηλώσουν τὴν γέφυραν καὶ ν᾿ ἀνοίξουν τὰς πύλας τοῦ φρουρίου.

῾Η Σεραϊνὼ ἤνοιξε τὴν θύραν εἰς τὸ πρῶτον κροῦσμα, ἐστάθη στα- θερά, ὑπομειδιῶσα καὶ τοὺς ηὐχήθη·

–Στερεωμένοι! Καλορρίζικοι! Μὲ γυιούς, Κουμπή...

–Πῶς ξέρεις;

–Ἦρθ᾿ ἕνα πουλάκι καὶ μοὖπε.

᾿Εστράφη πρὸς τὴν Λελούδαν.

–Νὰ πάρω τὸ κλειδὶ τοῦ σπιτιοῦ σου, νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ ἀπόψε;

῾Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα. Εἶτα ἐπρόφερε·

–Νὰ μὲ σχωρέσῃς!

–Σχωρεμένη καὶ βλοημένη νἆσαι, εἶπεν ἐν ἐγκαρτερήσει ἡ πρώην Κουμπίνα.

Τὴν ἐπαύριον πρωὶ ὁ Κουμπής, καθὼς ἐξῆλθε διερχόμενος πρὸ τῆς θύρας τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου, ἔκραξε τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε·

–Σεραϊνὼ (ἔπαυσε πλέον νὰ τὴν ὀνομάζῃ Κουμπίνα), πάρε τὰ ροῦχα σου, τὰ εἴδη σου, τ᾿ ἀτομικά σου, πάρε καὶ καμπόσα δικά μου, ὅσα θέλεις, καὶ σύρε νὰ καθίσῃς στὸ σπίτι τὸ δικό σου, ἐκεῖ στὸ Πρεγάδι. Θὰ στείλω μαστόρους νὰ τὸ μερεμετίσουν, ὅ,τι χρειάζεται, σήμερα. Καὶ σὲ παρακαλῶ, ὅσο μπορεῖς, νὰ τἄχῃς καλὰ μὲ τὴν Κουμπίνα.

–᾿Εγὼ θὰ τἄχω καλὰ μὲ τὴν νέαν Κουμπίνα, ὅπως τὰ εἶχα καὶ μὲ τὴν Λελούδα, ἀπήντησεν ἡ ἁπλῆ ψυχή. Καὶ σὲ περικαλῶ, Κουμπή, νὰ μ᾿ ἀφήσῃς νὰ καθίσω στὸ σπίτι σου, νὰ σοῦ ἀνατρέφω τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ κάμῃς.

–Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός, τὴν συγκίνησίν του.

῎Εκτοτε ὁ Κουμπὴς Νικολάου ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Κα- ραχμέτης, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Τούρκου ναυάρχου, κι οἱ ἀπόγονοί του ὀνομάζονται μέχρι σήμερον Καραχμεταῖοι. Διότι ἔτεκεν ἡ Λελούδα, καὶ ἡ Σεραΐνα ἀνέθρεψε, τὸν Κονόμον (᾿Αλέξανδρον), τὸν Μόσκοβον, τὸν Γεώργιον, τὸν Θωμᾶν καὶ ἄλλας τόσας θυγατέρας.

᾿Ολίγους μῆνας μετὰ τὸν γάμον, ἡ Λελούδα ἔκαμεν ἓν φοβερὸν λάθος, λίαν ἐπικίνδυνον. ῏Ητο μεγάλη ἑορτή, τῶν Βαΐων, κι ὁ Κουμπὴς ἐξύπνησε λίαν πρωί, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν Χριστόν, νὰ λετουργηθῇ. ῾Η νέα Κουμπίνα τοῦ εἶχε παραθέσει ἐπὶ τοῦ καναπὲ τὰ φορέματά του, διὰ ν᾿ ἀλλάξῃ, ἀλλ᾿ ἐπάνω εἰς τὴν βίαν καὶ τὸν φανατισμόν της, ἐπειδὴ ἐπτοεῖτο καὶ τὰ ἔχανεν εἰς τὰς φωνὰς καὶ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Κουμπῆ, ἀντὶ νὰ βάλῃ πουκάμισον τοῦ Κουμπῆ, τὸ ὁποῖον ἦτο μεταξωτὸν καὶ μὲ πλατείας κεντητὰς χειρίδας, ὅπως ἐσυνήθιζον τότε οἱ πρόκριτοι [οἱ δημογέροντες], ἔβαλεν ὑποκάμισον χρυσοκέντητον ἰδικόν της. ῾Ο Κουμπὴς τὸ ἐφόρεσεν εἰς τὸ θαμπερὸν τῆς αὐγῆς καὶ εἰς τὸ τρέμον φῶς τοῦ κανδηλίου, (μὲ ὑπναλέα ἀκόμη ὄμματα), ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι, τὸ λαχωρὸ ζωνάρι καὶ τὴν βελουδένια κζάκαν του καὶ ἐξῆλθεν.

῞Οταν εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, οἱ προεστοὶ γύρω, στὸν χορόν, εἶδον τὸ λάθος. ᾿Εκοίταξαν τὸ γυναικεῖον ὑποκάμισον τοῦ Κουμπῆ, καί τινες ὑπεψιθύρισαν, κι ἐδάγκασαν τὰ χείλη των, διὰ νὰ μὴ μειδιάσουν.

῾Ο Κουμπὴς τὸ ἐστοχάσθη. ᾿Εκοίταξε καλὰ τὸ ἴδιον στῆθος καὶ τὸν κορμὸν καὶ τὰς χεῖράς του καὶ τὸ ἀνεκάλυψεν.

᾿Εξῆλθε δρομαίως. ᾿Εφρύαξε κι ἔτρεξε μὲ σκοπὸν καὶ ἀπόφασιν νὰ σκοτώσῃ τὴν Λελούδαν.

Αἱ δύο γυναῖκες εἶχον ἐνδυθῆ. ᾿Εφόρεσαν ἡ παλαιὰ Κουμπίνα τὰ σεμνὰ καὶ ταπεινά της, κι ἡ νέα τὰ νυφιάτικα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχε φορέσει στὸν γάμο της, κι ἦσαν ἕτοιμαι νὰ ἐξέλθωσι, διὰ τὴν ἐκκλησίαν.

Μὲ ἓν βλέμμα ἡ Σεραΐνα ἐνόησεν ἅμα εἶδε τὸν Κουμπήν.

Οὗτος ἐσήκωσεν ἤδη τὴν χονδρὴν καὶ σιδεροκέφαλον ράβδον του ἐναντίον τῆς Λελούδας·

–Παλιοβρώμα!...

῾Η Σεραΐνα ἔπεσεν ἐπάνω στὴν ράβδον, εἰς τὰ γόνατά του, εἰς τοὺς πόδας του.

–῎Ελεος, Κουμπή, ἔλεος! Δὲν τὸ ἤθελεν ἡ καημένη. Λάθος ἔκαμε, ἐπάνω στὴ βία της, στὴ σαστιμάρα της. Δὲν ἐπῆρε ἀκόμη τὰ χούϊα σου, τὰ συστήματά σου, Κουμπή. Σχώρεσέ την γιὰ πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. ῎Ελεος, Κουμπή μου, ἔλεος! 

῾Ο Κουμπὴς ἐκάμφθη.

῾Η Σεραΐνα ἐπέζησε δέκα ἢ δώδεκα ἔτη, ὅσα ἤρκουν διὰ ν᾿ ἀναθρέψῃ τὰ τέκνα τοῦ Κουμπῆ. ᾿Ανεπαύθη κι ἐτάφη ἔξωθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, σιμὰ εἰς τὴν πελωρίαν κοκκινομορέαν καὶ παρακάτω ἀπὸ τὸν τεράστιον σχοῖνον, κυρτὸν ἐν εἴδει καλύβης καὶ ἀποστάζο- ντα δάκρυ λιβάνου, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὴν ὡραίαν καὶ τόσον ζωηρὰν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου, τὴν ἐπὶ τοῦ ἀνωφλίου τοῦ ναοῦ. ῞Οταν ἐπῆγαν μετὰ τρία ἔτη νὰ σκάψουν διὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν λειψάνων της, λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωμα ὡς βασιλικοῦ, μόσχου καὶ ρόδου ἅμα, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς μυκτῆρας τοῦ ἱερέως, τοῦ σκάπτοντος ἐργάτου, τῆς Λελούδας καὶ δύο ἄλλων παρισταμένων γυναικῶν. 

Τὰ κόκκαλά της εἶχον εὐωδιάσει.

(1909)

(*) Τὰ Ἅπαντα, ἐπιμ. Γ. Βαλέτα, τόμ. Ε΄ (ἄ.τ.χ.), σελ. 156-163.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου