Στις 21Σεπτεμβρίου 1921, στην Αμάσεια, η κεμαλική κυβέρνηση καταδίκασε σε θάνατο την πνευματική, οικονομική, πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία του Πόντου. Στην πλατεία της πόλης στήθηκαν οι αγχόνες και η αφρόκρεμα του Πόντου δίκαια κατέλαβε ξεχωριστή θέση στη χωρία των εθνομαρτύρων και της ιστορίας μας. Τον ίδιο μήνα και χρόνο έχουμε και την εξορία των Σανταίων στο Χουνούζ και τις άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Ως ελάχιστο μνημόσυνο, δανείζομαι από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ του Βατούμ την συνέντευξη που έδωσε μία απλή σανταία γυναίκα: «Ελεύθερος Πόντος 9.10.1919
ΕΝΤΥΠΩΣΙΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΣΑΝΤΑΙΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ
Από την Σάντα έφθασαν τώρα τελευταία εδώ μερικές οικογένεις Σανταίων. Άλλες είχανε δω δικούς και ήρθανε στους δικούς των κι άλλες ήρθανε για να τραβήξουνε τη βαρειά και δύσκολή ζωή των προσφύγων μας… Μεταξύ των είνε και μία μάννα με τα τρία μικρά παιδάκια της, κ ήρθε στον άντρα της που και τούτος αφήκε την Σάντα προ λίγους μήνες και για να ρθη στις «Ρουσσίες» να δουλέψη, να βγάζη το ψωμί του και της φαμίλιας του. Ως γνωστόν εδώ και δύο χρόνια οι κάτοικοι της Σάντας επικοινωνούν με την Τραπεζούντα μόνο δυο-τρεις φορές τον μήνα- και τούτο κατά μεγάλες ομάδες από διακόσιους ως τριακόσιους ανθρώπους που επικράτησε να τις καλούνε «πόστας», και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα εναντίον των κακούργων και των «τσετέδων» που παραμονέυουν σε κάθε βήμα να τους κακοποιήσουν στο δρόμο. Η τελευταία έτυχε να βρεθή ανάμεσα στους διακόσιους που αποτελούσαν την «πόσταν» εκείνη, που έπαθε την επίθεσι του φοβερού αγά της Γεμουράς Κάλφα με τους «τσετέδες» του μόλις λίγες βδομάδες μπρος, εκεί που ανέβαινε από την Τραπεζούντα στην Σάντα. Ο φίλος που μου μίλησε για την Σανταίαν αυτή μου είπε ότι του διηγήθηκε πολλά πράγματα και ότι θα ήτο πολύ ενδιαφέρον να την άκουα κι ο ίδιος να διηγάται τις λεπτεμέρειες της τελευταίας αυτής μάχης των Σανταίων με τους τσετέδες, και πολλά άλλα ενδιαφέροντα από την σημερινή ζωή της Σάντας, και μου πρότεινε αν ήθελα να με οδηγήσει κοντά της να της μιλήσω και γω. Η ευχαρίστηση που θα ένοιωθα να δω κάποιο που μόλις έφθασεν από τα δοξασμένα βουνά της πατρίδος μου άρχισε να μου φουσκώνει τα στήθεια μου. Ο πόθος μου ν ακούσω ζωντανές ιστορίες από την ηρωική και πολυκύμαντη ζωή της Σάντας μου άναψε την περιέργεια μου. Τον ακολούθησα ολοπρόθυμα, και ομολογώ ότι έμεινα πολύ ευχαριστημένος από την γοητευτικήν αυτήν επίσκεψη, της οποίας θα προσπαθήσω να σας μεταδώσω μερικές εντυπώσεις-όσες επιτρέπει η περίστασις….
Η οικογένεια για την οποίαν μιλούμε δω πέρα εσταμάτησε σ ένα από τα φτωχά και εκείνη είδη των ξενοδοχείων η πανδοχείων , που καταφεύγουν οι πρόσφυγες μας, και που δεν αποτελούνται από τίποτε άλλο παρά από τρεις τέσσερες στενές και άθλιες κάμαρες πάνω από ένα «καφεστιατόριον» όπου κοιμούνται οι πρόσφυγες μας, συνήθως πολλοί μαζι, σε μια στενή και μικρή κάμαρα, πάνω σ ένα σακιδένο κρεββάτι ή απλώς στο πάτωμα. Ανεβήκαμε τις σκάλες. Στον στενούτσικο διάδρομο αντικρύσαμε τις γλυκείες μορφές δύο παιδιών, ενός αγοριού ως δέκα δώδεκα χρονών και ενός μικρού κοριτσιού ως οκτώ χρονών. Τα όμορφα και ροδοκόκκινα προσωπάκια των μικρών με τα ζωηρά και αθώα ματάκια και τα γεμάτη ζωή και φρεσκάδα παχουλά κορμάκια τους, χτύπησαν στα μάτια μου και για μια στιγμή μου φάνηκε πως ανασαίνω σαν κάτι από βουνήσιο αγέρα της Σάντας. Στην ερώτηση του φίλου μου προς το παιδί αν η μαμά του είναι μέσα και την καταφατική απάντηση του μικρού «μέσα είναι, θείο», μπήκαμε μέσα. Στην στενούτσικη και μικρή καμαρίτσα αντικρύσαμε την συμπαθητικιά μορφή μια γυναίκας χρονών τριάντα ως τριανταπέντε, που κρατούσε στα χέρια της το μωρό της, ως δύο χρονών παιδάκι. Την χαιρετήσαμε και πήρα το χέρι της. Ο φίλος μου με σύστησε με τέτοια λόγια:
-Έφερα κ έναν άλλο πατριώτη που επιθυμεί πολύ κι αυτός ν ακούσει και να μάθει τα νέα της Σάντας.
Η συμπαθητικιά γυναίκα μας υπεδέχθηκε με φιλοφρονητικό χαμόγελο και μας έδειξε το σανιδένιο κρεββάτι να καθήσουμε.
-Καθήστε, είπε, πάνω στο κρεββάτι. Να μας συμπαθάτε, είμαστε στα ξένα και δεν έχουμε σκαμνιά να σας προσφέρουμε να καθήσετε.
-δεν πειράζει, θεία μου, κ έτσι καλά είναι. Είμαστε πρόσφυγες, τι να κάνουμε; Θα μας πείτε πως είναι στην Σάντα;
-Στη Σάντα τώρα είναι ησυχία.
Τους Τούρκους δε τους φοβούμαστε. Αν υποφέρουμε, υποφέρουμε μόνο εξ αιτίας του ψωμιού. Αν δεν ήταν το ζήτημα του ψωμιού και των τροφίμων, δεν θα αναγκαζόμαστε τόσο συχνά να κατεβούμε στη Τραπεζούντα και οι Τούρκοι στον δρόμο δεν θα επιχειρούσαν κάθε φορά να μας κακοποιήσουν. Γιατί οι Τούρκοι όσο κ αν μισούν την Σάντα και τους Σανταίους κι όσο κι αν θα επιθυμούσαν χίλιες φορές να την ρημάξουν την Σάντα, φοβούνται να πλησιάσουν εκεί, γιατί τρέμουν από τα παλληκάρια της. Δυστυχώς ο τόπος μας είναι άγονος και όπως ξέρετε δεν παράγει άλλο τίποτε από πατάτες και λαχανικά. Ναι, μας είναι μεγάλη βοήθεια και οι αγελάδες μας, αλλά τις αγελάδες τώρα πολλοί λίγοι τις έχουνε…. Ας μην ήτανε λοιπόν ο τόπος μας έτσι άγονος κι ας μην είμαστε αναγκασμένοι κάθε φορά να κάνουμε τόσο δρόμο να κατεβούμε στην Τραπεζούντα για τρόφιμα, και οι «τσετέδες» τρίχα Σανταίου δεν θα μπορούσαν να βλάψουν. Πάσχισαν τις προάλλες πάλιν να κόψουνε το δρόμο της «πόστας» απάνω στα βουνά, εκεί που ανεβαίναμε από την Τραπεζούντα στην Σάντα, κι αν δεν εβοήθαε ο Θεός να προφτάσουν οι δικοί μας να τους διώξουνε και να τους δώσουνε ακόμα ένα ακριβό μάθημα, είμαστε ως διακόσιοι άνθρωποι, οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, όλους ήθελα να μας σφάξουν!...
-Ησουνα λοιπόν και συ, θεία, αναμεταξύ σε κείνην την «πόστα»;
-Ήμουνα. Και είναι μεγάλο θαύμα πως εγλυτώσαμε από διακόσιους και παραπάνω τσετέδες που έπιασαν τα βουνά και μας έκοψαν τον δρόμο. Μας εβοηθησεν όμως ο μεγάλος Θεός και πρόφταξαν τα παλληκάρια μας που τους έκαμαν καπνό ύστερα από έξη ωρών μάχη.
Και η καλή γυναίκα μας διηγήθηκε με την απλή και αφελή γλώσσαν μια Σανταίας τις λεπτομέρειες της τελευταίας αυτής μάχης που εδόξασε ακόμα μια φορά τα όπλα των Σανταίων εναντίον των ληστών και των κακούργων, που πρόγραμμα των είναι να κάψουν και να ρημάξουν τον χριστιανικό πληθυσμό στα περίχωρα της Τραπεζούντας.
Και ύστερα επρόσθεσε συγκινημένη:
-Αν και χάθηκαν τρία παλληκάρια μας σ αυτήν την μάχη αντίκρυ σε δεκαπλάσιους που έχασαν οι κακούργοι, εδοξάσαμεν τον Θεον που μας γλύτωσε και που φυλάγει την Σάντα και τα παλληκάρια της. Και τώρα οι Τούρκοι πιο πολύ τρέμουνε τους δικούς μας.
-και εκατώρθωσαν να εμπνεύσουν τόσο φόβο στα «κακοποιά στοιχεία» οι Σανταίοι;
-κι αμ ντο; Λακωνικά μου απάντησεν η αγαθή γυναίκα, με το φρόνημα εκείνο και τον ενθουσιασμό, που χαρακτηρίζει τις περισσότερες Σανταίες. Όταν προ δύο μήνες ανέβηκεν εκ μέρους της Κυβερνήσεως στην Σάντα ο χιλίαρχος και ήρθε με τους δικούς μας εις συνεννόησιν και τα παλληκάρια μας του έδωσαν τον λόγο τους να μην πειράζουνε κανένα Τούρκο, όσο και οι Τούρκοι δεν θα πειράξουν κανένα χριστιανό, το έμαθαν αυτό οι Τούρκοι κάτω στα ποτάμια και στην Γεμουρά κι απ την μεγάλην χαρά ειδοποιούσαν ο ένας του αλλουνού: «Δόξα τω Θεώ που γένηκεν ειρήνη»! (Σιουκούρ Αλλαχά, παρησλήκ ολτή)
-Και είναι τώρα κάποια «ειρήνη» και ησυχία εκεί πέρα ύστερα από τα τελευταία γεγονότα;
-Τώρα είναι ησυχία. Αλλά οι δικοί μας πάντα είναι έτοιμοι, γιατί δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στους Τούρκους. Προς το παρόν όμως είναι κάμποσο καλά
-Αλλά τότε γιατί φεύγετε από την Σάντα για να ρθήτε εδώ. Μήπως φοβάστε πάλι;
-Δεν φοβούμαστε, όχι, είπε με τον αγέρωχον ύφος της η συμπαθητική Σανταία, μήτε και ήθελα να φύγω. Εμείς δεν φεύγουμε, μας αναγκάζει να φύγουμε η πείνα. Σκεφθήτε τι μπορούσα να κάνω τώρα τον χειμώνα εγώ, μοναχή γυναίκα, με τρία παιδιά; Είχα μίαν αγελάδα, και κείνην στείρα αυτήν την χρονιά, την πούλησα και έφυγα.
-Και δεν ήρθαν στη Σάντα βοήθειες από πουθενά;
-Αλήθεια πολύ μας ανακούφισαν οι βοήθειες που μας ήρθαν από την Ρωσία, ιδιαίτερα το καλαμπόκι που μας έστειλε το Σοχούμ, και οι άλλες βοήθειες της Επιτροπής των προσφύγων. Αλλά αυτές οι βοήθειες ξαλάφρωσαν μόνο το κακό, και, αν η Σάντα δεν μπορέσει να προμηθευτεί κάμποσα τρόφιμα ως τώρα τον χειμώνα, ύστερα θα πεινάσει και θα έχει να υποφέρει πολύ, πάρα πολύ…. Σας λέω, επανέλαβε πάλι μ ένα θλιβερό ύφος κ ένα βαθύ πόνο ψυχής που ζωγραφιζόταν στην όψη της, μονάχα η πείνα μας αναγκάζει να φύγουμε από την πατρίδα μας, εμείς να την αφήσουμε δεν θέλουμε…
Την παρακαλέσαμε έπειτα και μας διηγήθηκε μερικά χαρακτηριστικά επεισόδια από τη ζωή των παλληκαριών της Σάντας και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Στο διάδρομο ακόμα παίζανε τα ροδοκόκκινα παιδιά.
Τα χάιδεψα με τη ματιά μου και ρώτησα, έτσι για χωρατά:
-Μα τότε πέστε μου, θεία μου, πως τα παιδάκια αυτά με τέτοιες στερήσεις είναι τόσο κοκκινομάγουλα και γερά;
-Είναι από το νερό της Σάντας αυτό, μου αποκρίθηκε η αγαθή γυναίκα με χαμόγελο.
Αποχαιρετήσαμε την καλή γυναίκα και βγήκαμε, εκεί που στοχαζόμουν με τι τρόπο αραιώνεται ο ελληνισμός στον Πόντο, πόσος κόσμος υποφέρει άδικα και πως λίγη θέληση, κάποιος ανθρωπισμός και μερικές θυσίες εκ μέρους των ασυγκίνητων «πατριωτών» μας μπορούσαν να ξαλαφρώσουν την θέση των προσφύγων μας και να προλάβουν το μεταναστευτικό ρεύμα από τον Πόντο, μάλιστα όταν πρόκειται για ένα τόπο όπου προσέφερε τόσες υπηρεσίες στην πατρίδα, όπου υπέφερε τόσες θυσίες και όπου τιμά τον ελληνικόν όνομα στον Πόντο, όπως είναι η Σάντα.
Α. Τιγανάς
ΕΝΤΥΠΩΣΙΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΣΑΝΤΑΙΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ
Από την Σάντα έφθασαν τώρα τελευταία εδώ μερικές οικογένεις Σανταίων. Άλλες είχανε δω δικούς και ήρθανε στους δικούς των κι άλλες ήρθανε για να τραβήξουνε τη βαρειά και δύσκολή ζωή των προσφύγων μας… Μεταξύ των είνε και μία μάννα με τα τρία μικρά παιδάκια της, κ ήρθε στον άντρα της που και τούτος αφήκε την Σάντα προ λίγους μήνες και για να ρθη στις «Ρουσσίες» να δουλέψη, να βγάζη το ψωμί του και της φαμίλιας του. Ως γνωστόν εδώ και δύο χρόνια οι κάτοικοι της Σάντας επικοινωνούν με την Τραπεζούντα μόνο δυο-τρεις φορές τον μήνα- και τούτο κατά μεγάλες ομάδες από διακόσιους ως τριακόσιους ανθρώπους που επικράτησε να τις καλούνε «πόστας», και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα εναντίον των κακούργων και των «τσετέδων» που παραμονέυουν σε κάθε βήμα να τους κακοποιήσουν στο δρόμο. Η τελευταία έτυχε να βρεθή ανάμεσα στους διακόσιους που αποτελούσαν την «πόσταν» εκείνη, που έπαθε την επίθεσι του φοβερού αγά της Γεμουράς Κάλφα με τους «τσετέδες» του μόλις λίγες βδομάδες μπρος, εκεί που ανέβαινε από την Τραπεζούντα στην Σάντα. Ο φίλος που μου μίλησε για την Σανταίαν αυτή μου είπε ότι του διηγήθηκε πολλά πράγματα και ότι θα ήτο πολύ ενδιαφέρον να την άκουα κι ο ίδιος να διηγάται τις λεπτεμέρειες της τελευταίας αυτής μάχης των Σανταίων με τους τσετέδες, και πολλά άλλα ενδιαφέροντα από την σημερινή ζωή της Σάντας, και μου πρότεινε αν ήθελα να με οδηγήσει κοντά της να της μιλήσω και γω. Η ευχαρίστηση που θα ένοιωθα να δω κάποιο που μόλις έφθασεν από τα δοξασμένα βουνά της πατρίδος μου άρχισε να μου φουσκώνει τα στήθεια μου. Ο πόθος μου ν ακούσω ζωντανές ιστορίες από την ηρωική και πολυκύμαντη ζωή της Σάντας μου άναψε την περιέργεια μου. Τον ακολούθησα ολοπρόθυμα, και ομολογώ ότι έμεινα πολύ ευχαριστημένος από την γοητευτικήν αυτήν επίσκεψη, της οποίας θα προσπαθήσω να σας μεταδώσω μερικές εντυπώσεις-όσες επιτρέπει η περίστασις….
Η οικογένεια για την οποίαν μιλούμε δω πέρα εσταμάτησε σ ένα από τα φτωχά και εκείνη είδη των ξενοδοχείων η πανδοχείων , που καταφεύγουν οι πρόσφυγες μας, και που δεν αποτελούνται από τίποτε άλλο παρά από τρεις τέσσερες στενές και άθλιες κάμαρες πάνω από ένα «καφεστιατόριον» όπου κοιμούνται οι πρόσφυγες μας, συνήθως πολλοί μαζι, σε μια στενή και μικρή κάμαρα, πάνω σ ένα σακιδένο κρεββάτι ή απλώς στο πάτωμα. Ανεβήκαμε τις σκάλες. Στον στενούτσικο διάδρομο αντικρύσαμε τις γλυκείες μορφές δύο παιδιών, ενός αγοριού ως δέκα δώδεκα χρονών και ενός μικρού κοριτσιού ως οκτώ χρονών. Τα όμορφα και ροδοκόκκινα προσωπάκια των μικρών με τα ζωηρά και αθώα ματάκια και τα γεμάτη ζωή και φρεσκάδα παχουλά κορμάκια τους, χτύπησαν στα μάτια μου και για μια στιγμή μου φάνηκε πως ανασαίνω σαν κάτι από βουνήσιο αγέρα της Σάντας. Στην ερώτηση του φίλου μου προς το παιδί αν η μαμά του είναι μέσα και την καταφατική απάντηση του μικρού «μέσα είναι, θείο», μπήκαμε μέσα. Στην στενούτσικη και μικρή καμαρίτσα αντικρύσαμε την συμπαθητικιά μορφή μια γυναίκας χρονών τριάντα ως τριανταπέντε, που κρατούσε στα χέρια της το μωρό της, ως δύο χρονών παιδάκι. Την χαιρετήσαμε και πήρα το χέρι της. Ο φίλος μου με σύστησε με τέτοια λόγια:
-Έφερα κ έναν άλλο πατριώτη που επιθυμεί πολύ κι αυτός ν ακούσει και να μάθει τα νέα της Σάντας.
Η συμπαθητικιά γυναίκα μας υπεδέχθηκε με φιλοφρονητικό χαμόγελο και μας έδειξε το σανιδένιο κρεββάτι να καθήσουμε.
-Καθήστε, είπε, πάνω στο κρεββάτι. Να μας συμπαθάτε, είμαστε στα ξένα και δεν έχουμε σκαμνιά να σας προσφέρουμε να καθήσετε.
-δεν πειράζει, θεία μου, κ έτσι καλά είναι. Είμαστε πρόσφυγες, τι να κάνουμε; Θα μας πείτε πως είναι στην Σάντα;
-Στη Σάντα τώρα είναι ησυχία.
Τους Τούρκους δε τους φοβούμαστε. Αν υποφέρουμε, υποφέρουμε μόνο εξ αιτίας του ψωμιού. Αν δεν ήταν το ζήτημα του ψωμιού και των τροφίμων, δεν θα αναγκαζόμαστε τόσο συχνά να κατεβούμε στη Τραπεζούντα και οι Τούρκοι στον δρόμο δεν θα επιχειρούσαν κάθε φορά να μας κακοποιήσουν. Γιατί οι Τούρκοι όσο κ αν μισούν την Σάντα και τους Σανταίους κι όσο κι αν θα επιθυμούσαν χίλιες φορές να την ρημάξουν την Σάντα, φοβούνται να πλησιάσουν εκεί, γιατί τρέμουν από τα παλληκάρια της. Δυστυχώς ο τόπος μας είναι άγονος και όπως ξέρετε δεν παράγει άλλο τίποτε από πατάτες και λαχανικά. Ναι, μας είναι μεγάλη βοήθεια και οι αγελάδες μας, αλλά τις αγελάδες τώρα πολλοί λίγοι τις έχουνε…. Ας μην ήτανε λοιπόν ο τόπος μας έτσι άγονος κι ας μην είμαστε αναγκασμένοι κάθε φορά να κάνουμε τόσο δρόμο να κατεβούμε στην Τραπεζούντα για τρόφιμα, και οι «τσετέδες» τρίχα Σανταίου δεν θα μπορούσαν να βλάψουν. Πάσχισαν τις προάλλες πάλιν να κόψουνε το δρόμο της «πόστας» απάνω στα βουνά, εκεί που ανεβαίναμε από την Τραπεζούντα στην Σάντα, κι αν δεν εβοήθαε ο Θεός να προφτάσουν οι δικοί μας να τους διώξουνε και να τους δώσουνε ακόμα ένα ακριβό μάθημα, είμαστε ως διακόσιοι άνθρωποι, οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά, όλους ήθελα να μας σφάξουν!...
-Ησουνα λοιπόν και συ, θεία, αναμεταξύ σε κείνην την «πόστα»;
-Ήμουνα. Και είναι μεγάλο θαύμα πως εγλυτώσαμε από διακόσιους και παραπάνω τσετέδες που έπιασαν τα βουνά και μας έκοψαν τον δρόμο. Μας εβοηθησεν όμως ο μεγάλος Θεός και πρόφταξαν τα παλληκάρια μας που τους έκαμαν καπνό ύστερα από έξη ωρών μάχη.
Και η καλή γυναίκα μας διηγήθηκε με την απλή και αφελή γλώσσαν μια Σανταίας τις λεπτομέρειες της τελευταίας αυτής μάχης που εδόξασε ακόμα μια φορά τα όπλα των Σανταίων εναντίον των ληστών και των κακούργων, που πρόγραμμα των είναι να κάψουν και να ρημάξουν τον χριστιανικό πληθυσμό στα περίχωρα της Τραπεζούντας.
Και ύστερα επρόσθεσε συγκινημένη:
-Αν και χάθηκαν τρία παλληκάρια μας σ αυτήν την μάχη αντίκρυ σε δεκαπλάσιους που έχασαν οι κακούργοι, εδοξάσαμεν τον Θεον που μας γλύτωσε και που φυλάγει την Σάντα και τα παλληκάρια της. Και τώρα οι Τούρκοι πιο πολύ τρέμουνε τους δικούς μας.
-και εκατώρθωσαν να εμπνεύσουν τόσο φόβο στα «κακοποιά στοιχεία» οι Σανταίοι;
-κι αμ ντο; Λακωνικά μου απάντησεν η αγαθή γυναίκα, με το φρόνημα εκείνο και τον ενθουσιασμό, που χαρακτηρίζει τις περισσότερες Σανταίες. Όταν προ δύο μήνες ανέβηκεν εκ μέρους της Κυβερνήσεως στην Σάντα ο χιλίαρχος και ήρθε με τους δικούς μας εις συνεννόησιν και τα παλληκάρια μας του έδωσαν τον λόγο τους να μην πειράζουνε κανένα Τούρκο, όσο και οι Τούρκοι δεν θα πειράξουν κανένα χριστιανό, το έμαθαν αυτό οι Τούρκοι κάτω στα ποτάμια και στην Γεμουρά κι απ την μεγάλην χαρά ειδοποιούσαν ο ένας του αλλουνού: «Δόξα τω Θεώ που γένηκεν ειρήνη»! (Σιουκούρ Αλλαχά, παρησλήκ ολτή)
-Και είναι τώρα κάποια «ειρήνη» και ησυχία εκεί πέρα ύστερα από τα τελευταία γεγονότα;
-Τώρα είναι ησυχία. Αλλά οι δικοί μας πάντα είναι έτοιμοι, γιατί δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στους Τούρκους. Προς το παρόν όμως είναι κάμποσο καλά
-Αλλά τότε γιατί φεύγετε από την Σάντα για να ρθήτε εδώ. Μήπως φοβάστε πάλι;
-Δεν φοβούμαστε, όχι, είπε με τον αγέρωχον ύφος της η συμπαθητική Σανταία, μήτε και ήθελα να φύγω. Εμείς δεν φεύγουμε, μας αναγκάζει να φύγουμε η πείνα. Σκεφθήτε τι μπορούσα να κάνω τώρα τον χειμώνα εγώ, μοναχή γυναίκα, με τρία παιδιά; Είχα μίαν αγελάδα, και κείνην στείρα αυτήν την χρονιά, την πούλησα και έφυγα.
-Και δεν ήρθαν στη Σάντα βοήθειες από πουθενά;
-Αλήθεια πολύ μας ανακούφισαν οι βοήθειες που μας ήρθαν από την Ρωσία, ιδιαίτερα το καλαμπόκι που μας έστειλε το Σοχούμ, και οι άλλες βοήθειες της Επιτροπής των προσφύγων. Αλλά αυτές οι βοήθειες ξαλάφρωσαν μόνο το κακό, και, αν η Σάντα δεν μπορέσει να προμηθευτεί κάμποσα τρόφιμα ως τώρα τον χειμώνα, ύστερα θα πεινάσει και θα έχει να υποφέρει πολύ, πάρα πολύ…. Σας λέω, επανέλαβε πάλι μ ένα θλιβερό ύφος κ ένα βαθύ πόνο ψυχής που ζωγραφιζόταν στην όψη της, μονάχα η πείνα μας αναγκάζει να φύγουμε από την πατρίδα μας, εμείς να την αφήσουμε δεν θέλουμε…
Την παρακαλέσαμε έπειτα και μας διηγήθηκε μερικά χαρακτηριστικά επεισόδια από τη ζωή των παλληκαριών της Σάντας και σηκωθήκαμε να φύγουμε.
Στο διάδρομο ακόμα παίζανε τα ροδοκόκκινα παιδιά.
Τα χάιδεψα με τη ματιά μου και ρώτησα, έτσι για χωρατά:
-Μα τότε πέστε μου, θεία μου, πως τα παιδάκια αυτά με τέτοιες στερήσεις είναι τόσο κοκκινομάγουλα και γερά;
-Είναι από το νερό της Σάντας αυτό, μου αποκρίθηκε η αγαθή γυναίκα με χαμόγελο.
Αποχαιρετήσαμε την καλή γυναίκα και βγήκαμε, εκεί που στοχαζόμουν με τι τρόπο αραιώνεται ο ελληνισμός στον Πόντο, πόσος κόσμος υποφέρει άδικα και πως λίγη θέληση, κάποιος ανθρωπισμός και μερικές θυσίες εκ μέρους των ασυγκίνητων «πατριωτών» μας μπορούσαν να ξαλαφρώσουν την θέση των προσφύγων μας και να προλάβουν το μεταναστευτικό ρεύμα από τον Πόντο, μάλιστα όταν πρόκειται για ένα τόπο όπου προσέφερε τόσες υπηρεσίες στην πατρίδα, όπου υπέφερε τόσες θυσίες και όπου τιμά τον ελληνικόν όνομα στον Πόντο, όπως είναι η Σάντα.
Α. Τιγανάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου