Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

54 ΕΘΝΙΚΕΣ, ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Η Ευρώπη κατοικήθηκε από διάφορα φύλα από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο χάρτης της ηπείρου αναδιαμορφώθηκε συχνά στον ρου της Ιστορίας. Κατά τον 20ό αιώνα τρεις φορές επαναχαράχθηκαν τα σύνορα μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών: α. μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, β. μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και γ. μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σήμερα, τα περισσότερα κράτη περιλαμβάνουν στους κόλπους τους διάφορες εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες,1 τα δικαιώματα των οποίων σε ελάχιστες περιπτώσεις γίνονται σεβαστά.

ΣΤΗΝ αυγή του 21ου αιώνα μόνον η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και η Πορτογαλία είναι εθνικά ομοιογενείς χώρες στην Ευρώπη. Σε όλα τα υπόλοιπα κράτη διαβιούν πολλές μειονότητες, η ύπαρξη των οποίων συχνά αμφισβητείται από τις επίσημες κυβερνήσεις.
 Αν και όλα τα κράτη της ηπείρου είναι μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (και έχουν υπογράψει διεθνή κείμενα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), πολλά εξ αυτών ασκούν καταπιεστική πολιτική εις βάρος των μειονοτήτων, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για την αφομοίωση των μελών τους. Αντιθέτως, υπάρχουν ορισμένα άλλη κράτη όπως το Βέλγιο, η Ισπανία (και εσχάτως η Ουγγαρία), τα οποία όχι μόνον έχουν αποδεχθεί τις μειονότητές τους αλλά και τους παρέχουν πλήρη δικαιώματα καθώς αποτελούν συστατικά στοιχεία των χωρών τους. 

Στην Ισπανία υπάρχουν οι κοινότητες των Βάσκων και των Καταλανών, οι οποίες απολαμβάνουν πολλών δικαιωμάτων, μετά τους πρόσφατους νόμους της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Χοσέ Λουίς Θαπατέρο. Η πλέον σημαντική μειονότητα είναι αυτή των Βάσκων, οι οποίοι κατοικούν στη βορειοανατολική Ισπανία και στη νοτιοδυτική Γαλλία. Αν και έχουν τη δική τους περιφερειακή κυβέρνηση, πολλοί εξ αυτών αποβλέπουν στην πλήρη ανεξαρτητοποίησή τους και στη συγκρότηση του δικού τους κράτους. Οι αυτονομιστές έχουν στελεχώσει την οργάνωση ETA ή το πολιτικό της σκέλος Έρι Μπατασούνα. Η ΕΤΑ (Euskadi Ta Askatasuna), που στα βασκικά σημαίνει «Βασκική Πατρίδα και Ελευθερία», έχει χαρακτηριστεί από τον ΟΗΕ ως τρομοκρατική οργάνωση. Το αυτονομιστικό κόμμα Έρι Μπατασούνα (που στα βασκικά σημαίνει «Λαϊκή Ενότητα») ιδρύθηκε το 1978 και προπαγανδίζει τη διενέργεια δημοψηφίσματος προκειμένου να αποφανθεί ο βασκικός λαός για το μέλλον του. Το 1996 ετέθη εκτός νόμου, γεγονός που μάλλον ενίσχυσε τη δημοτικότητά του. Στις δημοτικές εκλογές του 1999 οι υποψήφιοί του κατάφεραν να κερδίσουν 62 δήμους, ενώ το κόμμα εξέλεξε συνολικά 890 δημοτικούς συμβούλους

Ο πληθυσμός τους ανέρχεται στα 2.300.000 κατοίκους που ζουν εντός των συνόρων της Ισπανίας και 285.000 που διαβιούν στη γαλλική επικράτεια, ενώ υπάρχουν και πολυάριθμες κοινότητες Βάσκων στη Λατινική Αμερική και στις Ηνωμένες Πολιτείες (στο Αϊντάχο, στην Καλιφόρνια και στη Νεβάδα). Η παρουσία τους στην περιοχή χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ. Η ετυμολογία του ονόματός τους σημαίνει είτε «οι άνθρωποι των βουνών» είτε «οι ψηλοί άνδρες», ενώ κατ’ άλλους «αυτοί που είναι υπερήφανοι». Την ύπαρξή τους ανέφεραν σε έργα τους ο Στράβων και ο Πλίνιος. Κατά τον Μεσαίωνα έγινε λόγος για πρώτη φορά για τη Βασκωνία. Εντούτοις, ακόμη και κατά την περίοδο εκείνη, η περιοχή ευρίσκετο υπό την κυριαρχία του Οίκου της Καστίλης (βλέπε παρακάτω). Σήμερα, η ισπανική κυβέρνηση αναγνωρίζει ως χώρα των Βάσκων μόνον τις τρεις από τις επτά επαρχίες στις οποίες υπάρχουν κοινότητές τους. Η πολιτική αυτή αποτελεί σημείο τριβής με τον τοπικό πληθυσμό και βοηθάει στην ενίσχυση του αυτονομιστικού κινήματος. Οι σημαντικότερες βασκικές πόλεις είναι το Μπιλμπάο, το Σαν Σεμπαστιάν και η ιστορική κοιτίδα των Βάσκων (κατά τους εθνικιστές) η Παμπλόνα. Η γλώσσα τους είναι τα βασκικά, τα οποία ομιλεί σε καθημερινή βάση μόνον το 25%-30% των Βάσκων. Η πλειοψηφία ασπάζεται τον Ρωμαιοκαθολικισμό. 

Η Καταλωνία είναι μία από τις 17 αυτόνομες επαρχίες της Ισπανίας. Η έκτασή της καλύπτει 32.114 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 7.365.000 κατοίκους. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Ιβηρικής Χερσονήσου και πρωτεύουσά της είναι η Βαρκελώνη. Οι κάτοικοί της μιλούν εξίσου την τοπική διάλεκτο με τα ισπανικά. Η περιοχή αποικίστηκε από την αρχαιότητα. Οι πρώτοι άποικοι ήρθαν από τον ελλαδικό χώρο και κατόπιν έφθασαν οι Καρχηδόνιοι. Ο τοπικός πολιτισμός ανεπτύχθη κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η ονομασία Καταλωνία πρωτοχρησιμοποιήθηκε κατά τον 12ο αιώνα. Στα μέσα του επόμενου αιώνα, η περιοχή κατέστη de facto ανεξάρτητη, με ηγεμόνα τον βασιλιά της Αραγωνίας. Αργότερα, ένας απόγονός του (ο Φερδινάνδος Β΄) νυμφεύθηκε την Ισαβέλλα της Καστίλης και οι δύο περιοχές αποτέλεσαν τον πυρήνα του Βασιλείου της Ισπανίας. Το 1931 η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση της Μαδρίτης προσέφερε στην Καταλωνία την αυτονομία της. Προς τούτο, οι περισσότεροι Καταλανοί πολέμησαν με φανατισμό στο πλευρό των Δημοκρατικών εναντίον του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο, κατά τον εμφύλιο. Μετά την επικράτηση των εθνικιστών, ο Φράνκο κατήργησε την αυτονομία της Καταλωνίας, επιτρέποντας, όμως, τη χρήση της τοπικής διαλέκτου. Σήμερα η περιοχή αποτελεί οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο. Αναπτύχθηκε δε ιδιαιτέρως κατά τα τελευταία 20 έτη, καθώς αποτέλεσε την έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992. Πάντως, οι κάτοικοί της ουδέποτε ενστερνίστηκαν τη βία για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων και θεωρούνται οργανικά ενταγμένοι στην ισπανική κοινωνία.

Η Γαλλία είναι ένα από τα πλέον συγκεντρωτικά κράτη της Ευρώπης και δεν αποδέχεται την ύπαρξη μειονοτήτων στο έδαφός της. Σύμφωνα με έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το «ρεπουμπλικανικό μοντέλο» της Γαλλίας απορρίπτει την αντίληψη της ύπαρξης μειονοτικών ομάδων μεταξύ των Γάλλων πολιτών. Εντούτοις, «η Έκθεση του Συμβουλίου θεωρεί ότι, de facto, υπάρχουν τέτοιες ομάδες και ότι … τα δικαιώματα των ατόμων που συνδέονται με την ταυτότητα αυτών των ομάδων του γαλλικού πληθυσμού είναι περιορισμένα» . Η Γαλλία απάντησε ότι «η νομική αντίληψη της «μειονότητας» δεν υφίσταται στη γαλλική νομοθεσία» (σ. 26) καθώς είναι ασύμβατη με «τις αρχές του αδιαίρετου του έθνους». Μολαταύτα, μειονότητες διαβιούν στη γαλλική επικράτεια και τα μέλη τους διαφοροποιούνται ανοικτά από το γενικό σύνολο. Οι σημαντικότερες είναι των Βάσκων και των Κορσικανών στον Νότο, των Βρετόνων στα βορειοδυτικά και των Αλσατών στα βορειοανατολικά. 

Οι Βάσκοι κατοικούν στο λεγόμενο «διαμέρισμα των Πυρηναίων στον Ατλαντικό», το οποίο αποτελείται από τρεις επαρχίες. Οι κάτοικοί του είναι λίγοι εν συγκρίσει με τους ομοεθνείς τους που διαβιούν στην Ισπανία. Εντούτοις, είναι ιδιαιτέρως μαχητικοί, γι’ αυτό και το γαλλικό κράτος έχει λάβει σκληρά κατασταλτικά μέτρα εις βάρος του αυτονομιστικού κινήματος. Η Κορσική είναι ο γενέθλιος τόπος του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Βρίσκεται στη θάλασσα της Λιγουρίας, έχει έκταση 8.680 τ.χλμ και 300.000 κατοίκους. Αν και η νήσος είναι πλησιέστερα στην Ιταλία, αποτελεί τμήμα της γαλλικής επικράτειας. Έχει κατοικηθεί από τη Νεολιθική περίοδο και αποικήθηκε από τους Έλληνες και τους Ετρούσκους. Αποτέλεσε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ακολούθησε τη μοίρα της. Το 1755 κατέστη ανεξάρτητη για βραχύ χρονικό διάστημα. Έκτοτε οι κάτοικοί της δεν έπαψαν να αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Σήμερα το αυτονομιστικό κίνημα είναι αρκετά ισχυρό. Βασίζεται στην ιδιαίτερη γλώσσα και στην κουλτούρα των Κορσικανών που ουδέποτε αποδέχθηκαν πλήρως τη γαλλική κυριαρχία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 διάφορες εξτρεμιστικές ομάδες έχουν προβεί σε βομβιστικές ενέργειες και σε δολοφονίες λειτουργών της γαλλικής διοίκησης. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι δύο σημαντικότερες οργανώσεις, που μάχονται υπέρ της ανεξαρτησίας αποδύθηκαν σε έναν αγώνα αλληλοεξόντωσης. Το 2000 ο Γάλλος πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν πρότεινε την παροχή αυτονομίας αλλά το σχέδιό του συνάντησε την έντονη αντίδραση τόσο της συντηρητικής αντιπολιτεύσης όσο και του Προέδρου της Δημοκρατίας Ζακ Σιράκ. Μετά την κυβερνητική μεταβολή και την άνοδο των Γκωλικών στην εξουσία, η γαλλική Δεξιά υπέβαλε ένα σχέδιο περιορισμένης αυτονομίας, το οποίο απορρίφθηκε από τους Κορσικανούς σε δημοψήφισμα, το 2003. 

Η Βρετάνη είναι μία αραιοκατοικημένη περιοχή στα βορειοδυτικά της χώρας. Καλύπτει έκταση 34.000 τ.χλμ. και κατοικείται από 4.365.000 ανθρώπους. Οι σημαντικότερες πόλεις της είναι η Νάντη, η Βρέστη και η Ρεν. Οι κάτοικοί της ομιλούν ένα συγκεκριμένο γλωσσικό ιδίωμα και έχουν διαφορετική κουλτούρα από τους Γάλλους. Άλλωστε είναι κελτικής καταγωγής και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τον 5ο και τον 6ο αιώνα. Κατά τον Μεσαίωνα είχαν συγκροτήσει ένα χωριστό δουκάτο, το οποίο αποτελούσε μήλον της Έριδος μεταξύ Άγγλων και Γάλλων. Το 1492 τέθηκαν υπό τη γαλλική κυριαρχία. Το Παρίσι κατέβαλε σύντονες προσπάθειες αφομοίωσής τους με πενιχρά, όμως, αποτελέσματα. Πάντως, κατά τους επόμενους αιώνες δεν σημειώθηκαν ταραχές στην περιοχή. Από τον 19ο αιώνα οι Βρετόνοι άρχιζαν να αφυπνίζονται εθνικά. Η προσπάθειά τους αυτή κορυφώθηκε κατά τον Μεσοπόλεμο. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί Βρετόνοι αυτονομιστές συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα να συκοφαντηθεί όλο το κίνημα.

Μεταπολεμικά, το γαλλικό κράτος έλαβε σκληρά κατασταλτικά μέτρα και σήμερα η χρήση της βρετονικής διαλέκτου έχει σχεδόν εκλείψει. 
Η Αλσατία βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Γαλλίας, έχει έκταση 8.280 τ.χλμ. και 1.800.000 κατοίκους. Η τοπική διάλεκτος ανήκει στις γερμανικές γλώσσες, ενώ και η κουλτούρα, η αρχιτεκτονική και πολλά τοπωνύμια (τουλάχιστον όσα δεν άλλαξαν οι Γάλλοι) είναι κατά βάση γερμανικά. Ακόμη και η ονομασία της είναι γερμανική και σημαίνει «η ευρισκόμενη επί του ποταμού Ιλλ». Η περιοχή ανήκει στη Γαλλία, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έως τότε αποτελούσε τμήμα της γερμανικής επικράτειας και συμπεριλαμβάνεται στις τεράστιες εκτάσεις που απώλεσαν οι Γερμανοί μετά το πέρας των δύο παγκοσμίων πολέμων.

Το Βέλγιο αποτελείται από δύο εθνότητες εκ των οποίων η μία (οι Φλαμανδοί) επιθυμεί διακαώς την ανεξαρτησία της. Τα μέλη της άλλης εθνότητας, όμως, (οι Βαλλόνοι) δεν συμφωνούν. Κατά πολλούς η χώρα θα είχε ήδη διαλυθεί εάν οι Βρυξέλλες δεν αποτελούσαν το κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το βελγικό κράτος έχει τρεις επίσημες γλώσσες, τρία τοπικά κοινοβούλια και ένα ιδιαιτέρως πολύπλοκο διοικητικό σύστημα. Στην περίπτωση του Βελγίου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μειονότητες αλλά μάλλον για κοινότητες, τη Φλάνδρα και τη Βαλλονία. Η πρώτη έχει έκταση 13.522 τ.χλμ. και 6.150.000 κατοίκους. Η Βαλλονία είναι μεγαλύτερη γεωγραφικά, καθώς καταλαμβάνει έκταση 16.844 τ.χλμ., αλλά πιο αραιοκατοικημένη. Σε αυτήν ζουν μόνον 3.415.000 κάτοικοι. Τέλος, υπάρχει και μία ολιγάριθμη γερμανική κοινότητα που διαβιοί στο Μαλμεντύ, στο Επέν, στο Ζενκτ και στο Μοροζνέ. Σημειωτέον ότι οι δύο κύριες κοινότητες διαφέρουν ακόμη και στο δόγμα, αφού οι Φλαμανδοί είναι κυρίως διαμαρτυρόμενοι ενώ οι Βαλλόνοι καθολικοί.

Η Ολλανδία έχει αρκετούς γερμανόφωνους κατοίκους οι οποίοι ζουν στην περιοχή του Φρίσλαντ. Αυτοί μιλούν μία τοπική διάλεκτο που μοιάζει με την αντίστοιχη των Γερμανών της Κάτω Σαξονίας και του βορειοδυτικού Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Το Φρίσλαντ περιήλθε υπό τον έλεγχο των Ολλανδών μετά το 1498. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κεντρική ολλανδική διοίκηση ουδέποτε αναγνώρισε κάποια ιδιαίτερα δικαιώματα στη γερμανόφωνη μειονότητα, αν και παραδοσιακά οι Ολλανδοί αγωνίζονται για την προάσπιση συμφερόντων των μειονοτήτων και των κατατρεγμένων. Άλλωστε η χώρα αυτή αποτελούσε κέντρο υποδοχής προσφύγων μέχρι πρότινος. Σήμερα, στην Ολλανδία υπάρχουν χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτήν ζουν χιλιάδες Ινδονήσιοι (η χώρα των οποίων αποτελούσε ολλανδική αποικία), Μαμελούκοι, Άραβες και Τούρκοι, οι οποίοι συνιστούν πολυπληθείς κοινότητες. Πάντως, τα τελευταία χρόνια η Χάγη έχει μεταβάλει πολιτική, επιβάλλοντας περιορισμούς στην εισδοχή μεταναστών. 

Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελείται από την Αγγλία (με έκταση 130.410 τ.χλμ.), τη Σκωτία (με έκταση 78.772 τ.χλμ.), την Ουαλία (με έκταση 20.758 τ.χλμ.) και τη Βορ. Ιρλανδία (με έκταση 14.160 τ.χλμ.). Αντιστοίχως, ο πληθυσμός ανέρχεται σε 51.440.000 Άγγλους, 5.170.000 Σκωτσέζους, 3.000.000 Ουαλούς και 1.800.000 Βορειοϊρλανδούς. Έχουν εγκαθιδρυθεί τοπικά κοινοβούλια με ορισμένες αρμοδιότητες για κάθε «κράτος» του βασιλείου, π.χ. το κοινοβούλιο της Σκωτίας αποτελείται από 32 εκλεγμένους αντιπροσώπους και αυτό της Ουαλίας από 22. Αντιθέτως, το κοινοβούλιο της Βόρειας Ιρλανδίας είναι πολυπληθέστερο καθώς σε αυτό συμμετέχουν 108 αντιπρόσωποι, ενώ 18 Βορειοϊρλανδοί συμμετέχουν στη Βουλή των Κοινοτήτων. Σημειωτέον ότι δεν καταλαμβάνουν όλοι τις θέσεις τους στο αγγλικό κοινοβούλιο, επειδή αρκετοί καθολικοί δεν αποδέχονται την κυριαρχία του Λονδίνου. 

Η κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Τόνι Μπλερ προχώρησε σε ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση της αποκέντρωσης, παραχωρώντας αρκετές αρμοδιότητες στα τοπικά κοινοβούλια επί ζητημάτων αθλητισμού, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και υγείας. Πάντως, αρκετοί Σκωτσέζοι και πολλοί Βορειοϊρλανδοί δεν είναι ευχαριστημένοι από τα μέτρα του Λονδίνου. Ωστόσο, το «ιρλανδικό ζήτημα» έχει εισέλθει σε φάση ύφεσης μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Μεγ. Παρασκευής του 1998. Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) κατέθεσε τα όπλα και οι μεμονωμένες πράξεις βίας ορισμένων άλλων οργανώσεων (όπως «Ο Πραγματικός ΙΡΑ»)7 δεν φαίνεται να εκτροχιάζουν την ειρηνευτική διαδικασία. Δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι οι Άγγλοι είναι διαμαρτυρόμενοι, ενώ οι Σκωτσέζοι (κατά συντριπτικό ποσοστό) και οι Βορειοϊρλανδοί (κατά πλειοψηφία) είναι καθολικοί. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο βασίλειο, εκτός από τα αγγλικά, ομιλούνται και τέσσερεις κελτικές διάλεκτοι: τα ιρλανδικά, τα ουαλικά, τα σκωτικά και τα καρνικά. Η τελευταία διάλεκτος ομιλείται κυρίως στην Κορνουάλη και απειλείται με εξαφάνιση. 

Στη Σκανδιναβία υπάρχουν 85.000-130.000 Λάπωνες διεσπαρμένοι στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στη Φινλανδία και στη Ρωσία. Σε όλα τα προαναφερθέντα κράτη (εξαιρουμένης της Ρωσίας) τα δικαιώματά τους γίνονται απολύτως σεβαστά. Μάλιστα, στη Νορβηγία (όπου ο πληθυσμός των Λαπώνων κυμαίνεται μεταξύ 40.000-70.000) έχουν και το δικό τους κοινοβούλιο. Στη Ρωσία ζουν μόλις 1.991 άτομα και ως εκ τούτου η ρωσική κυβέρνηση δεν τους έχει αναγνωρίσει ως μειονότητα. Μολαταύτα, η Μόσχα δεσμεύεται από τις διακηρύξεις και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών τις οποίες έχει υπογράψει. 

Στη χερσόνησο της Καρελίας διαβιούν 140.000 αυτόχθονες. Είναι φιννικής καταγωγής και συνδέονται στενά με τους Φινλανδούς, δίχως όμως να συγκαταλέγουν εαυτούς στη φινλανδική κοινότητα. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι 4.000-12.000 άνθρωποι δηλώνουν Καρελιανοί στην ίδια τη Φινλανδία. Η Ρωσία δεν αποδέχεται τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό τους, βασιζόμενη στο γεγονός ότι οι περισσότεροι εξ αυτών έχουν ασπαστεί το ορθόδοξο δόγμα. Εντούτοις, αυτοί έχουν ακόμη και δική τους σημαία! Σήμερα οι Καρελιανοί καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες για να κατοχυρώσουν ορισμένα έστω δικαιώματα σ’ ένα ιδιαιτέρως αντίξοο περιβάλλον.

Τέλος, στη Σκανδιναβία υπάρχει και η γερμανική μειονότητα της Δανίας. Αυτή απαρτίζεται από 15.000 ανθρώπους, που ζουν στο βόρειο Σλέσβιχ, επί αιώνες. Κατά το παρελθόν η περιοχή διεκδικήθηκε τόσο από το Βερολίνο όσο και από την Κοπεγχάγη. Μετά το 1945 ενσωματώθηκε στο κράτος της Δανίας. Σήμερα τα μέλη της μειονότητας αυτής τυγχάνουν καλής αντιμετώπισης από την κυβέρνηση της Δανίας, σε γενικές γραμμές. 

Η κατάσταση είναι σαφώς πιο πολύπλοκη στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη, όπου διαβιούν οι περισσότερες μειονότητες της ηπείρου. Πιο συγκεκριμένα, στον χώρο της Κεντρικής Ευρώπης δέσποζε επί μακρόν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Στην επικράτειά της κατοικούσε το μεγαλύτερο τμήμα των γερμανικών πληθυσμών του ευρωπαϊκού χώρου. Η κατάλυσή της κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους και η δημιουργία των δύο γερμανικών αυτοκρατοριών, της πρωσικής (γερμανικής) και της αυστροουγγρικής, είχε ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο τμήμα των πληθυσμών αυτών να συμπεριληφθεί εντός των ορίων των δύο προαναφερθέντων κρατών. Σημειωτέον ότι το γερμανικό Ράιχ ήταν σαφώς πιο ομοιογενές, καθώς συμπεριελάμβανε ελάχιστους μη γερμανικούς πληθυσμούς στα ανατολικά. Αντιθέτως, στην πολυεθνική Αυστροουγγαρία (μετά το 1867), οι γερμανόφωνοι κάτοικοι είχαν μόνον τη σχετική πλειοψηφία. Συμπαγείς γερμανικοί πληθυσμοί διαβιούσαν κατά μήκος του Δούναβη, στην Αυστρία, στην Καρινθία, στη Μοραβία, στη Ρουθηνία κ.α. 

Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν εγκλωβισμένοι εντός των ορίων εθνικών κρατών, οι κάτοικοι των οποίων δεν επιθυμούσαν τη συνύπαρξη μαζί τους. Ακόμα και η Γερμανία απώλεσε το 13% των προπολεμικών εδαφών της, «παραχωρώντας» εδάφη στο Βέλγιο, στη Γαλλία και στη Δανία. Οι σημαντικότερες, όμως, απώλειες έλαβαν χώρα στα ανατολικά, όπου δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πολωνικό κράτος στο οποίο εκχωρήθηκαν η Ποζνανία, η Πομερανία, η άνω Σιλεσία και η δυτική Πρωσία, περιοχές στις οποίες υπερτερούσε (συχνά συντριπτικά) το γερμανικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, εκατομμύρια Γερμανοί εγκλωβίστηκαν στην Πολωνία (αλλά και στην Τσεχοσλοβακία), όπου υπέστησαν πάσης φύσεως διακρίσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την πενταετία 1939-44 και τα εγκλήματα που διέπραξαν αρχικώς οι Πολωνοί εις βάρος των Γερμανών και κατόπιν η γερμανική διοίκηση (υπό τον δρα Χανς Φρανκ) σε τμήμα της πολωνικής επικράτειας του Μεσοπολέμου κατέστησαν πολύ δύσκολη τη συνύπαρξη των δύο εθνοτήτων. Από το 1944 και μετά, όταν έγινε φανερή η αρνητική για τους Γερμανούς εξέλιξη του πολέμου, εκατομμύρια συμπατριωτών τους άρχισαν να συρρέουν από τα ανατολικά, εγκαταλείποντας τις πατρογονικές τους εστίες, όχι μόνον στην Πολωνία αλλά και στις βαλτικές χώρες. Παρά ταύτα, μία μικρή μειονότητα παρέμεινε στα χώματα των προγόνων τους. Η ευρύτερη περιοχή περιήλθε υπό τη σοβιετική σφαίρα επιρροής. 

Οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις στη Βαρσοβία προχώρησαν στη λήψη σκληρών μέτρων εις βάρος όλων των μειονοτήτων και απέλασαν το 80% των μελών τους που είχαν παραμείνει στην πολωνική επικράτεια. Κατά συνέπεια, δημιούργησαν ένα εθνικά ομοιογενές κράτος σε ποσοστό άνω του 90%. Σήμερα οι Πολωνοί δεν αποδέχονται την ύπαρξη συγκροτημένων μειονοτήτων στο έδαφός τους με αποτέλεσμα να έχουν τεθεί στο στόχαστρο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μάλιστα, πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι διερωτώνται πώς μπορούν να χαρακτηριστούν οι 320.000 Γερμανοί (οι μισοί εκ των οποίων είναι… Σιλεσιανοί, κατά τη Βαρσοβία), οι 50.000 Λευκορώσοι, οι 30.000 Ουκρανοί και οι 775.000 πολίτες αδιευκρίνιστης εθνικότητας, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή της πολωνικής κυβέρνησης του 2002. Σημειωτέον ότι το ζήτημα αυτό συντηρεί το κακό κλίμα στις διμερείς γερμανοπολωνικές σχέσεις.

Μετά το 1919, 3.200.000 Γερμανοί εντάχθηκαν στο νεοσύστατο τσεχοσλοβακικό κράτος. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούσαν στη Σουδητία και το ζήτημά τους παραλίγο να οδηγήσει στο ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έναν χρόνο νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1938.9 Τελικώς, η Συνδιάσκεψη του Μονάχου διευθέτησε το ζήτημα, αποδίδοντας την περιοχή στη Γερμανία, ενώ περιοχές όπου κατοικούσαν άλλες συμπαγείς μειονότητες (Ούγγροι, Πολωνοί) ενώθηκαν με τις χώρες καταγωγής των μελών τους. Κατά την τριετία 1944-46 το μεγαλύτερο τμήμα της γερμανικής μειονότητας κατέφυγε οικειοθελώς ή διά της βίας στη Γερμανία. Όσοι έμειναν στην Τσεχοσλοβακία υπέστησαν πολλές διακρίσεις, στερήθηκαν όλων των δικαιωμάτων τους και τους επεβλήθη απαγόρευση χρήσης ακόμη και της γλώσσας τους. Έως και σήμερα είναι πολύ δύσκολες οι συναλλαγές τους με την τσεχική διοίκηση. Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 2001, η Πράγα αποδέχεται την ύπαρξη 195.000 Σλοβάκων (κατάλοιπο από την εποχή της ενωμένης Τσεχοσλοβακίας), 50.000 Πολωνών, 40.000 Γερμανών, 22.000 Ρουθηνών (τους οποίους χαρακτηρίζει ως Ουκρανούς), 15.000 Ούγγρων και 12.000 Ρομά (αθίγγανων). Αν και είναι πλέον μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η τσεχική κυβέρνηση έχει διαφοροποιήσει ελάχιστα την καταπιεστική πολιτική της έναντι των μειονοτήτων που δια-βιούν στην επικράτειά της.

Η Σλοβακία κατέστη ανεξάρτητη την 1η Ιανουαρίου 1993. Στο έδαφός της ζουν 520.000 Ούγγροι, 120.000 Ρουθηνοί (που είναι γερμανικό φύλο), 5.000 Γερμανοί και 80.000-200.000 Ρομά. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού των τελευταίων τροφοδότησε σενάρια (ιδίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) για την πιθανή δημιουργία μιας- εθνικής εστίας για τους Ρομά στη Σλοβακία. Το σχέδιο αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη χώρα και δεν πραγματοποιήθηκε. Εντούτοις, επανέρχεται στο προσκήνιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αν και κατά το παρελθόν η Μπρατισλάβα καταδυνάστευε τις μειονότητες (στο πλαίσιο της ενωμένης Τσεχοσλοβακίας), τα τελευταία χρόνια έχει κάνει τεράστια βήματα προόδου. 

Στη Γερμανία ζουν κυρίως οικονομικοί μετανάστες, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι Τούρκοι (2.700.000). Ακολουθούν οι Ιταλοί (600.000), οι Έλληνες (300.000), οι Πορτογάλοι (170.000) κ.ά. Οι Γερμανοί (όπως και οι Έλληνες) συνηθίζουν να μεταναστεύουν, και πολυπληθείς γερμανικές μειονότητες υπάρχουν στο εξωτερικό, π.χ. στις Ηνωμένες Πολιτείες 43.000.000 άτομα δήλωσαν ότι είναι γερμανικής καταγωγής στην απογραφή του 2000, ενώ ο αριθμός όσων είχαν έστω και έναν Γερμανό κοντινό πρόγονο φθάνει τα 51.000.000! Μετά το 1989 πολλοί Γερμανοί επιχείρησαν να επιστρέψουν στις πατρογονικές τους εστίες, κυρίως στα ανατολικά.

Στην Αυστρία ζούσαν 25.000 Κροάτες, 20.000 Ούγγροι και 15.000 Σλοβένοι, έως το 1989. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί στη χώρα πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα ο συνολικός αριθμός των προερχομένων από την πρώην Γιουγκοσλαβία φθάνει τις 300.000, ενώ άλλοι τόσοι είναι οι προερχόμενοι από την Τουρκία οικονομικοί μετανάστες. Σημειωτέον ότι μεταξύ των τελευταίων συμπεριλαμβάνονται και πολλοί Κούρδοι. 

Στην Ελβετία ουδέποτε υπήρξαν μειονότητες αφού οι κάτοικοί της έχουν γερμανική, γαλλική ή ιταλική καταγωγή και τα δικαιώματά τους γίνονται εξίσου σεβαστά από την κεντρική διοίκηση. Από το 1989 και μετά στη χώρα εγκαταστάθηκαν πολλοί οικονομικοί μετανάστες (κυρίως μουσουλμάνοι), η παρουσία των οποίων έχει αρχίσει να προκαλεί αντιδράσεις, όπως διαφαίνεται και από το πρόσφατο δημοψήφισμα για την απαγόρευση ανέγερσης άλλων μιναρέδων.

Η Ιταλία αναγνωρίζει επισήμως την ύπαρξη έξι μειονοτήτων στο έδαφός της: τη γερμανόφωνη στον Βορρά, τη σλοβενική και την κροατική στα βορειοανατολικά, την ελληνόγλωσση και την αλβανόγλωσση στον Νότο (και τη Σικελία) και την καταλανική στη Σαρδηνία. Τυπικώς η Ρώμη σέβεται τα δικαιώματα των μελών της, βάσει του άρθρου 6 του Συντάγματος του 1947. Παρ’ όλα αυτά, στην πρόσφατη Ιστορία το επίσημο ιταλικό κράτος έλαβε διάφορα μέτρα εναντίον τους ή κατέβαλε προσπάθεια εξιταλισμού τους. 

Στην Ουγγαρία (πάλαι ποτέ συστατικό μέλος της Δυαδικής Μοναρχίας) διαβιούν 13 επισήμως αναγνωρισμένες μειονότητες. Οι σημαντικότερες εξ αυτών είναι κατ’ αλφαβητική σειρά: η αρμενική, η βουλγαρική, η γερμανική, η ελληνική, αυτή των Ρομά, η σερβική, η σλοβενική και η τουρκική. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στη γερμανική και στην ελληνική μειονότητα. Πριν από λίγες δεκαετίες οι Γερμανοί αριθμούσαν 2.000.000 άτομα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όμως, ελήφθησαν σκληρά μέτρα εις βάρος τους και σήμερα έχουν απομείνει μόλις 62.000 ψυχές. Η ελληνική μειονότητα απαρτίζεται από 2.500 περίπου μέλη, που είναι απόγονοι εμπόρων, εγκατεστημένων στην περιοχή της Βουδαπέστης κατά τον 18ο αιώνα και ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού οι οποίοι κατέφυγαν στην Ουγγαρία μετά το 1949 (π.χ. στο χωριό «Μπελογιάννης»).

Η ρουμανική κυβέρνηση αποδέχεται την ύπαρξη των εξής μειονοτήτων: της ουγγρικής, της γερμανικής, αυτής των Ρομά και της ουκρανικής. Επίσης, το Βουκουρέστι παραδέχεται ότι στην επικράτειά του ζουν λίγοι Αρμένιοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Κροάτες, Πολωνοί, Ρώσοι, Σέρβοι, Σλοβένοι και Τάταροι. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές (που αμφισβητούνται, όμως, σοβαρά από το Συμβούλιο της Ευρώπης), ο αριθμός των Ούγγρων ανέρχεται στους 1.400.000, των Ρομά σε 535.000, των Γερμανών και των Ουκρανών σε 60.000 για κάθε πληθυσμιακή ομάδα, ενώ οι Έλληνες είναι μόλις 6.472. Σημειωτέον ότι στη χώρα ζουν και αρκετοί Γκαγκαούζοι, για τους οποίους θα γίνει λόγος εκτενώς παρακάτω. Πάντως το Βουκουρέστι έχει επανειλημμένως κατηγορηθεί για τη μεταχείριση που επιφυλάσσει στα μέλη των μειονοτήτων. 

Το Σύνταγμα και η νομοθεσία της Σλοβενίας προστατεύουν τρεις μειονότητες: την ουγγρική (8.500 άτομα), την ιταλική (3.000 μέλη) και αυτή των Ρομά (2.800 ψυχές). Εντούτοις, ουδεμία νύξη κάνει για τις άλλες μειονότητες που είναι πολυπληθέστερες και τα μέλη τους διαβιούν στην επικράτεια της χώρας, όπως π.χ. την κροατική (54.000 μέλη), τη σερβική (47.000 άτομα), τη μουσουλμανική (26.500 μέλη) και τη γερμανική (17.000 ψυχές). Μάλιστα για την τελευταία (τα μέλη της οποίας είναι εγκατεστημένα στην περιοχή από τον 14ο αιώνα) οι σλοβενικές Αρχές αναφέρουν ότι αριθμεί μόλις 500 άτομα. Η πολιτική της Λιουμπλιάνας επί του ζητήματος αυτού έχει προκαλέσει τις επικρίσεις ακόμα και εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Έως το 1989 η μεγαλύτερη μειονότητα της Κροατίας ήταν η σερβική. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όμως, τα περισσότερα μέλη της κατέφυγαν στη Σερβία. Σήμερα στη χώρα διαβιούν 43.000 μουσουλμάνοι (Βόσνιοι), 22.000 Σλοβένοι, άλλοι τόσοι Ούγγροι, 21.000 Ιταλοί, 13.000 Τσέχοι και 12.000 Αλβανοί. Υπάρχει συνταγματική πρόνοια για την προστασία των μελών 16 μειονοτήτων, αν και μένουν ακόμα πολλά να γίνουν στην πράξη. 

Στη Σερβία υπάρχουν αρκετές μειονότητες όπως οι Ασκάλι (τσιγγάνοι αλβανικής καταγωγής), οι μουσουλμάνοι (Βόσνιοι), οι Βούλγαροι, οι Κροάτες, οι Ούγγροι, οι Σκοπιανοί (τους οποίους το Βελιγράδι αποδέχεται ως «Μακεδόνες»), οι Ρουμάνοι και οι Ρουθηνοί. Οι τελευταίοι αποτελούν απλώς μία από τις πολυάριθμες γερμανικές μειονότητες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης που βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε ξένα κράτη μετά το 1919 (volksdeutsche). Το ότι δεν αναγνωρίζεται η εθνική τους ιδιοσυστασία από την κεντρική εξουσία αποτελεί συνήθη πρακτική στην ευρύτερη περιοχή, όπως έχει ήδη καταδειχθεί ανωτέρω. Σύμφωνα με τις σερβικές πηγές, οι Ούγγροι ανέρχονται στο 3,9% του συνολικού πληθυσμού, οι μουσουλμάνοι στο 1,8%, οι Ρομά στο 1,4% και ακολουθούν οι άλλες μειονότητες. Στο Κόσοβο, το οποίο πολλές χώρες έχουν αναγνωρίσει ως ανεξάρτητο, από τα 2.100.000 των κατοίκων του, το 92% είναι Αλβανοί, το 6% Σέρβοι και το 2% ανήκει σε άλλες εθνότητες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Μαυροβούνιο έχει καταστεί ανεξάρτητο από το 2006. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, που έλαβε χώρα το 2003 (όταν ακόμη ήταν ενωμένο με τη Σερβία), ο πληθυσμός του αποτελείται από Μαυροβούνιους σε ποσοστό 61,84%, μουσουλμάνους (14,62%), Σέρβους (9,29%), Αλβανούς (6,64%), «Γιουγκοσλάβους» (4,2%) και Κροάτες (1,02%). 

Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς αποτέλεσε ενιαία κρατική οντότητα παρά τη βούληση ενός μεγάλου τμήματος (αν όχι της πλειονότητας) των κατοίκων της. Η τελευταία απογραφή έλαβε χώρα το 1991 και έδινε το 43% στους μουσουλμάνους, το 31% στους Σέρβους και το 17% στους Κροάτες. Οι εκτιμήσεις της CIA το 2000 (σύμφωνα με το CIA World Factbook) έκαναν λόγο για 48% μουσουλμάνους, 37% Σέρβους και 14% Κροάτες. 

Το κράτος των Σκοπίων είναι ένα μωσαϊκό εθνοτήτων. Οι σλαβόφωνοι αποτελούν (κατά την κυβέρνηση) το 64% του συνολικού πληθυσμού και οι Αλβανοί το 25%. Οι τελευταίοι εξεγέρθηκαν το 2001 και πέτυχαν να χαρακτηριστούν ως ξεχωριστή κοινότητα με τη Συμφωνία της Οχρίδας. Μάλιστα η επίσημη ονομασία την οποία έλαβαν ήταν «πολίτες της “Μακεδονίας”, που αποτελούν τμήμα του αλβανικού έθνους». Μολαταύτα, υπάρχουν 100.000 αλβανόφωνοι, που στερούνται του δικαιώματος του «Μακεδόνα» πολίτη, κατά τις Αρχές των Σκοπίων και αποτελούν μία εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του κρατιδίου. 

Επίσης, στο μόρφωμα των Σκοπίων διαβιούν και αρκετές χιλιάδες Γκαγκαούζοι, τους οποίους αυθαίρετα οι Αρχές (σε συγχορδία με τους Τούρκους) θεωρούν εκχριστιανισμένο τουρκικό φύλο. Αντιθέτως, υπάρχουν διάφορες πηγές οι οποίες, σύμφωνα με τους επιστήμονες, πιστοποιούν ότι πρόκειται για τουρκόφωνους Μικρασιάτες, που είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και εντάσσονται στους Καραμανλήδες.10 Κατωτέρω θα αναφερθούν ορισμένα στοιχεία για την άγνωστη αυτή μειονότητα. Τα πρώτα στοιχεία για τους Γκαγκαούζους χάνονται στα βάθη της Ιστορίας και πιο συγκεκριμένα στο 1243, όταν το κράτος των Σελτζούκων διαλύθηκε από τους Μογγόλους, μετά από τη μάχη του Κουσεντάγ. Τότε, ο σουλτάνος του Ικονίου Καϊκοβούζ (του οποίου η μητέρα ήταν χριστιανή) κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ του επέτρεψε να εγκατασταθεί (μαζί με τα υπολείμματα του στρατού του) στη βόρεια Βουλγαρία, έξω από τη Βάρνα. Λίγο μετά δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Καβάρνας, στο οποίο υπήρχαν 68 χωριά κατοικούμενα από Γκαγκαούζους (ή Γκαγκαβούζηδες). Το 1283 οι Οθωμανοί το διέλυσαν. Τότε πολλοί Γκαγκαούζοι κατέφυγαν στη Νέα Ζίχνη Σερρών και στη Βέροια, ενώ άλλοι πήγαν στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Σε όλα τα μέρη στα οποία κατέφυγαν διατήρησαν τα ήθη και τα έθιμά τους. Παντού διακρίνονταν για τη μαχητικότητά τους και το μίσος τους για τους Τούρκους. Οι τελευταίοι κατέβαλαν συνεχείς προσπάθειες να τους αλλαξοπιστήσουν, με πενιχρά όμως αποτελέσματα.

Κατά τον 19ο αιώνα οι Γκαγκαούζοι της κεντρικής Βαλκανικής συμπαρατάχθηκαν με τους Ρώσους κατά τους δύο πολέμους των τελευταίων εναντίον της Υψηλής Πύλης. Οι περισσότεροι ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό μετά το πέρας των εχθροπραξιών και εγκαταστάθηκαν στη Βεσσαραβία και στη Μολδαβία (όπου βρήκαν άλλους ομοφύλους τους) για να αποφύγουν τα αντίποινα των Οθωμανών. Όσοι παρέμειναν στην οθωμανική επικράτεια υπέστησαν την μήνι των Τούρκων, οι οποίοι τους διασκόρπησαν στα Σκόπια και στην Ανατολική Θράκη. Μολαταύτα δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν την εθνική τους συνείδηση. Αυτό διεφάνη περίτρανα από τη στάση τους κατά την απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό, κατά τα έτη 1919-20. Υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τους Έλληνες και συγκρότησαν ένα σώμα αποτελούμενο από 700 άνδρες για να πολεμήσουν τους Τούρκους. Οι τελευταίοι δεν το ξέχασαν και τους θεώρησαν ανταλλάξιμους, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Τους επέβαλαν, λοιπόν, να εγκαταλείψουν την τουρκική επικράτεια για την Ελλάδα. Οι Γκαγκαούζοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ορεστιάδας, η οποία έμοιαζε με τον τόπο τους, με την κρυφή ελπίδα να επιστρέψουν μία ημέρα στις πατρογονικές τους εστίες. 

Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή των Σκοπιανών (του 2002), οι Τούρκοι (δηλαδή οι Γκαγκαούζοι) έφθαναν τις 78.000 ψυχές, οι Ρομά τις 53.000, οι Σέρβοι τις 36.000, οι Βόσνιοι (μουσουλμάνοι) τις 17.000 και οι Βλάχοι τις 9.700. Παραδόξως, κανένας Έλληνας δεν διαβιοί στην «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας»!

Τα Τίρανα αναγνωρίζουν την ύπαρξη της ελληνικής, της βουλγαρικής, της τουρκοαιγυπτιακής, της σερβικής, της βλαχικής και της «μακεδονικής» μειονότητας. Αν και οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι ο αριθμός των Βορειοηπειρωτών δεν ξεπερνάει τις 60.000, η έκθεση της CIA (στο προαναφερθέν Factbook του 2000) και η Ευρωπαϊκή Ένωση τους διαψεύδουν, κάνοντας λόγο για 200.000, ενώ η Αθήνα ισχυρίζεται ότι ο αριθμός αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος. Βεβαίως, στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, οι Αλβανοί υπολείπονται κατά πολύ του κοινοτικού μέσου όρου. 

Η βουλγαρική απογραφή του 2001 ανέδειξε την ύπαρξη δύο κυρίως μειονοτήτων: της τουρκικής (9,4% του πληθυσμού) και αυτής των Ρομά (4,7%). Απομένει ένα 2%, στο οποίο περιλαμβάνονται Αρμένιοι, Βλάχοι, Εβραίοι, Ρώσοι, Σαρακατσάνοι και Τάταροι της Κριμαίας. Η τουρκική μειονότητα έχει αποκτήσει αρκετά δικαιώματα και συχνά παίζει ρόλο ρυθμιστή στο πολιτικό σκηνικό της Βουλγαρίας. 

Σε όλες τις βαλτικές δημοκρατίες υπάρχουν μειονότητες, κατάλοιπα της σοβιετικής περιόδου. Στη Λετονία, ο πληθυσμός αποτελείται από Λετονούς κατά 59,3%, Ρώσους (27,8%), Λευκορώσους (3,6%), Ουκρανούς (2,5%) Πολωνούς (2,4%) και Λιθουανούς (1,3%). Η Λιθουανία είναι πιο ομοιογενής εθνικά, καθώς ο αριθμός των γηγενών αγγίζει το 84%, ενώ υπάρχουν και Πολωνοί (6,7%), Ρώσοι (6,3%) και Λευκορώσοι (1,2%). Στην Εσθονία η κατάσταση είναι πιο συγκεχυμένη και τα σχετικά στοιχεία αντικρουόμενα. Πάντως είναι σίγουρο ότι υπάρχουν τουλάχιστον πέντε μειονότητες, κατ’ αριθμητική σειρά η ρωσική, η φινλανδική, η γερμανική, η σουηδική και η εβραϊκή. Μάλιστα η Μόσχα υποστηρίζει ότι ο αριθμός των ομοεθνών της αγγίζει το 25% του συνόλου. 

Το ίδιο συγκεχυμένη είναι η κατάσταση και στη Λευκορωσία, μία από τις πτωχότερες χώρες τις ευρωπαϊκής ηπείρου. Το Μινσκ κάνει λόγο για 1.000.000 Ρώσους, 400.000 Πολωνούς, και 240.000 Ουκρανούς, ενώ η Βαρσοβία υποστηρίζει ότι ο αριθμός των ομοεθνών της είναι κατά πολύ μεγαλύτερος και πως αυτοί ζουν υπό καθεστώς αφόρητων πιέσεων. 

Η κατάσταση στην Ουκρανία είναι πιο ξεκάθαρη. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο πληθυσμός της χώρας αποτελείται κατά 78% από Ουκρανούς, κατά 17% από Ρώσους, κατά 0,6% από Λευκορώσους, κατά 0,5% από Μολδαβούς και από άλλους τόσους Τατάρους. Επίσης, υπάρχουν ορισμένοι Βούλγαροι, Ούγγροι, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Αρμένιοι και Έλληνες. Ο αριθμός των τελευταίων ανέρχεται σε λίγες δεκάδες και είναι απόγονοι πολιτικών προσφύγων και εμπόρων από την εποχή της τσαρικής Ρωσίας. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες καταγγελίες για διακρίσεις εις βάρος των μελών των μειονοτήτων πέραν των διαμαρτυριών της Μόσχας, οι οποίες, όμως, δεν συνοδεύονται από επαρκή στοιχεία. 

Η πτωχότερη χώρα της Ευρώπης είναι η Μολδαβία, που φιλοξενεί στο έδαφός της πολυπληθείς μειονότητες Ουκρανών, Ρώσων, Γκαγκαούζων, Βουλγάρων, Ρομά και Εβραίων. Αν και τα διαθέσιμα στοιχεία είναι λίγα, το Κισινάου ακολουθεί μία πολιτική διακρίσεων η οποία προκαλεί συχνά ένταση στις σχέσεις του με τα γειτονικά κράτη και τη Ρωσία. 

Η Ρωσική Ομοσπονδία είναι μία πολυεθνική κοινωνία στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η ρωσική κοινότητα. Αυτή αποτελεί το 80% των κατοίκων. Ακολουθούν οι Τάταροι με 4,0%, οι Ουκρανοί με 2,0% και οι υπόλοιπες εθνότητες, ενώ υπάρχει και ένα 10% το οποίο δεν προσδιορίστηκε εθνικά. Στον τομέα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η Ρωσία υπολείπεται κατά πολύ των Ευρωπαίων. Φυσικά, πολλά παράπονα ακούγονται και για πολιτικές διώξεις αντιφρονούντων και σίγουρα η πολιτική της ρωσικής κυβέρνησης στο Τσετσενικό είναι δηλωτική του πώς αντιμετωπίζει η Μόσχα το ζήτημα του σεβασμού των ατομικών ελευθεριών. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στον Καύκασο διαβιούν 26 εθνότητες! Ως εκ τούτου οι εθνικές αντιπαραθέσεις είναι αναπόφευκτες.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, οι μειονότητες ήδη τελούν υπό την προστασία διεθνών διατάξεων, κατά τις οποίες «αι μη κυρίαρχοι ομάδες, αι οποίαι αν και βασικά επιθυμούν την ίσην μεταχείρισιν, επιδιώκουν διάφορον μέχρις ενός βαθμού μεταχείρησιν, διά να διατηρήσουν τα κύρια χαρακτηριστικά τους με τα οποία και ξεχωρίζουν από την πλειονότητα του πληθυσμού. Τα κύρια αυτά χαρακτηριστικά που προστατεύονται είναι η φυλή, η θρησκεία και η γλώσσα». Δυστυχώς, όμως, στην πράξη τα δικαιώματα των μειονοτήτων γίνονται ελάχιστα σεβαστά ακόμη και από μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες όφειλαν να πρωταγωνιστούν στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου. Στην Ευρώπη κατοικούν δεκάδες εθνικές ομάδες με τα δικά τους ιδιαίτερα γλωσσικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Πολλές εξ αυτών είναι υποχρεωμένες να συνυπάρξουν με άλλες ομάδες με τις οποίες είχαν έρθει σε σύγκρουση κατά το παρελθόν, στο πλαίσιο ενός κράτους. Υποχρέωση του κράτους αυτού είναι να σεβαστεί τα δικαιώματά τους γιατί ο βαθμός προστασίας μίας μειονότητας αντανακλά το επίπεδο του πολιτισμού μας. 

ΠΗΓΗ /www.istoria.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου