Γαβριήλ Ν. Συντομόρου
Την 30η Απριλίου 1919 (σύμφωνα με το Ιουλιανό, παλαιό, ημερολόγιο) ο Υπαρχηγός του εδρεύοντος στη Θεσσαλονίκη Ελληνικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, Συνταγματάρχης του Μηχανικού Σαρηγιάννης Πτολεμαίος παρουσιάστηκε στο εκεί στρατιωτικό αεροδρόμιο Σέδες προκειμένου να του διατεθεί ένα αεροπλάνο για το απόγευμα της παραπάνω μέρας. Του δόθηκε,πράγματι, το αεροσκάφος του Ανθυπασπιστή Πατακιούτη· ο οποίος, ακολουθώντας τις διαταγές του Σαρηγιάννη, προσγειώθηκε, το ίδιο απόγευμα, στην κωμόπολη του Σταυρού, στο Στρυμονικό κόλπο, παραδίδοντας εκεί έναν σφραγισμένο φάκελο στον Επιτελάρχη της 1ης Μεραρχίας, Ταγματάρχη Ανδρέα Σπανόπουλο.
Ο δε τελευταίος, στη συνέχεια, επιβιβάστηκε στο υπ’ ατμό ευρισκόμενο - στο λιμάνι του Σταυρού - ελληνικό αντιτορπιλικό Λέων, που και αυτό αναχώρησε ολοταχώς για το λιμάνι των Ελευθερών, μεταφέροντας, με τον φάκελο εκείνο, την τελική διαταγή για την αποστολή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Σμύρνη (βλ. Βροντάκη Εμ., Ιστορία της Ελληνικής Αεροπορίας 1908-1935 σ.172 κ.ε ).
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε ήδη λήξει. Η Ελλάδα ως μέλος της Entente ήταν με το μέρος των νικητών, ενώ ο στρατός της Τουρκίας, συμμάχου μέχρι πρότινος των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, τελούσε υπό διάλυση μη διαθέτοντας μάχιμες μονάδες. Ο οπλισμός του τουρκικού στρατού είχε συγκεντρωθεί σε αποθήκες ελεγχόμενες από Άγγλους αξιωματικούς,ενώ από το Παρίσι το ανώτατο συμβούλιο της Επιτροπής Συνδιάσκεψης για την Ειρήνη είχε αποφασίσει να δοθεί η άδεια στην πατρίδα μας για την αποβίβαση στρατευμάτων της στη Σμύρνη. Και καθώς, βέβαια, κάτι τέτοιο αποτελούσε προαιώνιο ελληνικό όνειρο, να τώρα που μας δινόταν η δυνατότητα να εξασφαλίσουμε την τάξη στην Ιωνική πρωτεύουσα προστατεύοντας τους εκεί ομογενείς μας, οι οποίοι, και πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του, είχαν υποστεί άγριους διωγμούς από τους Τούρκους.
Από δε ελληνικής πλευράς επιφυλάχθηκε τότε στην 1η (θεσσαλική) Μεραρχία του Α΄ Σώματος Στρατού η τιμή του να εμφανιστεί πρώτη στο λιμάνι της Σμύρνης. Με διοικητή της,αφετέρου, τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Ν. Ζαφειρίου η ως άνω μεγάλη μονάδα περιελάμβανε το 4ο Σύνταγμα Πεζικού Λάρισας του Αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρου Σχινά, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων του Αντισυνταγματάρχη Κωνστ. Τσάκαλου και το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων Καρδίτσας του Αντισυνταγματάρχη Διονύση Σταυριανόπουλου. Αρχηγός Πεζικού της Μεραρχίας ήταν ο ομοιόβαθμος των παραπάνω Τσερούλης Χαράλαμπος και επιτελάρχης της ο Ταγματάρχης Πεζικού Σπανόπουλος Ανδρ. Έχοντας, κατά συνέπεια, τη συγκεκριμένη διάρθρωση η εν λόγω μεραρχία, είχε εγκαταστήσει,στις 24 Απριλίου 1919 το Στρατηγείο της και το 5ο Σύνταγμα στην Ελευθερούπολη (Πράβι) Καβάλας, το 4ο Σύνταγμα ήταν καταυλισμένο στο λιμάνι των Ελευθερών, και το Ευζωνικό Σύνταγμα στα χωριά Νικήσιανη και Κορμίστα Παγγαίου. Το μεραρχιακό πυροβολικό (1α και 1β Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού) πραγματοποιούσε πορεία από Θεσσαλονίκη προς Ελευθερούπολη, και οι λοιπές βοηθητικές μονάδες του Ζαφειρίου στάθμευαν ανάμεσα σε Ελευθερούπολη και Παλαιοχώρι. Όλα τα προαναφερθέντα,συνεπώς, τμήματα διατάχθηκαν, τα ξημερώματα της 26ης Απριλίου, να συγκεντρωθούν, μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας στις Ελευθερές για να επιβιβαστούν σε ατμόπλοια, έχοντας τα τελευταία πάρει, προηγουμένως, εντολή-όπου κι αν πελαγοδρομούσαν-να ξεφορτώσουν στα πλησιέστερα λιμάνια τα φορτία τους και να καταπλεύσουν στον όρμο των Ελευθερών (βλ. Στέφ.Σαράφη, Ιστορικές αναμνήσεις σ.159) . Αλλά και ένας αριθμός 47 φορτηγών και επιβατικών σκαφών επιταχθέντων στον Πειραιά πήραν και αυτά εντολή να καταπλεύσουν στις Ελευθερές. Οπότε, ανάμεσα στα συγκεντρωθέντα στις Ελευθερές πλοία συμπεριελήφθησαν,αφενός τα μεγάλα υπερωκεάνια Πατρίς και Θεμιστοκλής και, αφετέρου, τα μικρότερα Συρία, Ατρόμητος, Αθηνά, Καλουτάς, Εμμανουήλ Ρέπουλης, Ελπίς, Αντιγόνη, Άρης, Ξενία , Ουρανία, Αργολίς, Δελφίν, Έλδα, Αδριατικός και Ελλήσποντος. Πιο συγκεκριμένα, τα εν λόγω σκάφη, μαζί με 2 ρυμουλκά, με τα οποία θα ρυμουλκούνταν 4 φορτηγίδες, άρχισαν να συγκεντρώνονται στις Ελευθερές από τις 06.30 της 27ης Απριλίου και είχαν όλα καταφθάσει εκεί μέχρι τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας.
Η επιβίβαση των μονάδων άρχισε στις 9 το πρωί της 27ης Απριλίου /10 Μαΐου (ΓΕΣ/ Δ. Ι.Σ, Ο Ελληνικός Στρατός εις την Σμύρνην, σ. 49) του 1919, συνεχίστηκε νυχθημερόν και ολοκληρώθηκε σε δύο μέρες, (κατά τον Βροντάκη), σε ένα μόνο εικοσιτετράωρο σύμφωνα με τον Σαράφη, στις 9 το πρωί της 29ης Απριλίου κατά την ΔΙΣ/ ΓΕΣ (παραπάνω σελίδα), ή σε 30 ώρες κατά τον Χρ. Αγγελομάτη (Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας-Το έπος της Μικράς Ασίας- σ.26). Μαζί με τις πρώτες μονάδες είχε ανεβεί στο Συρία ο Διοικητής της Μεραρχίας με το Στρατηγείο της, στα δε 6 περισσότερο ταχύπλοα σκάφη (και τέτοια ήταν μεταξύ άλλων τα: Πατρίς, Θεμιστοκλής, Συρία και Ατρόμητος) επιβιβάστηκε όλο το πεζικό της μεραρχίας, ενώ με τα βραδυκίνητα, ( Καλουτά, Αθηνά, Ρέπουλη, Άρη, Ξενούλα και Ουρανία) θα γινόταν η μεταφορά των υπολοίπων τμημάτων . Το μεραρχιακό πυροβολικό, επειδή δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει την πορεία του μέχρι τις Ελευθερές, επιβιβάστηκε από το λιμάνι του Σταυρού στα πλοία Αργολίς, Έλδα και Δελφίν, και μια διλοχία Μηχανικού αναχώρησε από το λιμάνι της Καβάλας.
Τέλος, τη γενική διοίκηση των μεταγωγικών πλοίων, την «Ιερά Θεωρία», όπως θα αποκαλέσουν τα πλοία αυτά, στη συνέχεια, οι Σμυρνιοί, την είχε ο έφεδρος Πλωτάρχης Σαχτούρης, και διοικητής όλης γενικά της νηοπομπής, συμπεριλαμβανομένων και όσων πολεμικών θα συμμετείχαν σ’ αυτήν, ήταν ο Βρετανός Πλοίαρχος Γκόβερ Γκράνβιλ, αδελφός του τότε πρέσβη της Βρετανίας στην Ελλάδα (Αγγελομάτης, σ.27). Κι όταν το ίδιο πρωί της 29ης Απριλίου κατέπλευσαν στις Ελευθερές και τα προαναφερθέντα Έλδα, Αργολίς, και Δελφίν, με το πυροβολικό και τη Διοίκηση πυροβολικού της Μεραρχίας, στις 9.30 της μέρας εκείνης ο Μέραρχος Ζαφειρίου ανέφερε στον Έλληνα Αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, στη Θεσσαλονίκη, ότι όλη η 1η Μεραρχία (13.000 άνδρες) βρισκόταν επί των πλοίων. Προσέθετε όμως ότι η τελική διαταγή για τον απόπλου δεν είχε ακόμη καταφθάσει ούτε είχαν καταπλεύσει τα πολεμικά σκάφη που θα συνόδευαν τη νηοπομπή. Τότε ο Ζαφειρίου πήρε την απάντηση από τον Παρασκευόπουλο ότι η αναχώρηση είχε αναβληθεί για 48 ώρες. Φτάνουμε έτσι στις 3 το πρωί της 30ης Απριλίου, οπότε κατέπλευσε στις Ελευθερές, από τον Μούδρο της Λήμνου, το ελληνικό αντιτορπιλικό Σφενδόνη, ως εμπροσθοφυλακή μιας ομάδας ελληνικών και βρετανικών αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων που θα συνόδευαν την νηοπομπή. Στις 3 το απόγεμα, ο Επιτελάρχης της μεραρχίας Ανδρέας Σπανόπουλος κατέφθασε και εκείνος έχοντας μαζί του το σφραγισμένο φάκελο με την τελική διαταγή που είχε παραλάβει, όπως προείπαμε, από τον Ανθυπασπιστή Πατακιούτη.
Όσον αφορά στην προστασία της νηοπομπής, αυτήν από ελληνικής πλευράς την ανέλαβαν τα αντιτορπιλικά Λέων, Σφενδόνη και Λόγχη και τα τορπιλοβόλα Αίγλη και Αλκυών ( αναφέρονται ,εντούτοις, ως συμμετασχόντα και τα Ναυκρατούσα και Θέτις). Όμως η «Ιερά Θεωρία» θα συνοδευόταν και από τέσσερα μεγάλα βρετανικά αντιτορπιλικά υπό τη διοίκηση του Πλωτάρχη Λέβεσον . Η συνοδευτική παρουσία της ελληνοβρετανικής αυτής δύναμης εμφανιζόταν βέβαια ως κάτι το ολίγον περίεργο, αφού ο τουρκικός στόλος - ως παροπλισμένος και με εξασφαλισμένη την ακινησία του - θεωρούνταν απολύτως ακίνδυνος. Όντως, διαφορετικός ήταν ο λόγος της παρουσίας των βρετανικών και ελληνικών αντιτορπιλικών. Σκοπός τους ήταν η αποτροπή οποιασδήποτε ύπουλης ενέργειας από μέρους των «συμμάχων» Ιταλών, οι οποίοι από το Νοέμβριο του 1918 είχαν επίσης δείξει διαθέσεις επέμβασης στην Μ.Ασία στηριζόμενοι σε προγενέστερες μυστικές συμφωνίες τους με την Αντάντ.
Εποφθαλμιώντας λοιπόν και η Ρώμη επίσης τα μικρασιατικά παράλια - από την είσοδο των Δαρδανελλίων μέχρι τη Μερσίνα και προς το εσωτερικό μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ και το Ικόνιο - ήταν εναντίον κάθε ελληνικής εκεί παρουσίας. Και αυτό συνέβαινε τη στιγμή που υπήρχαν πληροφορίες ότι η Ιταλία σχεδίαζε και δυναμικά ακόμη να αντιδράσει στην απόφαση για αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Την προσοχή του επομένως στραμμένη στους Ιταλούς την είχε ο Βρετανός διοικητής του συνόλου της νηοπομπής Πλοίαρχος Γκράνβιλ , ο οποίος, κατά τη στιγμή που ανελκύονταν οι άγκυρες και θα απέπλεαν τα σκάφη έστελνε το ακόλουθο σήμα στον Ζαφειρίου : «Θα πλέω μετά των τεσσάρων ανιχνευτικών τέσσερα μίλια έμπροσθεν της νηοπομπής, ανιχνεύων τον ορίζοντα. Εν η περιπτώσει συναντήσω τον ιταλικόν στόλον θα τον ειδοποιήσω διά σήματος, ότι τα πλοία ευρίσκονται υπό την προστασίαν της Μεγάλης Βρετανίας» . Από παρόμοιες επίσης διαθέσεις διακατεχόταν και ο διοικητής του αγγλικού στολίσκου αντιτορπιλικών, Λέβεσον. Συγκεκριμένα ο τελευταίος, προ της αναχωρήσεως των πλοίων, είχε καλέσει τους κυβερνήτες των αντιτορπιλικών μας, και, ανακοινώνοντάς τους ότι είχε διαταχθεί να αναλάβει τη συνοδεία της νηοπομπής, δήλωνε, σύμφωνα με όσα μαρτυρεί ο τότε κυβερνήτης της Αίγλης Λεοντόπουλος ( Αγγελομάτης,σ.31) πως «θα ήταν ευτυχής αν του δινόταν η ευκαιρία να δοκιμάσει τις τορπίλες του νεότευκτου αντιτορπιλικού του - και αρχηγίδας του στολίσκου - ‘Στιούαρτ’ σε περίπτωση εχθρικής αντίδρασης»). Καθ’ όλη πάντως τη μεταφορά των ελληνικών στρατευμάτων δεν επρόκειτο να σημειωθεί τίποτε το απρόοπτο.
Βέβαια, όλα τα παραπάνω σκάφη δεν αποτελούσαν τα πρώτα συμμαχικά πλοία που θα εμφανίζονταν στα νερά της ιωνικής πρωτεύουσας μετά τη λήξη του πολέμου. Το λιμάνι,κατ’ αρχήν, της Σμύρνης βρισκόταν σε αποκλεισμό καθ’ όλο το διάστημα των τεσσάρων χρόνων του πολέμου, κατάσταση η οποία διήρκεσε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου του 1918, όταν εκεί είχε καταπλεύσει ο αγγλικός Μυνήτωρ «29» με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Ντίξον. Αυτό συνέβη αμέσως μετά την ανακωχή που υπογράφηκε μεταξύ Άγγλων και Οθωμανών στον Μούδρο της Λήμνου (17 Οκτωβρίου 1918). Όταν. Μάλιστα, το βρετανικό εκείνο σκάφος είχε πλεύσει επιδέξια πάνω από το φράγμα των ναρκών οι οποίες προστάτευαν ακόμη το λιμάνι της Σμύρνης, οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης καταλήφθηκαν από έξαλλο ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα, αφενός η σμυρναϊκή προκυμαία και τα καταστήματα της Ευρωπαϊκής οδού να κατακλυσθούν από ελληνικές και συμμαχικές σημαίες, και,αφετέρου, Ο Τούρκος στρατιωτικός Διοικητής Σμύρνης, Στρατηγός Νουρεντίν πασάς, να καυτηριάσει τις εν λόγω εκδηλώσεις. Αλλά και το γεγονός ότι και η αντίδρασή του πλοιάρχου Ντίξον ήταν παρόμοια με εκείνη του Νουρεντίν, όφειλε να αποτελέσει προκαταβολικό μηνύματα για την ελληνική πλευρά, ως προς το εξής: ώστε, δηλαδή, η Αθήνα έγκαιρα να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με την μελλοντική στάση των συμμάχων της στο εγχείρημα που αναλάμβανε η χώρα μας στα μικρασιατικά παράλια.
Ύστερα από δύο μέρες, ακολούθως, αγκυροβολούσε προ της Σμύρνης ένα γαλλικό καταδρομικό, οπότε οι ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των Ελλήνων Σμυρνιών επαναλήφθηκαν όπως και επακολούθησαν νέες απαγορευτικές διαταγές από τον φιλότουρκο Ντίξον ( βλ.ΓΕΣ/ΔΙΣ, παραπάνω, σ.46) . Στη συνέχεια κατέπλευσε στο μεγαλύτερο εκείνο ιωνικό λιμάνι το ιταλικό πολεμικό πλοίο Πιεμόντε, χωρίς ακόμη να σημειώσει την παρουσία του οποιοδήποτε ελληνικό πολεμικό σκάφος στα νερά της Σμύρνης. Στις 8,εν συνεχεία, Δεκεμβρίου σημειώθηκε στη Σμύρνη η άφιξη του πρώτου Έλληνα αξιωματικού: επρόκειτο για τον Πλωτάρχη του Β. Ναυτικού Παπαζαφειρόπουλο· και το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου, παραμονή της γιορτής του Αγίου Σπυρίδωνος, αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Ιωνικής πρωτεύουσας, το αντιτορπιλικό Λέων με κυβερνήτη του τον Ηλία Μαυρουδή και Ύπαρχο τον Πλωτάρχη Πάνο Σπυράκη. Ενώ δε τον Μαυρουδή συνόδευε- ως πολιτικός του σύμβουλος και ο βουλευτής Κυκλάδων Δ. Ζαμάνος, τότε από τον Λέοντα αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, για πρώτη φορά, και ελληνικό ναυτικό άγημα, που ύψωσε την γαλανόλευκη στο εκεί ελληνικό προξενείο. Οπότε, ο πλοίαρχος Μαυρουδής μοιραία, από τη στιγμή εκείνη, ανέλαβε στην πόλη και το ρόλο ενός οιονεί προσωρινού Έλληνα “αρμοστή”. Και ναι μεν, η υπό τον Μαυρουδή αποστολή δεν αποτελούσε ακόμη ούτε καν σαφή ένδειξη κάποιας εκεί μελλοντικής άφιξης ελληνικών στρατευμάτων, η εμφάνιση όμως του Λέοντος προ της Σμύρνης, εντούτοις, ήταν αρκετή για να ντυθεί η προκυμαία της -αυτοδικαίως τώρα- στα κυανόλευκα. Λίγες μέρες, τέλος, μετά οι Σμυρνιοί έβλεπαν στο λιμάνι τους και το ελληνικό νοσοκομειακό «Αμφιτρίτη», στο οποίο επέβαινε αποστολή του Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής τον αρχίατρο Β. Τσουνούκα
Περί τα μέσα, ακολούθως, Απριλίου του 1919 είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι αυτό της Ιωνίας γύρω στα τριάντα συμμαχικά πολεμικά, μεταξύ των οποίων ένα αμερικανικό θωρηκτό σηματοδοτούσε ενδεικτικά ενδιαφέρον και των Ηνωμένων Πολιτειών για την περιοχή. Διέκρινε κανείς επίσης τότε εκεί το αγέρωχο παράστημα του θρυλικού μας Αβέρωφ, που βρισκόταν στη Σμύρνη από τις 7-4-1919 και του οποίου ο Κυβερνήτης Πλοίαρχος Χατζηκυριάκος, παρέδωσε κατόπιν την διακυβέρνηση του θωρηκτού στον Μαυρουδή. Με το κλείσιμο, τέλος, του μήνα ναυλοχούσαν στη Σμύρνη τα βρετανικά πολεμικά σκάφη Κινγκ Τζωρτζ και Άιρον Ντιουκ (Ναυαρχίδα του Κάλθορπ), τα γαλλικά Ρεπουμπλίκ (κυβερνήτης Πλοίαρχος Ντοκτέρ), Βαλντέκ Ρουσώ και Ερνέστ Ρενάν, όπως και το ιταλικό θωρηκτό Ντουίλιο,με αποτέλεσμα, έτσι, η κατά τους Τούρκους Γκιαούρ Ισμίρ να μετατραπεί σε βασικό πολεμικό συμμαχικό ναύσταθμο της ανατολικής Μεσογείου.
Αυτήν την εικόνα παρουσίαζε,κατά συνέπεια, το λιμάνι της σημαντικότερης αυτής ιωνικής πόλης, όταν η Μεραρχία Ζαφειρίου ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει τις Ελευθερές. Πράγματι, η συγκεκριμένη ελληνική νηοπομπή μέσω της οποία θα μεταφερόταν η μονάδα του Ζαφειρίου, έπειτα από νέα δεκάωρη καθυστέρηση, οφειλόμενη, στην περίπτωση αυτή, στον Διοικητή της Μοίρας των βρετανικών αντιτορπιλικών αναχώρησε στις 5 το απόγευμα ( αν και άλλοι αναφέρουν ως ώρα αναχώρησης την 7η απογεματινή) της Τρίτης 30ης Απριλίου 1919. Τα σκάφη, συντεταγμένα σε τρεις φάλαγγες, απέπλευσαν υπό τους ήχους της μεραρχιακής μουσικής μπάντας, η οποία από του καταστρώματος του Θεμιστοκλή παιάνιζε τον Εθνικό μας Ύμνο (Βακάς, σ. 319). Τα μεταγωγικά θα έπλεαν σε γραμμή παραγωγής, ενώ παράλληλα μ’ αυτά επρόκειτο να ταχθούν-ανά δύο σε κάθε πλευρά της νηοπομπής-τα ελληνικά αντιτορπιλικά με οδηγό πλοίο τον Λέοντα κυβερνούμενο από τον Πλωτάρχη Αφθονίδη, παρά το ότι η αφήγηση του Λεοντόπουλου θέλει τον Αφθονίδη κυβερνήτη της Λόγχης. Ωστόσο, μέχρι την τελευταία στιγμή ουδείς ακόμη, για λόγους ασφαλείας, γνώριζε ποιος ήταν ο ακριβής προορισμός των παραπάνω πλοίων και των,επ’ αυτών, ελληνικών μονάδων. Είναι χαρακτηριστικό στην περίπτωση αυτή τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς τον αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλη, το οποίο ανέφερε ( βλ. Αθ.Κορόζης, Ελληνοτουρκικοί Αγώνες και φιλίαι – κατ’ επιταγήν, σ.147): «Είναι ανάγκη, προς διατήρησιν εχεμυθίας όσον το δυνατόν περισσότερον, να λεχθή ότι συγκέντρωσις πλοίων γίνεται είτε προς μεταφοράν νέων προσφύγων εκ Ρωσίας είτε προς μεταφοράν των τελευταίως ελθόντων εις Θεσσαλονίκην προσφύγων εις Πόντον και Κων/πολιν, είτε, τέλος, προς αποστολήν στρατευμάτων εις Πόντον, όπου κινδυνεύουν ελληνικοί πληθυσμοί. Πάσα ακριτομύθεια δύναται να έχη σοβαροτάτας συνεπείας».
Αλλά και ο Μέραρχος Ζαφειρίου στην αρχή της ημερήσιας διαταγής του, της 30ης Απριλίου, υπογράμμιζε: «οπουδήποτε και αν διευθυνθώμεν, πάντως πρόκειται να μεταβώμεν προς απελευθέρωσιν υποδούλων αδελφών μας». Τον προορισμό τους, πράγματι, οι στρατιώτες μας, τελικά, τον πληροφορήθηκαν, όταν τα μεταφέροντα αυτούς σκάφη βρίσκονταν μισοπέλαγα, γιατί τότε, και μόνο τότε, αποσφραγίστηκε από τον Ζαφειρίου ο φάκελος με τις διαταγές οι οποίες καθόριζαν τον τόπο προορισμού των στρατευμάτων του . Αλλά και την ίδια στιγμή υπολογίστηκε και η διάρκεια του πλου μέχρι τη Σμύρνη, ο οποίος πλους εκτιμήθηκε ότι θα διαρκούσε 20 ώρες για τα ταχύπλοα σκάφη και 30 ώρες για τα βραδύπλοα. Πράγματι, στις 12 το μεσημέρι της 1ης Μαΐου, τα ταχύπλοα σκάφη Συρία, Αδριατικός, Θεμιστοκλής, Πατρίς, Ατρόμητος και Έλδα βρίσκονταν στο ύψος της Μυτιλήνης πλέοντας το ένα κατόπιν του άλλου, ακολουθούμενα από το ρυμουλκό Κένταυρος και περιβαλλόμενα από τα συνοδά τους ελληνικά πολεμικά. Τα βρετανικά αντιτορπιλικά τη στιγμή εκείνη περιπολούσαν σε μεγαλύτερη απόσταση εκατέρωθεν της νηοπομπής, όταν, υπερβαίνοντας η συνοδεία την δυτική άκρη του νησιού (όπου το ακρωτήριο Σίβρι), έφτασε προ του στομίου του κόλπου της Γέρας. Η βρετανική αρχηγίδα διέταξε τότε τη νηοπομπή να αγκυροβολήσει μπροστά από την είσοδο του κόλπου, ενώ τα βραδύπλοα μεταγωγικά, αντίθετα, είχαν εντολή να πλεύσουν από τις Ελευθερές κατευθείαν προς Σμύρνη.
Η δε,αφετέρου, διακοπή αυτή του πλου των ταχυπλόων σκαφών επιβαλλόταν τόσο από το γεγονός ότι έπρεπε να περατωθεί στη Σμύρνη η διαδικασία της προετοιμασίας των μέσων αποβίβασης, όσο και από το ότι ο κατάπλους της νηοπομπής στην ονειρεμένη πόλη της Ιωνίας έπρεπε να γίνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αλλά και,επιπλέον, εξαιτίας της μεταστάθμευσης εκείνης είχε εξασφαλιστεί για τον Μέραρχο Ζαφειρίου, για τους επιτελείς του και για τους διοικητές των συνταγμάτων του, το απαραίτητο χρονικό περιθώριο, ώστε αυτοί να έχουν την παρακάτω δυνατότητα: να επιβιβαστούν,δηλαδή, στον Λέοντα και να μεταβούν στο σμυρναίικο λιμάνι προκειμένου, έγκαιρα, και εκ του σύνεγγυς. να σχηματίσουν μια προσωπική εικόνα του χώρου αποβίβασης των τμημάτων τους . Και ναι μεν εκεί έφθασε ο Λέων στις 15.30 της 1ης Μαΐου, ήδη όμως, από πολύ νωρίς το πρωί της πρωτομαγιάς εκείνης, είχε σημειωθεί ζωηρότατη κίνηση στο ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Ο Αρμοστής και κυβερνήτης του Αβέρωφ Ηλίας Μαυρουδής και ο Έλληνας Πρόξενος Λιάπης,πιο συγκεκριμένα, είχαν τεθεί επικεφαλής μιας επιχείρησης εκτύπωσης προκηρύξεων οι οποίες θα γνωστοποιούσαν στο λαό της Σμύρνης τα της άφιξης του ελληνικού Στρατού στην πόλη. Οι προκηρύξεις εκείνες, γραμμένες στην ελληνική και τουρκική γλώσσα, αφενός είχαν τυπωθεί, με κάθε,ασφαλώς, μυστικότητα, στις εγκαταστάσεις της ελληνικής εφημερίδας Αμάλθεια, αφετέρου δε επρόκειτο να κυκλοφορήσουν μόνο την επομένη.
Και ενώ στη Σμύρνη είχαν πάρει επίσης διαταγή να καταπλεύσουν και τα αδελφά θωρηκτά Κιλκίς και Λήμνος, ο εν τω μεταξύ αφιχθείς εκεί Ζαφειρίου, αφού από της γεφύρας του Αβέρωφ μελέτησε όσα είχαν σχέση με τη διαδικασία, αποβίβασης, δεν παρέλειψε να συναντηθεί και με το διοικητή του βρετανικού στόλου Ναύαρχο Κάλθορπ. Από δε τον τελευταίο πληροφορήθηκε ο παραπάνω μέραρχος ότι τα μέσα αποβίβασης ήταν έτοιμα και ότι ο τουρκικός στρατός Σμύρνης, δυνάμεως 3.000 περίπου ανδρών, είχε διαταχθεί να περιορισθεί στους στρατώνες του. Υπό τις συνθήκες, κατά συνέπεια εκείνες, επανατέθηκε σε κίνηση η νηοπομπή, στον Κόλπο της Γέρας στις 2 το πρωί της 2ας Μαΐου για το υπόλοιπο ταξίδι της μέχρι τη Σμύρνη χρονικής διάρκειας μικρότερης των 6 ωρών.
Και όντως, γύρω στις 6 το άλλο πρωί τα ελληνικά πλοία έμπαιναν το ένα μετά το άλλο στο λιμάνι του προορισμού τους. Τη στιγμή,συγκεκριμένα, εκείνη, ενώ στο φρούριο της εισόδου του σμυρνέικου λιμανιού κυμάτιζε η ελληνική σημαία, και ναυτικό άγημα απέδιδε τιμές, πρώτα εμφανίστηκαν στα νερά της ιωνικής πρωτεύουσας τα ελληνικά πολεμικά. Ακολούθησαν τα Πατρίς και Θεμιστοκλής, και εν συνεχεία άρχισαν να καταπλέουν τα υπόλοιπα, μικρότερα, έμφορτα πλοία. Στις 07.30 το πρωί, το Πατρίς πλεύριζε στις φορτηγίδες τις προσδεδεμένες στη προκυμαία, της κεντρικής αποβάθρας, απέναντι από τη Λέσχη των Κυνηγών,αποβιβάζοντας, ένα τέταρτο αργότερα, τους πρώτους Ευζώνους του 1/38 Συντάγματος. Ο Ελήσποντος επρόκειτο να αποβιβάσει άλλους Ευζώνους στο τελωνείο, και ο Ατρόμητος είχε εντολή να πράξει το ίδιο, στο προάστιο Καραντίνα, για το ΙΙΙ Τάγμα του παραπάνω Συντάγματος Ευζώνων. Το εν λόγω τάγμα, ιδιαίτερα, διοικούμενο από τον Ταγματάρχη Μπατά Ναπολέοντα (βλ.ΓΕΣ/ΔΙΣ, παραπάνω, σ.410) είχε ως αποστολή την κατάληψη της κορυφογραμμής από την Καραντίνα μέχρι και το ενετικό φρούριο, στο όρος Πάγος, με σκοπό να τεθεί σε κλοιό η πόλη από τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά. Ολόκληρο το μεταφερθέν από τον Θεμιστοκλή, εν συνεχεία, 5ο Σύνταγμα, αποβιβαζόμενο στην προβλήτα της Πούντας (βλ.Δ.Φωτιάδη Ενθυμήματα,τ.1,σ.180 και παραπάνω ΓΕΣ, σ.53) είχε αποστολή να καταλάβει τη γραμμή που άρχιζε από την Πούντα, περνούσε από την ανατολική παρυφή της Σμύρνης και κατέληγε στην ανατολική πλευρά του, επί του όρους Πάγος, φρουρίου.
Όσον, εξάλλου, αφορά την λήψη των εν λόγω δύο τελευταίων μέτρων, ήταν προφανές πως αυτά αποσκοπούσαν στην ενθυλάκωση του τουρκικού στρατού της Σμύρνης, έτσι ώστε αυτός να αντιληφθεί ότι, αν διανοούνταν να αντισταθεί μέσα στην πόλη, δεν υπήρχε πιθανότητα διαφυγής του πέραν και έξω αυτής. Όφειλαν επομένως οι Τούρκοι να παραιτηθούν από κάθε ιδέα προσβολής των αφικνούμενων Ελλήνων. Σχετικά δε με το 4ου Σύνταγμα, το μεγαλύτερο μέρος του, μεταφερθέν με το Συρία, θα αποβιβαζόταν και αυτό στην Πούντα, ενώ ένα μικρό τμήμα του Συντάγματος θα το εκφόρτωνε ο Αδριατικός στην αποβάθρα Κουμέριανη. Αποστολή, πάντως, του εν λόγω Συντάγματος ήταν να καταλάβει θέσεις από την παραλία μέχρι τη γέφυρα του Μέλη ποταμού, παρεμβαλλόμενο έτσι ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική συνοικία της πόλης. Το πόσο επιβαλλόταν,άλλωστε, να εκτιμηθεί ως καθοριστικότατης σημασίας ο τρόπος εκτέλεσης της διαδικασίας αποβίβασης στη Σμύρνη και εγκατάστασης εκεί των στρατευμάτων μας, το έδειχναν οι δοθείσες οδηγίες από τον ίδιο, τον ευρισκόμενο στο Παρίσι, Βενιζέλο. Πράγματι, από της 30ης ήδη Απριλίου, καθόριζαν οι βενιζελικές εκείνες οδηγίες: «…1)Το μέγα μέρος του Στρατού δέον να εγκατασταθεί διά λόγους τάξεως και πειθαρχίας και στρατιωτικής ασφάλειας εγγύς ή εκτός της πόλεως…2) Εκτός της πόλεως να εγκατασταθή απαραιτήτως αναγκαία δύναμις διά την κατάληψιν κέντρων ενδιαφερόντων, ως επιφυλακή και διά την υπηρεσίαν περιπολιών. 3) Οδοί και συγκοινωνίαι προς Σμύρνην μέχρις ακτίνος αναλόγου, ανάγκη καταληφθούν δι’ ισχυρών τμημάτων υπό αξιωματικούς και επιτηρούνται προς επίβλεψιν κυκλοφορούντων» (ΓΕΣ, παραπάνω, σ.46-47).
Η ακολουθήσασα, οπωσδήποτε εκφόρτωση των τμημάτων πραγματοποιήθηκε, ασφαλώς, με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, έτσι ώστε, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ολόκληρη η σμυρνέικη προκυμαία από το τηλεγραφείο μέχρι την Πούντα να παρουσίαζει εικόνα στρατοπέδου. Οι δε καμπάνες,ταυτόχρονα, των εκκλησιών Αγίας Φωτεινής, Αγίας Κατερίνας, του ΄Αη Γιάννη και Άη Τρύφωνα χτυπούσαν, φυσικώ τω λόγω, χαρμόσυνα. Μπροστά από τη λέσχη των κυνηγών ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος, φορώντας πλήρη αρχιερατική στολή, έψαλλε συγκινημένος το πασχαλιάτικο τροπάρι και ευλογούσε τους Έλληνες στρατιώτες. Κι εκείνοι έκπληκτοι αντικρίζουν τα ελληνικά πλήθη να τους υποδέχονται γονατιστά ψάλλοντας τον ελληνικό εθνικό ύμνο. Λουλούδια, αγκαλιές και φιλιά, δάκρυα και λυγμοί συμπλήρωναν, με φόντο το μαγιάτικο εκείνο πρωινό, το όλο συγκινητικό σκηνικό της υποδοχής. Με τον τρόπο αυτό στην προβλήτα της Πούντας είχε ήδη βγει στην ξηρά το μεγαλύτερο μέρος του 4ου και του 5ου Συντάγματος.
Αλλά με το τελετουργικό της υποδοχής και τις συγκινήσεις, ήταν μοιραίο να μην αποφευχθούν βασικά λάθη ως προς τη διαδικασία αποβίβασης των στρατευμάτων, λάθη που επρόκειτο να έχουν τραγικές συνέπειες. Συγκεκριμένα, ενώ ο Μέραρχος Ζαφειρίου, σύμφωνα και με τα όσα εκθέσαμε παραπάνω, προέβλεπε η αποβίβαση του ΙΙΙ Τάγματος του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων να πραγματοποιηθεί στο προάστιο Καραντίνα, η ανάμειξη και των αξιωματικών του ναυτικού επίσης (Ελλήνων και Βρετανών) στην επιλογή των θέσεων αποβίβασης, είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθεί το πρώτο ήδη λάθος, πράγμα που συνέβη όταν ο Ατρόμητος αποβίβασε το παραπάνω Ευζωνικό Τάγμα όχι στην Καραντίνα αλλά στην κεντρική αποβάθρα. Η μοιραία αυτή αλλαγή στο σχέδιο αποβίβασης υπήρξε αποτέλεσμα απόφασης του πλοιάρχου Μαυρουδή (ΓΕΣ, παραπάνω, σ.62), ο οποίος πιθανότατα ενήργησε κατ’ εντολή ή υπό την επήρεια του Ναυάρχου Κάλθορπ. ( βλ.Βακάς,σ.325). Επιπλέον όμως ο Μαυρουδής δεν αισθάνθηκε καν την υποχρέωση να ενημερώσει τον Ζαφειρίου για την πραγματοποιηθείσα αυτή αλλαγή στο σχέδιο αποβίβασης . Το γεγονός, επομένως, προκάλεσε εύλογα την έντονη διαμαρτυρία του αιφνιδασθέντος Μεράρχου, σύμφωνα με τη γνώμη του οποίου η αποβίβαση του ΙΙΙ Τάγματος Ευζώνων κρινόταν επιβεβλήμένο να πραγματοποιηθεί στην Καραντίνα, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περικυκλωνόταν η πόλη, όπως προελέχθη, από τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά, πράγμα που θα αποθάρρυνε τους εγκλωβισμένους σ’ αυτήν Τούρκους να αντισταθούν. Ενώ, αντίθετα, με την αυθαίρετη ενέργεια του Μαυρουδή, οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να αντισταθούν σε μια πρώτη φάση μέσα στην πόλη και στη συνέχεια θα μπορούσαν με όλη τους την άνεση να διαρρεύσουν πέραν αυτής ανενόχλητοι προς τα (νοτιο)δυτικά.
Σε λίγο επίσης δεν θα αργήσει να επισυμβεί και το δεύτερο λάθος,: Στην κεντρική αποβάθρα του λιμανιού, με τις συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και τις ζητωκραυγές, ήταν εξαιρετικά δύσκολο,πλέον, να ασκηθεί από τους αξιωματικούς των αποβιβαζόμενων τμημάτων ουσιαστική διοίκηση και να ληφθούν σωστές αποφάσεις. Επιπλέον, ορισμένες μονάδες, όπως το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, ήταν ήδη έκδηλα καταπονημένες. Το συγκεκριμένο σύνταγμα είχε υποστεί, κατά τους δύο, και πλέον,τελευταίους μήνες- όπως ήδη προεπισημάνθηκε-την δοκιμασία εξαντλητικών πεζοποριών, τις οποίες είχε εκτελέσει υπό δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες. Επιπροσθέτως, οι κατά το πλείστον ορεσίβιοι και μη εξοικειωμένοι με τη θάλασσα Εύζωνοι, πριν από την άφιξή τους στη Σμύρνη, είχαν παραμείνει επί πέντε ημερονύκτια μέσα στα πλοία και τέλος βγήκαν στην Σμύρνη, χωρίς να γνωρίζουν, έστω και στοιχειωδώς το όλο περιβάλλον του κατοικημένου χώρου εντός του οποίου επρόκειτο να κινηθούν ( βλ. επί του προκειμένου, το βιβλίο του Χ. Τσιρκινίδη, Έχω όπλο την αγχόνη»).
Οι αρνητικές ιδίως συνέπειες όλων των παραπάνω τρωτών σημείων θα φανούν, όταν ο Διοικητής του ευζωνικού Συντάγματος Σταυριανόπουλος αποβιβάζοντας τα Ι και ΙΙ τάγματά του στην κεντρική αποβάθρα, παρατήρησε τον Ατρόμητο, όπως προαναφέραμε, να προσορμίζεται, όχι στην Καραντίνα, αλλά στην κεντρική αποβάθρα για να εκφορτώσει εκεί το ΙΙΙ Τάγμα του Ευζωνικού του Συντάγματος. Τότε λοιπόν ο Σταυριανόπουλος διέταξε τα τάγματά του, με προπορευόμενο το ΙΙ και ακολουθούντα -κατά σειρά- το Ι και το ΙΙΙ, να κατευθυνθούν όλα προς την Καραντίνα κινούμενα επί της παραλιακής οδού. Επρόκειτο όμως για δρόμο, ο οποίος διέσχιζε την πλατεία προ του διοικητηρίου, περνούσε στη συνέχεια μεταξύ του τελευταίου και των τουρκικών στρατώνων και, στρίβοντας δεξιά, εισχωρούσε ανάμεσα στην τουρκική συνοικία, στο αρχηγείο της τουρκικής χωροφυλακής και στις φυλακές. Αλλά με τον τρόπο αυτόν, και το αρχικό σχέδιο κατεύθυνσης των στρατευμάτων ανατρεπόταν, ενώ, επιπλέον, η ως άνω ευζωνική φάλαγγα έβγαινε στην πόλη ακολουθώντας ένα δρομολόγιο που την οδηγούσε κατευθείαν στην καρδιά μιας περιοχής όπου υπήρχε εντονότατη παρουσία κάθε είδους οπλισμένων Τούρκων.
Επιπροσθέτως, αντί οι Εύζωνοι να προωθηθούν προς την πόλη ακροβολισμένοι και παίρνοντας συγκεκριμένα μέτρα ασφαλείας, βάδιζαν – άκρως αντιδεοντολογικά - κατά τετράδες, με τα όπλα τους αναρτημένα, κενά από σφαίρες, στεφανωμένα με λουλούδια, και με τα πολυβόλα φερόμενα “διά των βραχιόνων” των ανδρών. Προηγείτo το ΙΙ Ευζωνικό Τάγμα με Διοικητή του τον Ταγματάρχη Κωνσταντίνο Τζαβέλα και με αξιωματικούς του, μεταξύ των άλλων, τον Μαρίνο Ν., Νικολάου Ι., Ζωγραφάκη Δ., Δανέλλη Αρ., Σκαναβή Οδ., Πεντζόπουλο Θ., Κατσανεβάκη και άλλους. Το Τάγμα με επικεφαλής τη σημαία του βάδιζε, όπως προελέχθη, περίπου σαν σε παρέλαση, καθ’ ον χρόνο και η φάλαγγα,επίσης, κινούνταν με μεγάλη δυσκολία. Ενθουσιασμένα,επιπλέον, και παραληρούντα κύματα λαού, τραγουδώντας και ζητωκραυγάζοντας, συμπορεύονταν με τους Ευζώνους και συνωθούνταν γύρω τους. Το γεγονός όμως αυτό όχι μόνο δυσχέραινε τους τελευταίους να εκτελέσουν τη συγκεκριμένη αποστολή τους, αλλά θα τους εμπόδιζε,επιπροσθέτως, να δράσουν αποτελεσματικά σε περίπτωση κινδύνου που αιφνιδιαστικά τυχόν θα εμφανιζόταν ενώπιόν τους· ενώ, κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου απευκταίου, πιθανόν να προέκυπταν, διά του τρόπου αυτού, και πολλά θύματα μεταξύ των αμάχων.
Ούτε επίσης λήφθηκε από ελληνικής πλευράς το στοιχειώδες μέτρο και η ελάχιστη πρόνοια, ώστε να ελεγχθεί προηγουμένως η μέλλουσα να χρησιμοποιηθεί από τους Ευζώνους διαδρομή. Γιατί, αν είχε προηγηθεί, για παράδειγμα, μια τέτοιου είδους προεργασία, εύκολα θα διαπιστωνόταν η συγκέντρωση χιλιάδων Τούρκων στο τελωνείο, στις εκεί αποθήκες σύκων και σταφίδων, σε πλοιάρια δεμένα δίπλα στην πλατεία δικαστηρίου, σε διάφορα τουρκικά κτίρια της προκυμαίας, στους στρατώνες, στο διοικητήριο, και σε οικήματα στη στροφή του δρόμου, προ των στρατώνων, που οδηγούσε στην Καραντίνα ( βλ.Αγγελομάτης,σ.46). Τέλος, σαν να μην έφταναν όλα τα προαναφερθέντα, το Ι ευζωνικό Τάγμα κάποια στιγμή, κατά την πορεία του, αποσυνδέθηκε από τα Τάγματα ΙΙ και ΙΙΙ και δεν τα ακολουθούσε πλέον. Και ο λόγος της περαιτέρω αποκοπής, μεταξύ τους, των τριών αυτών ευζωνικών τμημάτων ήταν ότι παρεμβλήθηκε ανάμεσά τους το 4ο Σύνταγμα, το οποίο πορευόταν ταυτόχρονα με τους Ευζώνους ακολουθώντας όμοιο με εκείνους δρομολόγιο( βλ.ΓΕΣ/ΔΙΣ, παραπάνω,σ.63 και 67). Όλα αυτά τα αρνητικά,τέλος, δεδομένα συνέβαιναν τη στιγμή που ο διοικητής των Ευζώνων Συνταγματάρχης Σταυριανόπουλος είχε συγκεκριμένες πληροφορίες ότι οι Τούρκοι επρόκειτο να προβάλλουν ένοπλη αντίσταση . Κάτι τέτοιο, τουλάχιστον, προδίκαζε η πρόσφατη δραστηριότητα του Νουρεντίν Πασά, ο οποίος εμφανιζόμενος στη Σμύρνη ως Βαλής (γενικός διοικητής), είχε εν τω μεταξύ ιδρύσει «Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών». Η προγενέστερη μάλιστα αποκάλυψη ότι ο Νουρεντίν οργάνωνε και ομάδες ενόπλων, επίσης, για την πραγματοποίηση σφαγών είχε ως αποτέλεσμα να του στερήσουν οι σύμμαχοι το αξίωμα του Βαλή αντικαθιστώντας τον με τον παλιό διπλωμάτη και φιλήσυχο Ιντζέτ Μπέη.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι το πρωί της 1ης Μαΐου, παραμονή της απόβασης, και όσο ακόμη στη Σμύρνη δεν είχε γίνει γνωστή η είδηση σχετικά με την μέλλουσα να επισυμβεί κατοχή της πόλης από τον Ελληνικό Στρατό, επικρατούσε ησυχία μεταξύ των Τούρκων. Καθώς όμως, στη συνέχεια, στα διάφορα νεοτουρκικά κέντρα κατέφθαναν πληροφορίες σχετικές με την επικείμενη άφιξη ελληνικών στρατευμάτων, η στάση των Τούρκων βαθμιαία μεταβαλλόταν. Τα περισσότερα μέλη του νεοτουρκικού κομιτάτου, και ιδιαίτερα οι οργανώσεις του Νουρεντίν, από το μεσημέρι της 1ης Μαΐου και μετέπειτα συνεδρίαζαν συνεχώς στη λέσχη του κομιτάτου, παρακινώντας τον τουρκικό λαό να αμυνθεί. Έτσι, στη τουρκική συνοικία άρχισε σιγά σιγά να επικρατεί μια αναστάτωση και η περιοχή μπροστά από το διοικητήριο να κατακλύζεται από πολυάριθμα όργανα του κομιτάτου. Ο Νουρεντίν είχε ήδη οργανώσει πυρήνες αντίστασης, και Τούρκοι αξιωματικοί και χοτζάδες παρότρυναν και φανάτιζαν τα οθωμανικά πλήθη να αντισταθούν.Το βράδυ που προηγήθηκε της απόβασης, ακολούθως, γύρω στα μεσάνυχτα, ρυθμικά χτυπήματα από τουμπελέκια καλούσαν, παρομοίως, τους Τούρκους σε συναγερμό. Το δε γεγονός αυτό υπήρξε αποτέλεσμα της δράσης της «Επιτροπής Ειρήνης», η οποία με προκηρύξεις απευθυνόμενες στον τουρκικό λαό παρότρυνε όσους αγαπούσαν το έθνος να συγκεντρωθούν στα υψώματα Μπαχρή Μπαμπά, στον επάνω μαχαλά και τουρκομαχαλά της Σμύρνης. Και πράγματι, εκεί άρχισαν οι Τούρκοι να ανάβουν φωτιές και να χτυπούν τύμπανα.
Αλλά και οι αποβιβασθέντες, από το Μάρτιο του 1919, Ιταλοί- χωρίς την έγκριση του Ανώτατου Συμβουλίου Διάσκεψης για την Ειρήνη - στην μικρασιατική Μάκρη, την Αττάλεια, την Αλικαρνασσό και το Μαρμαρίτσι, εξωθούσαν και αυτοί,επίσης, τους φανατικούς Τούρκους να αντισταθούν στους Έλληνες. Συγκεκριμένα, λίγες μόνο ώρες προτού αφιχθούν τα ελληνικά στρατεύματα, ο Ιταλός Ταγματάρχης Κοροσσίνι, αποστολή του οποίου ήταν να επιβλέπει τις ποινικές φυλακές της Σμύρνης, τις ευρισκόμενες δίπλα στη τουρκική συνοικία της, έδωσε διαταγή να απελευθερωθούν αρκετές εκατοντάδες Τούρκων φυλακισμένων. Και ενώ οι τουρκικές αρχές ουδέν μέτρο πήραν για να παρεμποδίσουν τις εν λόγω αποδράσεις, μερικοί από τους φυλακισμένους είχαν κατορθώσει να προμηθευθούν και όπλα από τις αποθήκες των τουρκικών στρατώνων. Επιπλέον, μιάμιση μόλις ώρα πριν από τον κατάπλου των μεταγωγικών μας, διανεμήθηκαν στους Τούρκους όπλα και πυρομαχικά από τις αποθήκες τους στην παραλία της Σμύρνης, χωρίς να ληφθεί κανένα μέτρο για το εν λόγω γεγονός ούτε από τους αξιωματικούς των ελληνικών πολεμικών ούτε και από τους συναδέλφους τους όσων συμμαχικών πλοίων βρίσκονταν στο λιμάνι . Τέλος, στο ίδιο αυτό λιμάνι, πάλι με υπόδειξη των Ιταλών, Τούρκοι βαρκάρηδες καραδοκούσαν οπλισμένοι στις βάρκες τους.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν οι Εύζωνοι, πορευόμενοι προς την Καραντίνα, και αφού εμφανίστηκαν στο σημείο της προκυμαίας μπροστά από την ουγγρική τράπεζα, διέσχισαν την πλατεία με το δεσπόζον σ’ αυτήν κονάκι (Διοικητήριο), οπότε, αφήνοντας αυτό αριστερά τους, έστριψαν δεξιά ακολουθώντας το δρόμο για τον προαναφερθέντα προορισμό τους (Φωτιάδης, παραπάνω,σ.181). Η ευζωνική φάλαγγα είχε στα δεξιά της τώρα το αρχηγείο της τουρκικής χωροφυλακής, αριστερά της την τουρκική συνοικία και απέναντί της τις φυλακές καθώς και ορισμένα τουρκικά χαρακώματα. Και ακριβώς εκεί, οι ενεδρεύοντες Τούρκοι έριξαν από τις εξής κατευθύνσεις τα πρώτα τους πυρά εναντίον των Ελλήνων: από το διοικητήριο , από τα παράθυρα ενός τουρκικού ξενοδοχείου, από σπίτια της τουρκικής συνοικίας, από τις φυλακές, από το αρχηγείο της χωροφυλακής από το τελωνείο και από τις απέναντι του τελωνείου αποθήκες.
Οι πρώτοι πυροβολισμοί ρίχτηκαν στις 10.45 το πρωί, πράγμα που συνέβη λίγα λεπτά αργότερα από τη στιγμή που κάποια υπό ξένη σημαία ατμάκατος φάνηκε να προσεγγίζει την αποβάθρα των τουρκικών στρατώνων (Αγγελομάτης,σ.50)·. Αλλά και πάλι, από τα πρώτα πυρά που ακούστηκαν δημιουργήθηκε η εντύπωση πως επρόκειτο για πυροβολισμούς Ελλήνων που πανηγύριζαν! Ήταν τότε που η ευζωνική φάλαγγα, σύμφωνα με την έκθεση του Διοικητή των Ευζώνων Συνταγματάρχη Σταυριανόπουλου, «έκαμπτε την οδόν του Διοικητηρίου προς τα φυλακάς,[οπότε] ο εν τω στρατώνι τουρκικός στρατός και πλείστοι βαζιβουζούκοι, κατέχοντες διάφορα κτίρια και παρόδους παρά τους στρατώνας, ήρχισαν βάλλοντες κατά των ανδρών μας». Και ενώ,ταυτοχρόνως, μαρτυρείται ότι οι πρώτοι πυροβολισμοί ρίχτηκαν από τη γωνία της πλατείας του κονακιού, σύμφωνα με τον Στυλιανό Γονατά «το 1/38 Σύνταγμα, όταν έφθασε προ της πλατείας Διοικητηρίου, εδέχθη πυρά από αυτό, από τους στρατώνες χωροφυλακής, από τας φυλακάς, [από] τουρκικά σπίτια και [από] ένα ξενοδοχείο…» . Πυροβολισμοί επίσης ρίχτηκαν και από Τούρκους ευρισκόμενους σε κάποια σημεία της προκυμαίας, όπως και από τουρκικό πλήθος συναθροισμένο σε παρόδους και γύρω από σπίτια. Ιδιαίτερα, μάλιστα, πυροβολισμοί έπεφταν γύρω από το ελληνικό προξενείο, του οποίου η φρουρά αναγκάστηκε να απαντήσει με πυρά στην τουρκική επίθεση. Βλήθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, Έλληνες στρατιώτες και από σπίτια χριστιανικών συνοικιών όπου έμεναν με ενοίκιο Τούρκοι καθώς και από το ξενοδοχείο Κράμερ στην προκυμαία, όπου διέμεναν επιφανή πρόσωπα.
Οι Εύζωνοι, αφετέρου, δεδομένου του πυκνού σχηματισμού της φάλαγγάς τους- τον οποίο σχηματισμό τον μετέβαλε σε πυκνότερο το ενθουσιασμένο και συμπορευόμενο με τους Ευζώνους πλήθος- αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα όλα τα προπεριγραφέντα τουρκικά πυρά . Επακολούθησε,ωστόσο, μιας περίπου ώρας συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας δύο Εύζωνοι έπεσαν νεκροί από τα τουρκικά πυρά. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο ένας ήταν ο σημαιοφόρος της φάλαγγας, ο οποίος χτυπήθηκε στο κεφάλι. Ο Σμυρνιός αξιωματικός του Λέοντα, ωστόσο, Αριστομένης Λιάπης, θα αρπάξε τότε, κατά μαρτυρία του Φοίβου Γρηγοριάδη ( βλ.Διχασμός-Μικρά Ασία,τ.1.σ.269), την ελληνική σημαία, και με δύο τσολιάδες και κάποιους πολίτες θα την προφυλάξουν μέσα σε διώροφο σπίτι πίσω από το διοικητήριο της πόλης. Από τα πρώτα επίσης δολοφονικά πυρά σωριάστηκαν νεκροί ή τραυματίστηκαν και πολλοί Έλληνες άμαχοι. Αυτή την τύχη, για παράδειγμα, είχε ο δημοσιογράφος Νίκος Κυριακίδης, δέχθείς μια από τις πρώτες τουρκικές σφαίρες τη στιγμή της ευζωνικής προώθησης προς το διοικητήριο.
Τον αιφνιδιασμό,παρ’ όλα αυτά, των Τσολιάδων, τον μικροπανικό και την πρώτη τους σύγχυση, η οποία-στην πραγματικότητα- μόνο για μερικά δευτερόλεπτα είχε διαρκέσει, τη διαδέχθηκε, σημειώνει ο Γονατάς, η ενεργή, πολεμική τους δράση. Το ΙΙ ευζωνικό Τάγμα,όντως, όχι μόνο τάχιστα ανασυντάχθηκε, αλλά και ο Συνταγματάρχης Σταυριανόπουλος, ψύχραιμος, ως εξής απευθύνθηκε στους άνδρες του : «Παιδιά, δεν μπορεί να γυρίσουμε στα πλοία. Εμπρός να συντρίψουμε τους εχθρούς »! Αλλά και αυτή η διαταγή, ή επίκληση, αστραπιαία,επίσης, μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα μεταξύ των Ευζώνων μετατραπείσα,συγχρόνως, απ’ αυτούς και σε σύνθημα αντεπίθεσης. Έτσι,με την πολεμική ιαχή «δεν ξαναμπαίνουμε στα καράβια» εξόρμησαν οι Εύζωνοι εναντίον των εστιών της τουρκικής αντίστασης ( βλ. Αρχείο Θ.Πάγκαλου,τ.1,σ.57),διαταχθέντες-αν και πολύ αργά-να ακροβολιστούν. Επρόκειτο,βέβαια, για κίνηση δύσκολα, και πάλι, πραγματοποιούμενη, μιας και η Ευζωνική φάλαγγα περιβαλλόταν από συνωθούμενους, πανικόβλητους πολίτες. Γι’ αυτό και καθώς, η επόμενη κίνηση των Ελλήνων Αξιωματικών και οπλιτών επικεντρώθηκε στη διοχέτευση του πλήθους στις παρόδους, οι άμαχοι πισωδρόμησαν, πλημμυρίζοντας το χώρο του παραλιακού δρόμου και των κοντινών παρόδων του, από το τελωνείο μέχρι το διοικητήριο. Οι Έλληνες στρατιώτες,επομένως, απερίσπαστοι πλέον, εξαπέλυσαν αποτελεσματικά πυρά από τους κήπους του διοικητηρίου τόσο κατά του ίδιου αυτού κτιρίου όσο και προς τα παράθυρα των τουρκικών στρατώνων. Όρθιος έδινε, εν τω μεταξύ, και ο Ταγματάρχης Τζαβέλας τις ανάλογες διαταγές του, με αποτέλεσμα οι ηρωικοί τσολιάδες να ανταπαντούν καταλλήλως με τα πυρά τους και σε όσους Τούρκους πυροβολούσαν από τις φυλακές και σε όσους ήταν οχυρωμένοι σε ψηλότερα σημεία.
Τουρκικοί ωστόσο πυροβολισμοί ρίχνονταν και από βάρκες καθώς και από κτίρια πάνω από το λιμάνι. Αλλά και άγημα ναυτών μας, που κατείχε θέσεις εντός του σταθμού των διαβατηρίων, στο κέντρο της προκυμαίας, έβαλλε στο απέναντι τουρκικό ξενοδοχείο σε ενεδρεύοντες Τούρκους οπλοφόρους. Και ανάμεσα στους αμάχους,εξάλλου, παρεισφρύοντας Τούρκοι ποινικοί κατάδικοι, απελευθερωμένοι από τους Ιταλούς, με ακάλυπτο το κεφάλι τους, για να μην προδίδεται η εθνικότητά τους, μαχαίρωναν ύπουλα τους άοπλους πολίτες ή τους πυροβολούσαν με περίστροφα. «Ταυτοχρόνως με τας σκηνάς ταύτας, αναφέρει η επίσημη έκθεση της ΔΙΣ/ΓΕΣ, (παραπάνω, σ.64), ηκούοντο πυκνοί πυροβολισμοί από των παραθύρων οικιών τινών επί της παραλίας. Ατομικαί συγκρούσεις και συμπλοκαί ελάμβανον χώραν εις διάφορα σημεία της πόλεως μεταξύ Ελλήνων πολιτών και στρατιωτικών αφ’ ενός και Τούρκων αφ’ ετέρου. Κατά τας συγκρούσεις ταύτας έλαβον χώραν φόνοι και Ελλήνων και Τούρκων πολιτών. Λόγω του συνωστισμού, ένιοι εκ του πλήθους έπεσαν εις την θάλασσαν και τινες επνίγησαν. Επίσης στρατιώται ευρισκόμενοι εις την παραλίαν απήντων εις τους εκ των παραθύρων ριπτομένους πυροβολισμούς, οίτινες δεν διήρκεσαν πλέον του ενός τετάρτου της ώρας».
Οι πανηγυρισμοί,πάντως, είχαν ήδη μετατραπεί σε θρήνο, πανικό και αγωνία, ενώ σύμφωνα με την έκθεση Σταυριανόπουλου «… Διαρκούσης της συμπλοκής, διεθνείς αλήται, επωφεληθέντες ταύτης, διέρρηξαν καταστήματα τινά παρά τους στρατώνας και προέβησαν εις διαπραγάς …».Το τελευταίο, ιδίως, συνέβη την στιγμή που το ξέσπασμα μιας ξαφνικής ανοιξιάτικης μπόρας δυσκόλεψε την κατάσταση ακόμη περισσότερο . Αλλά ακριβώς, τη ραγδαία αυτή νεροποντή, που τη συνόδευε και χαλάζι, εκμεταλλεύτηκαν και ορισμένα κακοποιά στοιχεία, επιδοθέντα σε διαρρήξεις και διαρπαγές ή λεηλασίες καταστημάτων, κυρίως στην τουρκική συνοικία. Ευκαιρίες για τις ενέργειες αυτές δίνονταν,και όταν οι ελληνικοί περίπολοι δεχόμενοι πυροβολισμούς από τα παράθυρα σπιτιών, ή απαντούσαν στους πυροβολισμούς ή έμπαιναν στα σπίτια για συλλήψεις. Τότε λοιπόν οι διαρπαγείς αναμειγνυόταν με τους άνδρες των περιπόλων και ακολουθώντας τους επιδίδονταν σε λεηλασίες, καθ’ ον χρόνο οι στρατιώτες απασχολούνταν με τις συλλήψεις.
Το Στρατηγείο της 1ης Μεραρχίας εν τω μεταξύ (εγκαταστημένο επί του «Λέοντος») διέταξε το 4ο Σύνταγμα, το οποίο είχε αποβιβαστεί βορειότερα, στην Πούντα, να σπεύσει σε βοήθεια των Ευζώνων. Πράγματι, το Σύνταγμα, εκτελώντας την εν λόγω διαταγή, ανέτρεψε τις τουρκικές αντιστάσεις αιχμαλωτίζοντας τον Νομάρχη (Βαλή) Ιτζέτ Μπέη (αν και για λίγες ώρες μόνο αυτόν), τον Αντιστράτηγο και στρατιωτικό διοικητή Σμύρνης Ναντίρ πασά και δύο ακόμη στρατηγούς (μεταξύ αυτών και τον Αντιστράτηγο Αλή Νουρή, διοικητή του 17ου Σώματος Στρατού). Συλλήψεις επίσης πραγματοποιήθηκαν και από το 1/38 Σύνταγμα, μόνο όμως στους τόπους των συμπλοκών (ΓΕΣ/ΔΙΣ, παραπάνω,σ. 66). Μόλις, για παράδειγμα, καταλαμβανόταν κάποιο σημείο ένοπλης αντίστασης, συλλαμβάνονταν όλοι οι πλησίον ευρισκόμενοι ή όσοι επιχειρούσαν να διαφύγουν. Και τούτο, γιατί όλοι αυτοί θεωρούνταν ύποπτοι για το ότι είχαν κάνει χρήση πυρών, έχοντας εν τω μεταξύ απαλλαγεί από τα όπλα τους. Συνελήφθηκαν τέλος 28 ανώτεροι και 123 κατώτεροι αξιωματικοί, 540 οπλίτες, γύρω στους 2.000 βαζιβουζούκους, ενώ Ο Μέραρχος Ζαφειρίου διέταξε επιπλέον τη σύλληψη ή τον αφοπλισμό και όλων των ενόπλων Τούρκων, όπως χωροφυλάκων και υπαλλήλων πολιτών, κρατηθέντες όλοι τους κρατήθηκαν στο ατμόπλοιο Πατρίς.
Παράλληλα, στην εξουδετέρωση των τουρκικών εστιών αντίστασης συνεισέφεραν και τα ελληνικά πολεμικά σκάφη. Ειδικότερα το αντιτορπιλικό μας Νέα Γενεά, με κυβερνήτη τον Ιωάννη Δεμέστιχα (τον καπετάν Νικηφόρο του Μακεδονικού Αγώνα και βασικό ήρωα της Πηνελόπης Δέλτα στο βιβλίο της Στα Μυστικά του Βάλτου) πλησίασε την παραλία στην περιοχή των στρατώνων της πόλης, από όπου πυροβολούσαν Τούρκοι, οπότε οι τελευταίοι, υπό τη θέα και μόνο του προσεγγίζοντος πολεμικού, θεώρησαν ότι κάθε περαιτέρω εκεί προσπάθειά τους θα ήταν αποτυχημένη έτσι που πάραυτα παραδόθηκαν (Βακάς,σ.331). Δεν άργησε, και γενικότερα, άλλωστε, να εξουδετερωθεί και να κατασιγάσει κάθε τουρκική εστία αντίστασης, παρά το ότι ελληνικές περίπολοι, εισχωρώντας στην τουρκική συνοικία, συνέχιζαν να πυροβολούνται από τα παράθυρα, και επομένως η ησυχία διακοπτόταν, από καρό σε καιρό, από τέτοιου είδους πυροβολισμούς. Πολλοί επίσης ένοπλοι Τούρκοι, δύο χιλιάδες περίπου χωροφύλακες και στρατιώτες, διέφυγαν με τον οπλισμό τους προς την Καραντίνα, και άλλοι κατόρθωσαν να κρυφτούν. Αναφέρει έτσι στην παραπάνω μνημονευθείσα έκθεσή του ο Σταυριανόπουλος: «… αλλ’ ευθύς μετά την συμπλοκήν η τάξις απεκαταστάθη και ισχυραί περίπολοι του Συντάγματος διέτρεχαν τας τουρκικάς συνοικίας προς προστασίαν της ιδιοκτησίας των Τούρκων, όπερ και επετεύχθη». Πράγματι δε, η πλήρης αποκατάσταση της τάξης μέχρι τις 4 το απόγευμα της μέρας εκείνης, είχε ως αποτέλεσμα να κυματίζει,τέλος, η Γαλανόλευκη στη Σμύρνη από το Εξώκαστρο ως τον Πάγο.
Όσον αφορά τους νεκρούς και τους τραυματίες του προπεριγραφέντος επεισοδίου, οι ανακοινωθέντες γι’ αυτούς αριθμοί από τις τουρκικές και τις ελληνικές αρχές ήσαν, ασφαλώς, διαφορετικοί μεταξύ τους. Πάντως έγιναν γενικά παραδεκτές οι εξής εκατέρωθεν απώλειες: Έλληνες στρατιώτες φονευμένοι 2, τραυματίες 6, Έλληνες πολίτες φονευμένοι ή πνιγμένοι 20, τραυματίες 60. Απώλειες Τούρκων, σύμφωνα με ορισμένους (Βακάς, σ. 330) περίπου οι ίδιες. Κατά τη ΔΙΣ του ΓΕΣ ( παραπάνω, σ.66) οι Έλληνες είχαν τις παρακάτω απώλειες: 2 οπλίτες νεκρούς (Βασίλης Δάλαρης και Γεώργιος Παπακώστας), 34 τραυματίες και 9 τραυματίες ιδιώτες. Οι Τούρκοι κατά την ίδια πηγή είχαν 5 οπλίτες νεκρούς, 8 αξιωματικούς και 8 οπλίτες τραυματίες. Και από τους ιδιώτες διαφόρων άλλων εθνικοτήτων υπήρξαν 47 νεκροί και τραυματίες. Ο Αντιστράτηγος, τέλος, Κλ. Μπουλαλάς αναφέρει ότι οι νεκροί της ολιγόωρης εκείνης μάχης ήταν 163 και ότι από αυτούς οι 78 ήταν Τούρκοι, οι 62 Έλληνες και οι υπόλοιποι άλλων εθνικοτήτων.
Κατά την επομένη, οπωσδήποτε,μέρα, αφενός οι Τούρκοι πολιτικοί υπάλληλοι επανεγκαταστάθηκαν στις θέσεις τους, στο Διοικητήριο της πόλης, ενώ και οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της τουρκικής χωροφυλακής ανέλαβαν, επίσης και πάλι, υπηρεσία. Ταυτόχρονα όμως, και η η ελληνική στρατιωτική διοίκηση Σμύρνης σύστησε Στρατοδικείο, το οποίο στις 15 Αύγουστου του 1919 (ν.ημερ) εξέδωσε, σχετικά με τα παραπάνω γεγονότα, 74 καταδικαστικές αποφάσεις. Από αυτές, 3 αφορούσαν θανατικές ποινές. Οι ένοχοι, που είχαν καταδικαστεί για ληστρικές πράξεις, τουφεκίστηκαν δημοσίως και ενταφιάστηκαν σε τοποθεσία τέτοια, ώστε οι τάφοι τους να είναι ορατοί από τους περαστικούς, προς παραδειγματισμό των τελευταίων. Από τους καταδικασθέντες επίσης 48 ήταν Έλληνες, 13 Τούρκοι, 12 Αρμένιοι και 1 Ισραηλίτης. Η ελληνική κυβέρνηση, τέλος, αντικατέστησε τόσο τον Μέραρχο Ζαφειρίου όσο και τον διοικητή του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων Δ. Σταυριανόπουλο. Η αντικατάσταση του πρώτου έγινε με το αιτιολογικό ότι ο Ζαφειρίου δεν όφειλε να αποδεχθεί σχέδιο αποβίβασης προερχόμενο από τον Βρετανό Ναυάρχο Κάλθορπ (Βακάς,σ.340), ενώ ο δεύτερος αντικαταστάθηκε γιατί, μεταξύ των άλλων, δεν έλαβε υπόψη του τις προειδοποιήσεις που του είχαν γίνει. Διοικητής έτσι της 1ης Μεραρχίας ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Μηχανικού Παπαθανασίου Ζαφείρης, ο δε Σταυριανόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Τζαβέλα Κωνσταντίνο (Σαράφης,σ.170).
Ό,τι πάντως διαδραματίστηκε κατά την πρώτη μέρα της παρουσίας του Ελληνικού Στρατού στη Μ. Ασία, προειδοποιούσε αρκετά έγκαιρα τους Έλληνες για την περιπέτεια που επρόκειτο να ζήσουν εκεί στα επόμενα χρόνια. Μας έκρουε, πρώτα απ’ όλα, το περιστατικό εκείνο τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με το ότι θα εμπλεκόμασταν, στα μικρασιατικά εδάφη, σε έναν καθόλου εύκολο εναντίον των Τούρκων αγώνα, στον οποίο θα υποχρεωνόταν η χώρα μας να εξαντλήσει τις αντοχές του λαού της. Οι προηγούμενοι σύμμαχοί μας επρόκειτο επίσης να μας προδώσουν, όπως ήδη το είχαν κάνει οι Ιταλοί, και στο τέλος, αφού τα τιμημένα κόκαλα πολλών στρατιωτών μας θα έμεναν για πάντα στα μικρασιατικά εδάφη, το αποτέλεσμα θα ήταν να γευθούμε και την πίκρα μιας στρατιωτικής ήττας. Αλλά και αυτήν δε θα ήταν μόνο η εθνική ντροπή και η ταπείνωση που θα τη συνόδευαν, ήταν μοιραίο να επακολουθήσει και ο ολοκληρωτικός αφανισμός του ελληνισμού της Ανατολής με την μεταφορά των ομογενών μας, από τα προγονικά τους εδάφη στην μητέρα Ελλάδα . Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι οι προθέσεις τότε της χώρας μας, με την απόφασή της να στείλει στρατό στις απέναντι ακτές του Αιγαίου ήταν καλοπροαίρετες, καθόλα επαινετές και συμβατές με την πραγμάτωση των εθνικών μας στόχων και επιδιώξεων. Γιατί, μπορεί μεν η χώρα μας να ριχνόταν το Μάϊο του 1919 σε μια ρηξικέλευθη περιπέτεια, όμως τις διαστάσεις του εν λόγω εγχειρήματος ελάχιστα τότε θα μπορούσαν να τις φανταστούν τα εμπειροπόλεμα στελέχη ενός ένδοξου στρατού όπως ο Ελληνικός που έβγαινε νικητής από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γαβριήλ Ν. Συντομόρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου