Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Κώστας Τσίβος: Άνοιξη της Πράγας: από τη μεταρρυθμιστική ευφορία στη βίαιη καταστολή

Πριν από πενήντα χρόνια

Κώστας Τσίβος

 Άνοιξη της Πράγας: από τη μεταρρυθμιστική ευφορία στη βίαιη καταστολή

Το 1968 επρόκειτο να αποτελέσει για την Τσεχοσλοβακία μια χρονιά η οποία χαρακτηρίστηκε από πυκνά γεγονότα που οδήγησαν σε θυελλώδεις ανατροπές προσθέτοντας έτσι άλλο ένα «οχτάρι» στους μέχρι τότε ιστορικούς σταθμούς της χώρας: 1648 υποταγή της χώρας στους Αψβούργους, 1918 ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας, 1938 υπογραφή του συμφώνου του Μονάχου, 1948 έναρξη της μονοπωλιακής άσκησης της εξουσίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας.
Η Άνοιξη της Πράγας, ή κατά την κομμουνιστική ορολογία της εποχής, το αναγεννησιακό προτσές προέκυψε μεν απρόσμενα, αποτελεί όμως αναμφίβολα καρπό της γενικότερης χαλάρωσης του ψυχροπολεμικού κλίμακος που συνοδεύτηκε από μια χωρίς προηγούμενο φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας αυτή η φιλελευθεροποίηση εκφράστηκε κυρίως στον τομέα της τέχνης, με την εμφάνιση λογοτεχνικών βιβλίων και κινηματογραφικών ταινιών που άσκησαν άμεσα ή έμμεσα κριτική στο καθεστώς, αλλά και στην καθημερινότητα των Τσεχοσλοβάκων πολιτών. Είναι η εποχή που το καθεστώς αποκαθιστά εν ζωή ή μετά θάνατο ορισμένα από τα θύματα  – στην πλειονότητά τους «αιρετικούς» κομμουνιστές –  της «αμαρτωλής» δεκαετίας του ΄50. Η άκαμπτη λογοκρισία χαλαρώνει και επιτρέπεται η κυκλοφορία βιβλίων, η προβολή ταινιών, ντόπιων και ξένων, που νωρίτερα είχαν απαγορευτεί. Η καθημερινότητα των Τσέχων και των Σλοβάκων εμφανίζει ορισμένα δείγματα «καταναλωτισμού», απελευθέρωσης ή και γενικότερης χειραφέτησης των γυναικών, με την κυκλοφορία περιοδικών ελαφρού περιεχομένου και τη διοργάνωση των πρώτων καλλιστείων σε εργασιακούς χώρους (βλέπε π.χ. την ταινία «Ο χορός των πυροσβεστών» του πρόσφατα αποβιώσαντος Μίλος Φόρμαν). Δίνονται επίσης οι πρώτες άδειες, κυρίως σε επιστήμονες και καλλιτέχνες, για ολιγοήμερες επισκέψεις σε δυτικά κράτη.
Με την άρση της αυστηρής απομόνωσης ορισμένοι Τσεχοσλοβάκοι διανοούμενοι και στελέχη της διοίκησης αντιλήφθηκαν την υστέρηση της χώρας σε σχέση με την ανάπτυξη που την ίδια περίοδο κατέγραφαν οι γειτονικές καπιταλιστικές κοινωνίες, ειδικότερα η δυτικογερμανική και η αυστριακή. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια για την καθυστέρηση της χώρας όχι μόνο στην οικονομία, ιδιαίτερα στον τομέα παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων, αλλά και σε ότι αφορά τους ασφυκτικούς περιορισμούς στον τομέα των προσωπικών ελευθεριών, ενισχύθηκε, ιδιαίτερα μεταξύ της νεολαίας και των διανοουμένων. Όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα δείγματα δημόσιας ανυπακοής (συνέδριο συγγραφέων, διαμαρτυρίες φοιτητών στην Πράγα) το καθεστώς παρενέβη κατασταλτικά, αν και όχι με τη βιαιότητα της προηγούμενης δεκαετίας. Γενικότερος αναβρασμός επικράτησε και στην ηγεσία του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας.
Πράγα, 1963. Το συνέδριο, αφιερωμένο στον Κάφκα, οι εργασίες του οποίου πραγματοποιήθηκαν στον πύργο Liblice, εκτός του ότι οδήγησε στην αποκατάσταση του Τσέχου συγγραφέα, θεωρείται από πολλούς ως η απαρχή της Άνοιξης της Πράγας.
Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1967 συνήλθε στην Πράγα μια από τις τακτικές Ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, δηλαδή του ανώτατου καθοδηγητικού οργάνου του κόμματος μεταξύ δύο συνεδρίων, το οποίο αριθμούσε περί τα εκατό μέλη. Κατά τη διάρκειά του ο οικονομολόγος Ότα Σικ, αφού χαρακτήρισε «κρίσιμη» την κατάσταση της οικονομίας, επέρριψε ευθύνες στον κομματικό ηγέτη Αντονίν Νόβοτνι. Μεταξύ άλλων ζήτησε τον διαχωρισμό του αξιώματος του Α΄ γραμματέα του κόμματος και του Προέδρου της χώρας, αξιώματα που ασκούσε ο Νόβοτνι από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60. Στην πορεία της συζήτησης μεταξύ των επικριτών προστέθηκαν και τα κομματικά στελέχη της Σλοβακίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο μέχρι τότε άγνωστος Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Ενώ οι επικρίσεις του Ότα Σικ και ορισμένων ρεφορμιστών στελεχών αφορούσαν την οικονομική πολιτική, η κριτική των Σλοβάκων συντρόφων τους είχε να κάνει με την απροθυμία του Νόβοτνι να προχωρήσει σε ομοσπονδιακή διευθέτηση της χώρας. Οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για μια άνευ προηγουμένου ζωηρή αντιπαράθεση στο ανώτατο κομματικό όργανο. Ο Νόβοτνι προκειμένου να εκτονώσει την ένταση που επικρατούσε, υποσχέθηκε ότι θα παραιτηθεί από το κομματικό αξίωμα, πρότεινε ωστόσο διακοπή της συνεδρίασης προκειμένου «οι συντρόφισσες να ψήσουν τους χριστουγεννιάτικους κουραμπιέδες». Οι εργασίες της Ολομέλειας επαναλήφθηκαν μετά την Πρωτοχρονιά. Το επικριτικό πνεύμα κυριάρχησε και πάλι καθώς ρεφορμιστές, Σλοβάκοι αλλά και ορισμένοι σκληροπυρηνικοί, δυσαρεστημένοι από την πολιτική του Νόβοτνι, συσπειρώθηκαν ζητώντας την παραίτησή του. Έτσι, στις 5 Ιανουαρίου οι Τσεχοσλοβάκοι πολίτες αλλά και οι ηγεσίες των σοσιαλιστικών χωρών πληροφορούνται την απρόσμενη εκλογή του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ στο αξίωμα του κομματικού ηγέτη, καθώς και την αλλαγή ορισμένων στελεχών στο Πολιτικό Γραφείο του κόμματος.
Alexander Dubček.
Antonín Novotný
Ο Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ δέχτηκε μάλλον με ανακούφιση την είδηση της εκλογής του Ντούμπτσεκ επιλέγοντας, ωστόσο, την τακτική της μη ανάμιξης. Ο ίδιος δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τον Νόβοτνι, καθώς ο τελευταίος είχε ταχθεί εναντίον του στην εσωκομματική διαμάχη που είχε προ τετραετίας ξεσπάσει στην ηγεσία του σοβιετικού κόμματος. Τότε, μετά την καθαίρεση του Νικήτα Χρουστσόφ, ο Νόβοτνι είχε ταχθεί στο πλευρό του ηττημένου Αλεξάντερ Κοσύγκιν. Η εκλογή Ντούμπτσεκ προκάλεσε ερωτηματικά στους σκληροπυρηνικούς ηγέτες της Πολωνίας και της Ανατολικής Γερμανίας, Βλάντισλαβ Γκομούλκα και Βάλτερ Ούλμπριχτ αντίστοιχα, καθώς δεν διέθεταν επαρκείς πληροφορίες για το ποιόν του νέου Τσεχοσλοβάκου ηγέτη, ο οποίος εκλέχτηκε χωρίς τις πρωθύστερες ευλογίες της σοβιετικής ηγεσίας. Οι δύο ηγέτες, όπως και ο Βούλγαρος ηγέτης Τόντορ Ζίβκοφ, παρέμειναν στη συνέχεια ιδιαίτερα αρνητικοί ως προς το πρόσωπο και τις επιλογές του Ντούμπτσεκ, σε αντίθεση με την αρκετά μετριοπαθή στάση που επέδειξε ο Ούγγρος ηγέτης Γιάνος Κάνταρ.
Η ξαφνική απομάκρυνση του Νόβοτνι από την κομματική ηγεσία προκάλεσε σειρά ερωτηματικών και σε ένα μεγάλο τμήμα Τσεχοσλοβάκων πολιτών που εξακολουθούσε να παρακολουθεί τις δημόσιες εξελίξεις. Ζητούσαν ενημέρωση για τους λόγους που οδήγησαν στην επιλογή του Ντούμπτσεκ. Από τον Φεβρουάριο άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες διαρροές στα ΜΜΕ οι οποίες μετέφεραν, διστακτικά στην αρχή, το κλίμα που επικράτησε στην Ολομέλεια της ΚΕ. Την ίδια περίοδο ο Ντούμπτσεκ επέδωσε τα διαπιστευτήρια του στη Μόσχα ενημερώνοντας σε γενικές γραμμές τον Μπρέζνιεφ για τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια. Όταν τον Φεβρουάριο του 1968 προέβη στις πρώτες αντικαταστάσεις σκληροπυρηνικών στελεχών στον κομματικό μηχανισμό, ο σοβιετικός πρέσβης στην Πράγα Στιέπαν Τσερβονιένκο άρχισε σε εκθέσεις του προς τη Μόσχα να αναφέρει ότι στην ηγεσία του τσεχοσλοβακικού κόμματος κερδίζουν έδαφος «οι αντισοβιετικές, αντισοσιαλιστικές δεξιές δυνάμεις». Ο Τσερβονιένκο, αντλώντας πληροφορίες από τα παροπλισμένα σκληροπυρηνικά στελέχη και τους σοβιετικούς πράκτορες, άρχισε από τον Μάρτιο να βομβαρδίζει τη Μόσχα με τηλεγραφήματα περί «δεξιάς αντισοσιαλιστικής στροφής» στην τσεχοσλοβακική ηγεσία καλώντας σε εγρήγορση. Λίγο αργότερα, ο ίδιος αλλά και όλοι οι Τσεχοσλοβάκοι πολίτες έμειναν έκπληκτοι από τις διαστάσεις που προσέλαβε η ελευθερία έκφρασης λίγο μετά την ανεπίσημη, ωστόσο ουσιαστική, κατάργηση της λογοκρισίας.
Σημαντικό ρόλο στην κατάργηση της λογοκρισίας και στην οριστική απομάκρυνση του Νόβοτνι και από το αξίωμα του Προέδρου της Τσεχοσλοβακίας διαδραμάτισε η φυγή του στρατηγού Γιαν Σέϊνα, προσωπικού φίλου του Νόβοτνι, ο οποίος στις 25 Φεβρουαρίου ζήτησε άσυλο στη Δύση. Ο Σέϊνα κατέφυγε στη Δύση λίγο πριν αποκαλυφθούν διάφορες περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Το σκάνδαλο που προκάλεσε τη φυγή του Σέϊνα έδωσε το έναυσμα για την άρση κάθε μέτρου λογοκρισίας και στις 30 Μαρτίου οδήγησε στην παραίτηση του Αντονίν Νόβοτνι από το προεδρικό αξίωμα. Στη θέση του εκλέχτηκε ο δημοφιλής, και μέχρι τότε παραγκωνισμένος, στρατηγός Λούντβικ Σβόμποντα, ενώ ακολούθησαν κι άλλες αντικαταστάσεις σκληροπυρηνικών στελεχών στον κομματικό και στον κρατικό μηχανισμό.
Ο Alexander Dubček σε “ανθρώπινo” στιγμιότυπο: βουτιά σε δημόσιο κολυμβητήριο.
Η κατάργηση της λογοκρισίας επέφερε μια άνευ προηγουμένου άνθιση της πληροφόρησης καθώς οι εφημερίδες και τα περιοδικά άρχισαν να αναφέρονται σε θέματα απαγορευμένα μέχρι εκείνη την περίοδο. Φοιτητές και πολίτες συμμετείχαν μαζικά σε ανοιχτές συγκεντρώσεις στις οποίες για πρώτη φορά συζητούσαν με στελέχη του κόμματος και άλλους γνωστούς διανοούμενους για τα προβλήματα και τις προοπτικές της τσεχοσλοβακικής κοινωνίας. Η νέα ρεφορμιστική ηγεσία αγκαλιάστηκε από την πλειονότητα των πολιτών. Ο ίδιος ο Ντούμπτσεκ, κι άλλα κορυφαία στελέχη, βγήκαν από τα γραφεία τους και άρχισαν να εμφανίζονται σε δημόσιους χώρους. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με συγκινητικές χειρονομίες αναγνώρισης, οι οποίες ασφαλώς τους κολάκευαν και ενίσχυαν την αυτοπεποίθησή τους. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατέρρευσε το κλίμα της γενικευμένης απάθειας και της ληθαργίας. Γίνεται λόγος για επανεμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών. Η πλειονότητα των Τσεχοσλοβάκων υποστήριζε τις μεταρρυθμίσεις σε ένα πλαίσιο δημοκρατικού σοσιαλισμού, ενώ λίγοι ήταν αυτοί που αμφισβητούσαν το ρόλο των κομμουνιστών ή απέβλεπαν σε αλλαγή του καθεστώτος.
Από τις αρχές Μαρτίου του ΄68 ο Ντούμπτσεκ άρχισε να κάνει λόγο για την οικοδόμηση ενός ιδιαίτερου τσεχοσλοβακικού δρόμου προς έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Το πρόγραμμα των τσεχοσλοβάκων ρεφορμιστών αποτυπώθηκε στο «Πρόγραμμα δράσης» που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 1968. Συγγραφέας του «Προγράμματος» ήταν ο συνταγματολόγος Ζντένιεκ Μλύναρζ, συμφοιτητής του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην Νομική Σχολή της Μόσχας στα μέσα της δεκαετίας του ΄50. Το «Πρόγραμμα δράσης» χωρίς να αμφισβητεί την συνταγματικά κατοχυρωμένη πρωτοκαθεδρία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε σειρά μέτρων που θα οδηγούσαν στην καθιέρωση δημοκρατικών διαδικασιών κατά την εκλογή εκπροσώπων στο Κοινοβούλιο, στα όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης και στις διοικήσεις των επιχειρήσεων. Ο Μλύναρζ απέκλεισε μεν την εμφάνιση άλλων πολιτικών κομμάτων, ανταγωνιστικών ως προς το Εθνικό Μέτωπο που λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών, υποστήριξε ωστόσο τη δημιουργία τάσεων και ιδεολογικών πλατφορμών εντός του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μολονότι την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν δυο πολιτικές οργανώσεις (ΚΑΝ, Κ231), οι οποίες δεν είχαν σχέση με τους κομμουνιστές, η επιρροή τους παρέμεινε καθ΄ όλη τη διάρκεια του 1968 εντελώς περιθωριακή. Το «Πρόγραμμα δράσης» πρότεινε την μεταφορά εξουσιών από τον κομματικό μηχανισμό στα αρμόδια κυβερνητικά όργανα. Το κοινοβούλιο επρόκειτο να αποκτήσει ουσιαστικό νομοθετικό ρόλο και όχι απλώς ρόλο επικυρωτικό των κομματικών αποφάσεων. Παράλληλα, το «Πρόγραμμα δράσης» απέβλεπε στη δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, στην ουσιαστική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και της ελεύθερης έκφρασης, στην παραχώρηση θρησκευτικών ελευθεριών καθώς και στην αποκατάσταση όσων είχαν φυλακιστεί ή καταδιωχτεί την δεκαετία του ΄50. Οι μεταρρυθμίσεις άγγιζαν όλο το φάσμα λειτουργίας της τσεχοσλοβακικής κοινωνίας καθώς περιλάμβαναν μέτρα που οδηγούσαν στην ομοσπονδοποίηση της χώρας στη βάση δημιουργίας δύο ισότιμων κρατών (Τσεχία και Σλοβακία), αλλά και μέτρα που άγγιζαν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως π.χ. την καθιέρωση αξιοκρατικών εισαγωγικών εξετάσεων στα τριτοβάθμια ιδρύματα και την κατάργηση επιλογής φοιτητών βάσει κομματικών ή ταξικών κριτηρίων.
Η δρομολόγηση των μεταρρυθμίσεων στην Πράγα μπορεί να προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού, στις ηγεσίες όμως των γειτονικών κομμουνιστικών καθεστώτων προκάλεσε σοβαρές ανησυχίες για την περαιτέρω πορεία της Τσεχοσλοβακίας. Οι ανησυχίες προβλήθηκαν επισήμως και με ιδιαίτερα έντονο τρόπο στην σύνοδο των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Δρέσδη στις 23 Μαρτίου του 1968. Σ΄ αυτή οι ηγέτες της Πολωνίας και της Ανατολικής Γερμανίας χαρακτήρισαν τις δρομολογούμενες μεταρρυθμίσεις ως «αντεπανάσταση», καθότι θεωρούσαν ότι υπονομεύουν τα σοσιαλιστικά θεμέλια της χώρας, υποσκάπτουν την πρωτοκαθεδρία του ΚΚ και εξασθενούν τους συμμαχικούς δεσμούς της Τσεχοσλοβακίας με τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Ο Ντούμπτσεκ εμφανίστηκε στη σύνοδο αρκετά συναινετικός και ήπιος, διαβεβαιώνοντας τον Μπρέζνιεφ και τους άλλους ηγέτες ότι έχει την κατάσταση υπό έλεγχο. Μετά την επιστροφή του στην Πράγα ο Ντούμπτσεκ δεν ενημέρωσε την κομματική ηγεσία, ούτε την κοινή γνώμη της χώρας για τις επικρίσεις που δέχτηκε κατά τη διάρκεια της συνόδου. Η αντίφαση αυτή παρέμεινε χαρακτηριστική για τη συμπεριφορά του Ντούμπτσεκ καθ΄όλη τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου: Ενώ οι επικρίσεις της Μόσχας και των δορυφόρων της ενισχύονταν, αυτός εξακολουθούσε να διαβεβαιώνει ότι έχει τον έλεγχο της κατάστασης και ότι δεν προτίθεται να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις της Τσεχοσλοβακίας στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Από την άλλη μεριά, αρνούνταν να ενημερώσει την κοινή γνώμη της χώρας του για το εύρος της κριτικής που δεχόταν, όπως και για το ρίσκο που αναλάμβανε ο ίδιος σχετικά με την περαιτέρω πορεία της Τσεχοσλοβακίας.
H Πράγα το 1967: Καθημερινά στιγμιότυπα μιας ανορθόδοξης κομμουνιστικής πρωτεύουσας (Πηγή: Brtitish Pathé)

Η διχοτόμηση ανάμεσα στις επιδιώξεις της τσεχοσλοβακικής ηγεσίας στο εσωτερικό και η αρνητική πρόσληψη αυτών των πρωτοβουλιών από τη Μόσχα και τους συμμάχους της, απέβη καθοριστική για το μέλλον της Άνοιξης της Πράγας. Η δρομολόγηση των μεταρρυθμίσεων δημιουργούσε μια μεθυστική ατμόσφαιρα στην Τσεχοσλοβακία και απογείωνε την αποδοχή του Ντούμπτσεκ και των συνεργατών του, ενισχύοντας την πεποίθησή τους ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο. Όπως ήταν φυσικό δεν ήθελαν να αυτοκτονήσουν πολιτικά εισακούοντας τις συστάσεις ή τις απειλητικές προειδοποιήσεις της Μόσχας και των δορυφόρων της για ακύρωση της μεταρρυθμιστικής πορείας και επιστροφή στο απρόσωπο και γκρίζο μπρεζνιεφικό μοντέλο. Αυτή η διχοτόμηση στη συνέχεια εκφράστηκε και σε επίπεδο ηγεσίας του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας με τη δημιουργία μια μειοψηφικής ομάδας στελεχών με επικεφαλής τον Βασίλ Μπίλακ που άρχισε να απαιτεί συμμόρφωση με τις επιταγές της Μόσχας και επιστροφή στον ενδεδειγμένο δρόμο του σοβιετικού μοντέλου.
Brezhnev και Dubček. Το φιλί του Ιούδα.
Η ένταση μεταξύ των ρεφορμιστών και της Μόσχας κορυφώθηκε τους θερινούς μήνες του 1968. Αφορμή αποτέλεσε η δημοσίευση στις 27 Ιουνίου του κειμένου «Δυο χιλιάδες λέξεις», το οποίο συνέταξε ο συγγραφέας Λούντβικ Βάτσουλικ. Με το «μανιφέστο» αυτό εκατοντάδες επιστήμονες και καλλιτέχνες ζητούσαν επιτάχυνση και διεύρυνση των μεταρρυθμίσεων καθώς και παραίτηση του ΚΚ από το συνταγματικά κατοχυρωμένο μονοπώλιο της εξουσίας. Παράλληλα άρχισαν οι συνεδριάσεις των κομματικών οργανώσεων ενόψει του 13ου συνεδρίου του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας, το οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το συνέδριο θα οδηγούσε σε περαιτέρω ενίσχυση των ρεφορμιστών. Ενόψει αυτής της προοπτικής, ο μέχρι τότε μετριοπαθής Μπρέζνιεφ άρχισε να εγκαταλείπει τα σχέδια συναινετικής επίλυσης του «τσεχοσλοβακικού ζητήματος» και υπό την ασφυκτική πίεση των σκληροπυρηνικών στελεχών άρχισε να υιοθετεί σταδιακά την επιλογή της στρατιωτικής επέμβασης. Η κοινή στρατιωτική άσκηση 24 χιλιάδων στρατιωτών του Συμφώνου της Βαρσοβίας κοντά στο τσεχο-δυτικογερμανικά σύνορα τον Ιούνιο του ΄68 έμελλε να λειτουργήσει ως ύστατη προειδοποίηση προς τους Τσεχοσλοβάκους ρεφορμιστές για το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης.
Οι ηγέτες των πέντε κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας έτοιμοι να μαχαιρώσουν ύπουλα τη μικρή Τσεχοσλοβακία (γελοιογραφία εποχής).
Στις αρχές Ιουλίου το Πολιτικό Γραφείου του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης απηύθυνε επιστολή στην τσεχοσλοβακική ηγεσία με την οποία εκτιμούσε ότι οι εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία θα οδηγήσουν σε «αντεπαναστατικό πραξικόπημα», σημειώνοντας σαφώς ότι η Μόσχα δεν προτίθεται να παρακολουθήσει αδρανής τις εξελίξεις. Το Κρεμλίνο κάλεσε στα μέσα Ιουλίου σε μυστική σύσκεψη στη Βαρσοβία τις υπόλοιπες τέσσερις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αποκλείοντας απ΄ αυτή την Τσεχοσλοβακία και τη Ρουμανία, καθώς η τελευταία είχε επιλέξει να υποστηρίξει διακριτικά την Πράγα.  Ο Σοβιετικός ηγέτης στην Βαρσοβία χαρακτήρισε την κατάσταση στην Πράγα ως «ανοιχτή αντεπαναστατική επίθεση», η οποία θα επέφερε την έξοδο της Τσεχοσλοβακίας από το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, παρέχοντας την συγκατάθεσή του για την έναρξη των προετοιμασιών της στρατιωτικής παρέμβασης. Παράλληλα η σοβιετική ηγεσία επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια «συνετισμού» της τσεχοσλοβακικής ηγεσίας λαμβάνοντας την πρωτοβουλία για συνάντηση αντιπροσωπειών των δυο χωρών στη μεθοριακή πόλη Τσιέρνα ναντ Νίσοου στα σλοβακικο-σοβιετικά σύνορα. Όταν οι Σοβιετικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι επιχειρήσεις συνετισμού δεν αποφέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα προσανατολίστηκαν αποκλειστικά στην προετοιμασία της στρατιωτικής επέμβασης.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 20ης Αυγούστου 1968, και ενόσω η τσεχοσλοβακική κομματική ηγεσία συνεδρίαζε στην Πράγα, ο υπουργός Άμυνας Μάρτιν Ντζουρ κλήθηκε να απαντήσει σε τηλεφωνική κλήση του σοβιετικού ομολόγου του Αντρέϊ Γκρέτσκο ο οποίος τον ενημέρωσε ότι άρχισε η επιχείρηση κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας. Παράλληλα, τον προειδοποίησε να εκδώσει διαταγή μη προβολής αντίστασης προκειμένου να αποφευχθεί η αιματοχυσία μεταξύ στρατιωτών συμμαχικών κρατών. Λίγη ώρα αργότερα, σοβιετικοί αλεξιπτωτιστές εισέβαλαν στην έδρα του τσεχοσλοβακικού κόμματος, συνέλαβαν όλους τους παρόντες και τους οδήγησαν αεροπορικώς στη Μόσχα. Στην στρατιωτική επιχείρηση έλαβαν μέρος 160.000 στρατιώτες και 4.600 τανκς από τη Σοβιετική Ένωση, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Βουλγαρία. Οι τσεχοσλοβακικές ένοπλες δυνάμεις δεν αντέταξαν αντίσταση στους εισβολείς. Διαφορετική ήταν η κατάσταση την επόμενη μέρα στις πόλεις και τα χωριά της Τσεχοσλοβακίας, όταν οι πολίτες με προφανή έκπληξη διαπίστωσαν ότι η χώρα τους είχε καταλειφθεί από στρατιωτικές δυνάμεις. Εκδηλώθηκαν διαδηλώσεις και ενέργειες απείθειας με επίκεντρο την Πράγα, ειδικότερα την περιοχή του ραδιοφωνικού σταθμού, στην οποία είχαν καταγραφεί αιματηρές συγκρούσεις και κατά την περίοδο της επιχείρησης απελευθέρωσης της πρωτεύουσας από τους ναζί, με την διαφορά ότι τότε τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν έρθει ως απελευθερωτές ενώ τώρα ως εισβολείς. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων καταστολής των διαμαρτυριών αλλά και από άλλες μεμονωμένες ενέργειες των εισβολέων προκλήθηκαν 130 θύματα, στο σύνολό τους άοπλοι πολίτες.
Η είσοδος των σοβιετικών αρμάτων μάχης στην Πράγα.
Τα σοβιετικά τεθωρακισμένα σε θέση μάχης στην πλατεία Wenceslas (Václavské náměstí) .
Αυθόρμητες αντιδράσεις του πλήθους.
Οι πολίτες της Πράγας παρεμποδίζουν με κάθε μέσο την προέλαση των τεθωρακισμένων.
Οι εισβολείς αμέσως μετά την κατάληψη νευραλγικών σημείων της χώρας ανακοίνωσαν τη σύσταση «εργατο-αγροτικής κυβέρνησης» χωρίς να αναφέρουν οτιδήποτε σχετικά με την σύνθεσή της. Σύντομα, οι Σοβιετικοί αντιλήφθησαν ότι οι ντόπιοι σκληροπυρηνικοί συνεργάτες τους στερούνταν οποιουδήποτε λαϊκού ερείσματος. Απέσυραν το εγχείρημα της «εργατο-αγροτικής κυβέρνησης» και επιχείρησαν να μεταπείσουν τους συλληφθέντες τσεχοσλοβάκους ηγέτες να συναινέσουν με την εισβολή, εγκρίνοντας την «προσωρινή» παραμονή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας και παρέχοντας εγγυήσεις για λήψη μέτρων που θα οδηγούσαν στην ακύρωση των μεταρρυθμίσεων της Άνοιξης της Πράγας. Η επιχείρηση συνετισμού των Τσεχοσλοβάκων διήρκησε ένα τριήμερο. Τελικά ο Ντούμπτσεκ και οι σύντροφοί του υπό το βάρος της εισβολής και των ψυχολογικών πιέσεων που τους ασκήθηκαν υποχρεώθηκαν να υπογράψουν το προτεινόμενο «Πρωτόκολλο της Μόσχας», βάσει του οποίου συμφωνούσαν ρητά με την εισβολή, ενώ καλούσαν τους πολίτες της χώρας τους να μην προβάλλουν αντίσταση. Η ταπεινωτική παράδοση της τσεχοσλοβακικής ηγεσίας αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για τους τσεχοσλοβάκους πολίτες που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμειναν πιστοί στο πνεύμα της Άνοιξης της Πράγας, εκφράζοντας ποικιλότροπα την αμέριστη υποστήριξή τους προς τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Ας σημειωθεί ότι το ταπεινωτικό σύμφωνο από την τσεχοσλοβακική αντιπροσωπεία δεν υπέγραψε μόνο ο Φράντισεκ Κρίγκελ, ηγέτης του Εθνικού Μετώπου.
“Θα μπορούσε να εισβάλλει και στη χώρα μας”
Στη συνέχεια, η τσεχοσλοβακική ηγεσία διασπάστηκε. Ορισμένα στελέχη αντιλαμβανόμενα ότι η σοβιετική εισβολή θα οδηγούσε σε σταδιακό «ξεδόντιασμα» της Άνοιξης της Πράγας, προτίμησαν να παραιτηθούν από τα αξιώματά τους αποσυρόμενοι από την πολιτική ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ζντένιεκ Μλύναρζ, ο οποίος αποσύρθηκε στο Εντομολογικό Ινστιτούτο του Εθνικού Μουσείου της Πράγας. Άλλοι πάλι, όπως ο γνωστός συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Τσεχοσλοβακία ζητώντας πολιτικό άσυλο στη Δύση. Από το 1968 έως τις αρχές του 1970 περίπου 100.000 Τσεχοσλοβάκοι, στην πλειονότητά τους επιστήμονες και διανοούμενοι, κατέφυγαν στη Δύση. Τα ηγετικά στελέχη των ρεφορμιστών, που θεώρησαν ότι συναινώντας «προσωρινά» με τους όρους των εισβολέων θα μπορούσαν να σώσουν «κάτι» από το πνεύμα της Άνοιξης της Πράγας διαψεύστηκαν οικτρά. Ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ αφού έκανε την «βρώμικη δουλειά» απαλλάχτηκε τον Απρίλιο του 1969 από τα κομματικά του καθήκοντα και για έναν χρόνο διορίστηκε πρέσβης της Τσεχοσλοβακίας στην Άγκυρα. Στη συνέχεια μετακλήθηκε στην Πράγα, διαγράφτηκε από το Κόμμα και διορίστηκε δασοφύλακας σε μια απομονωμένη περιοχή της Σλοβακίας. Αντίστοιχη μεταχείριση γνώρισαν όχι μόνο τα ρεφορμιστικά στελέχη της τσεχοσλοβακικής ηγεσίας αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του τσεχοσλοβακικού κόμματος που δεν συντάχθηκαν ανοιχτά με τους εισβολείς. Περίπου μισό εκατομμύριο ρεφορμιστές κομμουνιστές διαγράφτηκαν εντός του 1969 από το κόμμα. Οι πλέον δραστήριοι απ΄ αυτούς, όπως και οι απόγονοί τους, αποκλείστηκαν από τη δημόσια ζωή, οι περισσότεροι υποχρεώθηκαν να ασκούν χειρονακτικές εργασίες ή επαγγέλματα που δεν είχαν σχέση με την ειδίκευσή τους ή δεν απαιτούσαν επαφή με άλλους ανθρώπους. Κορυφαίο γεγονός διαμαρτυρίας όσον αφορά την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας και την επιβολή του καθεστώτος «ομαλοποίησης» που επέβαλαν οι Σοβιετικοί αποτέλεσε η αυτοπυρπόληση του εικοσάχρονου φοιτητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Καρόλου Γιαν Πάλαχ, τον Ιανουάριο του 1969 μπροστά από το κτίριο του Εθνικού Μουσείου της Πράγας. Από τον Απρίλιο του 1969 την ηγεσία της χώρας ανέλαβε, με τις ευλογίες των Σοβιετικών, μια σκληροπυρηνική ομάδα υπό τον Γκούσταβ Χούζακ, η οποία με την ίδια περίπου σύνθεση παρέμεινε στην ηγεσία της χώρας μέχρι τον Νοέμβριο του 1989, όταν παρασύρθηκε οριστικά από  τη βελούδινη επανάσταση.

Occupation – Prague Spring
Ο Κώστας Τσίβος είναι Επίκουρος Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας και επικεφαλής του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Καρόλου της Πράγας
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • SKILLING H. Gordon (1976): Czechoslovakia’s Interrupted Revolution, Princeton University Press.
  • WILLIAMS, Kieran (1997): The Prague Spring and its Aftermath: Czechoslovak Politics, 1968-1970. Cambridge University Press.
  • MLYNÁŘ, Zdeněk:  Nightfrost in Prague: The end of humane socialism (Mráz přichází z Kremlu), London, C. Hurst.
  • ΧΑΓΕΚ, Ίρζι (1978): Δέκα χρόνια μετά. Πράγα 1968/1978 Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο.
  • ΚΟΥΝΤΕΡΑ, Μίλαν (2016): Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Eίναι (Nesnesitelná lehkost bytí) – μυθιστόρημα, Αθήνα, Εστία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου