Σελίδες

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Γεώργιος Καραϊσκάκης



Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε κλέφτης και, στη συνέχεια, σπουδαίος αρματολός και στρατηγός της Επανάστασης του 1821.
Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Ίσκος ή ΚαραΐσκοςΚαράς επειδή ήταν μελαμψός[2]. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara (μαύρος) και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.[3]
Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του του 1816.
Πρώτα χρόνια

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1855).
Γεννήθηκε τo 1782[1], νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά, πρώτης εξαδέλφης του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα.[4] Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι' αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.[5]
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη [6]. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας [7] ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας [8] Η επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Εσωτερικών το 1927, προκειμένου να επιλύσει το θέμα της γενέτειράς του, κατέληξε στην επίσημη αναγόρευση του Μαυρομματίου ως γενέτειρας του Καραϊσκάκη.[9] Παρ' όλα αυτά το 1997, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας, αποφασίστηκε να δοθεί το όνομα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» στον νεοσύστατο δήμο του νομού Άρτας [10] στον οποίο υπάγεται έως σήμερα η Σκουληκαριά και το 2005 με Προεδρικό διάταγμα καθιερώθηκε επίσημα στη Σκουληκαριά Άρτας δημόσια εορτή τοπικής σημασίας προς τιμή του Γεωργίου Καραϊσκάκη [11]εντείνοντας περαιτέρω τη διαμάχη ως προς τον τόπο γέννησης του ήρωα.[12]
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Μεγάλη ψυχολογική και κοινωνική πίεση δέχθηκε λόγω του προηγούμενου. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης έγινε περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:
"Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη ".[13]
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου [14] από γνωστή οικογένεια των αρματωλών και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο[15], την επιμέλεια των οποίων όταν πέθανε άφησε στον ανηψιό του Μήτρο Σκυλοδήμο[16]. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Δράση πριν το 1821
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς που ηταν ανθρωπος από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίστηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Δράση 1821 - 1823
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι τους, στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχήχρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγο Βασιάρη. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Επιστροφή - Δίκη

Ανδριάντας στρατηγού Γ. Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη - Πειραιάς)
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του,[17] ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον Καραϊσκάκη προκειμένου να υποστηρίξει τον Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό, και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό".[18]Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ'όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.a[›]
Αρχιστρατηγία

Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".
Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.
Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου στην Πελοπόννησο, έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρεμμυδίου (στην περιοχή της Μεθώνης) όπου ηττήθηκαν οι Έλληνες. Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).
Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".
Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του. Μάλιστα, την ίδια εποχή διασώζεται διάλογος του Υδραίου Β. Μπουντούρημε τον Καραϊσκάκη που αποδίδεται, σύμφωνα με το Διον. Κόκκινο στο έργο του "Η Ελληνική Επανάστασις" (έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα1974, τόμος 5, σελ. 545, "Ο Καραϊσκάκης") ως εξής: Β. Μπουντούρης: "Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ και εμπρός". Καραϊσκάκης: "Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος".
Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγω της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Νικηφόρες πορείες

Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από τη Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντελήφθη γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουστάμπεης από την Αταλάντη και ο Κεχαγιάμπεης που βρισκόταν νοτιότερα. Αυτοί ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Ο Καραισκάκης καταστρέφει τους Τούρκους στην Αράχωβα. Εγχρωμη λιθογραφία. Peter Von Hess.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουστάμπεηςστρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουστάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα κατεδίωξε τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Το τέλος του
 Μνημείο για τον Γ. Καραϊσκάκη στο Φάληρο.
Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε από την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους ΠετμεζάδεςΣισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς έφθασαν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.
Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι, διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), Κόχραν ως "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων" και Τσωρτς, ως "διευθυντής χερσαίων δυνάμεων", προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση.
Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Η αποβίβαση του Καραισκάκη στο Φάληρο (λεπτομέρεια). Λάδι. Κ. Βολανάκη.
Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με
 ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.


Μάχες γύρω από τον Πειραιά, Μακρυγιάννης & Ζωγράφος, ξύλινο ταμπλό, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του γρήγορα κατάλαβαν πως θα κατέληγε.
Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".
Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.β[›] Οκτώ χρόνια μετά το θάνατό του (1835) έγινε ανακομιδή των λειψάνων του από τη Σαλαμίνα στον Πειραιά, προκειμένου να ταφούν οριστικά στο σημείο που έπεσε και όπου ήδη είχε ανεγερθεί το μνημείο του[19]. Μαζί με τα οστά του Καραϊσκάκη, στο ίδιο μέρος και μετά από επίσημη τελετή όπου παρέστησαν εκπρόσωποι των πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών αρχών, ενταφιάστηκαν τα αντίστοιχα λείψανα των υπολοίπων ελλήνων και φιλελλήνων που είχαν σκοτωθεί υπερασπιζόμενοι την πόλη της Αθήνας. Ο ίδιος ο βασιλιάς Όθωνας απότισε φόρο τιμής στο νεκρό του Καραϊσκάκη, εναποθέτωντας πάνω στη λάρνακά του το Παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος ανωτέρου βαθμού το οποίον έφερε, ενώ ανέλαβε και την κηδεμονία των θυγατέρων του πεσόντα ήρωα[20].
Φημολογία για τον θάνατό του

Τύμβος Γ. Καραϊσκάκη (Ν. Φάληρο - Πειραιάς)
Οι πηγές που αναφέρονται στον θάνατο του Καραϊσκάκη χαρακτηρίζονται από ασυμφωνία.
Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «...Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη.[21]Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης[22] και Δημήτρης Σταμέλος.[23] Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν»[24]. Οι Αναστάσιος Ορλάνδος,[25] Μέντελσον-Μπαρτόλντι, [26]Κωνσταντίνος Ράδος,[27] Απόστολος Βακαλόπουλος,[28] Κυριάκος Σιμόπουλος,[29] και Χρήστος Λούκος[30] πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη : «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς… αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».[31]
ΑθυροστομίαΕπεξεργασία
Ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός για τις βωμολοχίες που χρησιμοποιούσε αδιακρίτως· ακόμη και για την οικογένειά του και τον ίδιο.[32] Ιδιαίτερα την περίοδο της Επανάστασης οι ύβρεις που εκτόξευε εναντίον των στρατιωτικών του αντιπάλων, των Μουσουλμάνων εκπροσώπων της Οθωμανικής εξουσίας, δήλωναν την ανατροπή της μέχρι τότε τάξης πραγμάτων, της κοινωνικής ιεραρχίας που βασιζόταν στην ανωτερότητα των Μουσουλμάνων επί των Χριστιανών ζιμμήδων, και το αίσθημα ανωτερότητας που η εθνική ιδέα και η συμμετοχή στην Επανάσταση χάριζαν στους πολεμιστές απέναντι στους μέχρι πρότινος κοινωνικά ανώτερους τους αντιπάλους τους.[33]
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
^ a: Κατά τον γραμματικό και βιογράφο του Καραϊσκάκη Δημήτριο Αινιάνα «η επιστολή αύτη εκ μέρους του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυόνην είχε γίνει τω όντι». Στη συνέχεια o Αινιάν γράφει ότι, επειδή ο απεσταλμένος του Καραϊσκάκη προς τον Ομέρ Βρυώνη «έλαβε υποδοχήν από τον Μαυροκορδάτον αντί της ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής», ήταν εγκάθετος των εχθρών του οπλαρχηγού. Επανέρχεται όμως στο τέλος λέγοντας ότι ο Καραϊσκάκης «εσχεδίασε να καταφύγη εις τον Ομέρ Βρυόνην …διά να λάβη συνδρομήν παρ’ αυτού».[34] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «Ότε [ο Καραϊσκάκης]… εστερήθη του βαθμού του… υπό πολεμικού δικαστηρίου, όπερ…συνεκρότησεν επί τούτω ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήρχισε να εννοή, ότι δεν δύναται να κάμνη ό,τι θέλει ατιμωρητεί…Έκτοτε τωόντι ήρχισε να λαμβάνη συνείδησίν τινα πειθαρχίας».[35] Με το ίδιο πνεύμα και οι Ξένος,[36] Άννινος,[37] Σταματόπουλος,[38] και Κορδάτος.[39] Και τέλος ο ίδιος ο Καραϊσκάκης : «Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβολος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γένω άγγελος».[40] Και όντως κράτησε τον λόγο του.
^ β: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικός παράγοντας για την καταστροφή στο Φάληρο ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του Καραϊσκάκη. Και είναι επίσης γνωστό ότι κάποιοι Έλληνες δεν φέρθηκαν όπως έπρεπε κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το γεγονός αυτό ως την καταστροφή.[41] Αλλά είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι βασικοί υπαίτιοι της καταστροφής ήταν ο Τσώρτς και κυριότατα ο Κόχραν, οι οποίοι «τοσούτον κακώς διέταξαν τα πράγματα, ώστε αντί θριάμβου κατήνεγκον κατά της Ελλάδος την ολεθριωτάτην των πληγών…οι άνδρες διετάχθησαν να προέλθωσιν επί σφαγήν προφανή».[42] Δεν έλαβε υπ’ όψιν του ο Κόχραν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του παράλογου ούτως ή άλλως σχεδίου του[43] είχαν εκμηδενιστεί μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη οπότε οι οπλαρχηγοί δήλωσαν ανέτοιμοι.[44] Κατά τον αγγλόφιλο Τρικούπη «Τοιαύτα ήσαν τα αποτελέσματα της παραφοράς του Κοχράνου, του κακή μοίρα της Ελλάδος κατά την Αττικήν επιφανέντος».[45]
Παραπομπές-ΥποσημειώσειςΕπεξεργασία
1.    ↑ 1,0 1,1 Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τ.7, λήμμα Καραϊσκάκης Γεώργιος, Εκδόσεις Δομή, Αθήναι.
3.     Ο Γλωσσολόγος Νικόλαος Ανδριώτης αποκλείει η λέξη ήσκιος, δηλαδή σκιά για λόγους φωνητικούς. Επίσης αποκλείεται η ετυμολόγησή του από το ουσιαστικό ήσκα (από το λατινικό esca) διότι τα ουσιαστικά που λήγουν σε -α παράγουν επώνυμα που λήγουν σε -ας (π.χ.γαρίδα=Γαρίδας. Επομένως από το ήσκα Ήσκας θα προέλθει κι όχι Ίσκος).Σε πολλά μέρη της Ελλάδας ο ευνουχισμένος τράγος λέγεται ήσκος και η λέξη αυτή προέρχεται από το κοινό επίθετο ήσυχος, με αποβολή του άτονου υ που είναι κανονική σε όλα τα βόρρεια ιδιώματα της νέας ελληνικής, και με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος σ χ σε σ κ (π.χ. σχολείο=σκολείο)Και ήσυχος είναι ο τράγος που έχει στερηθεί τη γενετήσια ικανότητά του. Έτσι ο γενάρχης των Ίσκων δεν θα ήταν κάπιος άλλος από έναν τσοπάνη που άλλοι τσοπάνηδες του απέδωσαν αυτό το όνομα πειραχτικά , αρχικά ως παρατσούκλι κι έπειτα ως επώνυμο στους απογόνους του. Νικόλαος Ανδριώτης, «Η ετυμολογική προέλευση του επώνυμου Καραϊσκάκης», στο:Αντιχάρισμα στον καθηγητή Νικόλαο Π. Ανδριώτη-ανατύπωση 88 εργασιών του με τη φροντίδα επιτροπής, Θεσσαλονίκη 1976, σ.164-166
4.     Γαζής, Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, 1828, σ.17 : «η Μητέρα του ήτον αδελφή του Κώνστα Διμισκή και πρώτη εξαδέλφη του Καπετάν Γώγου Μπακώλα». –Παπαρρηγόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Κυρομάνος 1990, σ.23 : «η δε μητήρ ανήκεν εις καλήν οικογένειαν, διότι ήτο αδελφή μέν του Κώνστα Διμισκή, πρώτη δ' εξαδέλφη του ονομαστού Γώγου Μπακώλα».
5.     Περραιβός, ο.π., σ. 28, σημείωση 1. : «Παρά πολλών λέγεται ότι ο καπετάν Καραΐσκος από τον Βάλτον ηράσθη της Καλογραίας, και έτεκε τον Καραϊσκάκην». –Παπαρρηγόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Κυρομάνος 1990, σ.23 : «τις ήτο ο πατήρ αυτού, άδηλον». – Βλαχογιάννης, ο.π., σ. 631 : «Η παράδοση τονέ λέει γυιο του παλιού κλέφτη Καραΐσκου. Άλλη παράδοση τονέ λέει γυιο του καπετάν Αραπογιάννη».
6.     Σύμφωνα με το έργο του Διονύση Τζάκη "Γεώργιος Καραϊσκάκης"
7.     Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη, τ. ΙΓ'
8.     Παπαρρηγόπουλος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Κυρομάνος 1990, σ.23 : «Ο Γεώργιος Καραισκάκης εγεννήθη τω 1782 είς Σκουλυκαρύαν (ή Σκωληκοκαρυάν) της επαρχίας Άρτης». – Γαζής, Βιογραφία των ηρώων Μάρκου Μπότσαρη και Καραϊσκάκη, 1828, σ.17 : «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατήγετο από την Άρταν (εξ Αμφιλοχίας), από χωρίον Σκουληκαρυιάν». - Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833)- Τόμος Α΄, σ.267, : «Ο Καραϊσκάκης κατάγετο από το Ραδοβύζι και οί συγγενείς του περιορίζοντο μόνον είς αυτό το τμήμα». –Pouqueville, Francois Charles Hugues Laurent, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως : Μετάφρασις νέα συμπεπληρωμένη με 50 χρωματιστάς εικόνας εκ της πινακοθήκης του Μονάχου, 1901, σ.955 : «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννηθείς το έτος 1782 εις Σκούλι της Καριάς έν τη επαρχία Άρτης ήτο υιός καλογραίας». – Karl Mendelssohn Bartholdy, Geschichte Griechenlands, Volume 1, 1828, σ.430 : «Georg Karaiskakis*), 1782 zu Skuli Karia in der Provinz Arta». – Camillo Ugoni, Vita e scritti di Giuseppe Pecchio, 1836, σ.161 : «Pecchio, descritte le visite e conversazioni da sè fatte in compagnia del generale Roche al generale Giorgio Caraiscachi, Epirota nativo di Arta». –Gustav Friedrich Hertzberg, Geschichte Griechenlands: Th. Von der Vollendung der osmanischen Eroberung bis zur Erhebung der Neugriechen gegen die Pforte (1470-1821), 1878, σ.367 : «Georg Karaiskakis, ein Epirote aus Skylikaria, einige Meilen östlich von Arta». - Auguste Jean Raymond Fabre, Histoire Du Siege de Missolonghi: Suivie de Pieces Justificatives, 1827, σ.191 : «George Karaïscaki, originaire d'Arta, s'était déja distingué, avant la révolution grecque, par ses exploits comme Klephte». - Δημ. Φ. Καρατζένης, Η Άρτα εις την επανάστασιν του 1821, Θυσίαι και Αγωνισταί, Αθήναι, 1978, σ.17, Επιστολή του Ιωάννη Μακρυγιάννη στον Κυβερνήτη της Ελλάδος : «Ή μεγάλη αυτή επαρχία, ήτις σύγκειται από μίαν πόλιν και περίπου διακόσια πεντήκοντα χωρία υπό διάφοροις γενικοίς ονόμασι γνωριζόμενα, οίον Ραδοβίσδιον, Τζουμέρκα και Κάμπον[..]Οί όπλοφοροΰντες της αυτής επαρχίας δέν έλειψαν από τά στρατόπεδα και από όλας γενικώς τάς σημαντικωτέρας μάχας[..]εις τάς οποίας μάχας μετροΰμεν ένδόξως υπέρ πατρίδος πεσόντος περίπου τών τετρακοσίων, εξ ών καί ό αείμνηστος Καραϊσκάκης. Ολα δέ ταΰτα οί Άρτινοϊ και οσα άλλα διά τό σΰντομον παρατρέχομεν, τά έπεχειρίσθησαν ευχαρίστως, επί μόνω και μόνω σκοπό τοΰ να ΐδωμεν έλευθέραν την πατρώαν μας γήν.». -Χριστόπουλος, Γ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεώτερος Ελληνισμός από 1833 ως 1881, τ. 'ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1977, σ.150, Ομιλία του γιού του Γεωργίου Καραϊσκάκη, Σπυρίδων, στο Πέτα της Άρτας προς τους κατοίκους της περιοχής τον Ιανουάριο του 1854 : «Ή έπίθεση όρίστηκε γιά τις 31 Ιανουαρίου και τήν παραμονή ό Καραϊσκάκης ώς γενικός άρχηγός, άπηύθυνε σπουδαία γιά τόν παλμό της και κυρίως γιά τό περιεχόμενο της προκήρυξη, στήν όποία άνάμεσα σέ άλλα άνέφερε «Αποθνήσκων ό πατήρ μου έκραξε "λυτροΰτε τάς Αθήνας" άφείς δέ μόνον κληροδότημα εις έμέ τήν μάχαιραν αύτοΰ έξέπνευσε. Λαβών τό κληροδότημα τοΰ πατρός και τάς μέν Αθήνας εύρών έλευθέρας, τήν γήν δέ τής γεννήσεώς του δούλην. έδραμον πρός ύμάς, ώ λαέ τής Ηπείρου, και τήν σημαίαν τής έλευθερίας ύψωσα μεθ' ύμών.» -Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη μετά πλήρους λεξικού της ελληνικής γλώσσης, Συλλογικό έργο, Αθήνα, εκδ.5η, τόμος 22 : «Σκουληκαριά (ή). "Εδρα κοινότητος της επαρχίας "Αρτης και Τζουμέρκων, του νομού "Αρτης, εν χώρα ορεινή. "Εχει 476 κατ., και άρχαίαν μονήν του 'ΙΓ αιώνος τιμωμένην επ' ονόματος της Θεοτόκου. Είνε πατρίς του στρατάρχου της Επαναστάσεως Γεωργ. Καραϊσκάκη.»
9.     Διονύσιος Τζάκης, Γεώργιος Καραϊσκάκης από τη σειρά "Οι Ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας", έκδ. "Τα Νέα", Ιστορική βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009 σελ. 12-13
12.  Μαρία Ριτζαλέου. Κλεφτοπόλεμος για τη γενέτειρα του Καραϊσκάκη εφ. Έθνος 30/4/2008. Ανακτήθηκε 25/3/2013
14.  Περιοδικό «ΤΟ ΑΣΤΥ» , 12 Ιανουαρίου 1888, σελίδα 1
15.  Επιστολὴ προς Σεβαστὴ Διοίκηση, 2 Οκτωβρίου 1827-Ακαδημία Αθηνών
17.  Ο Κίτσος Τζαβέλας ήταν αυτός για τον οποίο φημολογήθηκε αμέσως ότι οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη (Ιωάννης Σταυριανός : Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου… Εταιρεία Στερεοελλαδικών Μελετών, 1982, σ. 189. Επίσης Ιωάννης Ζαμπέλιος, Καραϊσκάκης, τραγωδία, πρόλογος, σελ. η΄).
18.  Κ. Κιουπκιόλης, «Η δίκη του Καραϊσκάκη», Ιστορία Εικονογραφημένη,τ.χ.11 (Μάιος1969), σελ.24
19.  "Εφημερίς των Αγγελιών", φύλλο της 23 Απριλίου 1835
20.  Διονύσιος Κόκκινος, "Η Ελληνική Επανάστασις" (έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα1974), τόμος 6, σελ. 30-32
21.  Γιάννης Βλαχογιάννης : Καραϊσκάκης, Βιογραφία βγαλμένη από ανέκδοτες πηγές, βιβλιογραφία και στοματικές παραδόσεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1943, σ.46 ιδίως.
22.  Η Επανάσταση του Εικοσιένα, 1971-1972 (2η έκδ., Ν.Βότσης, 1977), τ. Γ΄σ. 356. Επίσης : Μεσολόγγι, 1953 (12η έκδοση, Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1987) σ. 250-251, και Καραϊσκάκης, 1956 (Δωρικός, 1979) σ. 440 και 463..
23.  Ο θάνατος του Καραϊσκάκη. Συμπτωματικό γεγονός ή οργανωμένη δολοφονία; Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1985.
24.  Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 20ος Αιώνας 1956-1960, τ.Ι΄ σ. 548.
25.  Ναυτικά, ήτοι Ιστορία των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνα πεπραγμένων υπό των τριών ναυτικών νήσων ιδίως δε των Σπετσών, 1869, τ. Β΄σ. 478.
26.  Geschichte Griechenlands von der Eroberung Konstantinopels durch die Türken im Jahre 1453 bis auf unsere Tage, 1870-1874 (Ιστορία της Ελλάδος από της υπό των Τούρκων αλώσεως της Κων/πόλεως εν έτει 1453 μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, τόμος Α΄, μετάφρ. Μιχαήλ Ιω. Παπαρρηγοπούλου, 1872, σ. 637.
27.  Γεώργιος Καραϊσκάκης (στην Εκατονταετηρίδα του στρατάρχου Γεωργίου Καραϊσκάκη 1827-1927, εκδ. Γρυπαετός, Αθήναι 1927)
28.  Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, 1980 κ.ε., τ. Ζ΄σ. 743.
29.  Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, 1982- 1990, τ. Ε΄σ.187 : «ο χαμός του Καραϊσκάκη ήταν αποτέλεσμα του ασυγκράτητου χαρακτήρα του».
30.  Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ΤΑ ΝΕΑ Ιστορική Βιβλιοθήκη, 2010, σ. 95.
31.  Φωτάκος: Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, [1858] 1899 (Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1977), τ. Β΄, σ. 287
32.  Efthymiou 2000, σελ. 173, 174
33.  Efthymiou 2000, σελ. 174-5, 177-8
34.  Ο Καραϊσκάκης ή του Καραϊσκάκη βιογραφία, 1834, σ. 10-14
35.  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1860- 1872, τόμος 6ος (6η έκδοση, Ελευθερουδάκης, 1932), σ. 171
36.  Η ηρωΐς της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1861, (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1988), τ.Β΄ σ. 415.
37.  Ιστορικά Σημειώματα –Οι Φιλέλληνες του 1821, 1925 (Δημιουργία, 1995), σ. 65.
38.  Ο εσωτερικός αγώνας, Κάλβος, 1979, τ. Γ΄ σ. 359.
39.  Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 20ος Αιώνας 1956-1960, τ. Ι΄σ. 468.
40.  Παπαρρηγόπουλος : Γεώργιος Καραϊσκάκης, 1867 (Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 1990), σ. 86.
41.  Για την συμπεριφορά των αγωνιστών αυτών βλ. Κυριάκο Σιμόπουλο Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, 1982-1990, τ. Ε΄ σ. 198-199, όπου αναφέρει λεπτομερώς τα όσα γράφουν οι πηγές.
42.  Παπαρρηγόπουλος  : Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1860-1872, κεφ. Βιβλίον ΙΕ΄ κεφ. Ζ΄.
43.  Παπαρρηγόπουλος ε.α. λίγες σειρές παραπάνω.
44.  Σπυρίδων Τρικούπης: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο, 1857 (Γιοβάνης, 1978), τ. Δ΄ σ. 149.
45.  Τρικούπης, ε.α. σ. 154. Στις σ. 132-154 αναφέρει όλη την συμπεριφορά και ευθύνη του Κόχραν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου