Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Η αποποίηση κληρονομιάς και οι κοινωνικές-οικονομικές της συνέπειες

huffingtonpost.gr
Η αποποίηση κληρονομιάς ακίνητης περιουσίας αποτελούσε περισσότερο ένα ρυθμιστικό μέτρο με μικρές κοινωνικές προεκτάσεις κυρίως για την προστασία του κληρονόμου από υπέρμετρα χρέη του κληρονομούμενου και είχε εφαρμογή ως άρνηση της ιδιότητας του κληρονόμου λόγω ευτελούς αξίας του ακινήτου, απόστασης του ακινήτου από τον τόπο μόνιμης κατοικίας του κληρονόμου ή για άλλο πολύ συγκεκριμένο λόγο.

Στην περίοδο της οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης που διάγει η ελληνική κοινωνία και οικονομία για μια δεκαετία, η πράξη αυτή παίρνει μεγάλες διαστάσεις και επεκτείνεται στις περιπτώσεις που ο κληρονόμος δεν αποδέχεται την κληρονομιά, επειδή αδυνατεί να ανταποκριθεί στα έξοδα και στις διαδικασίες αποδοχής ή στους φόρους (βλέπε ΕΝΦΙΑ) και στα έξοδα που επιβαρύνουν την διατήρηση ενός ακινήτου. Στην απόφαση περί μη αποδοχής συμβάλλει και η υπέρμετρη μείωση της αξίας των ακινήτων και της απόδοσης της εκμετάλλευσής τους. Η δραματική μείωση των εισοδημάτων και η γενικότερη υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, περιορίζει, επίσης, δραστικά την δυνατότητα των πολιτών να αντεπεξέλθουν στα παραπάνω έξοδα απόκτησης και διατήρησης της τυχόν κληρονομούμενης ακίνητης περιουσίας.

Σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω εξελίξεων, κατά το 2013-14 η ετήσια μεταβολή στις κατατεθειμένες αιτήσεις μη αποδοχής ανέρχεται σε 41,74 %, κατά τα έτη 2014-15 και 2015-16 αυξάνονται κατά 10,24 % και 19,27 % αντίστοιχα, φτάνοντας κατά το 2016 στις 54.422 αιτήσεις. Με βάση εκτιμήσεις σχετικών νομικών υπηρεσιών προβλέπεται κατά το τρέχον έτος ο αριθμός αυτός να φτάσει τις 150.000, δηλαδή να σημειώσει ετήσια αύξηση 175,6 % μεταξύ 2016 και 2017. Θα μου επιτραπεί πάντως εδώ να επισημάνω ότι παρά την πραγματικά μεγάλη επιβάρυνση των φόρων και των εξόδων αποδοχής και διατήρησης των ακινήτων ως και τη μείωση των εισοδημάτων και της τιμής των ακινήτων, η αξία πολλών εκ των τελευταίων (που είναι αντικείμενο μη αποδοχής) εξακολουθεί να ξεπερνά κατά πολύ την όποια επιβάρυνση.

Η μη αποδοχή νομίζω ότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν αφορά μόνο μη έχοντες να ανταποκριθούν στα σχετικά έξοδα αλλά, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, μη διαθέτοντες το εν λόγω ποσό, έστω και από τις μικρές δυνατότητες που έχουν. Είναι δηλαδή, σε ένα βαθμό, και για ένα ποσοστό πολιτών, θέμα επιλογών, προτεραιοτήτων και ιεράρχησης των αναγκών, που εδώ, στην σύγχρονη κοινωνία της κρίσης, η αποδοχή διατήρησης του «κόπου του πατέρα και της μάνας μας» είναι σε χαμηλή προτεραιότητα. Θεωρώ, σε τελευταία ανάλυση, ότι η διαμόρφωση της γενικότερης αρνητικής και απαξιωτικής ψυχολογίας των νέων ανθρώπων, που δημιουργήθηκε από την κρίση, έχει συμπαρασύρει σαν χιονοστιβάδα και την απόφαση για αποποίηση της κληρονομιάς, σε αρκετές περιπτώσεις. Μια επιστημονική έρευνα εδώ θα επαληθεύσει (ή δεν θα επαληθεύσει) με αντικειμενικό τρόπο αυτή την άποψη.

Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, είτε αυτή εκληφθεί ως πραγματική αδυναμία ανταπόκρισης είτε ως ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας, είναι η απαξίωση ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου του Έλληνα, που παραδοσιακά και για πολλές γενιές είχε συνδέσει το παρόν και το μέλλον του με την ακίνητη περιουσία, πρωταρχικά ως κατοικία και σε δεύτερο επίπεδο ως επένδυση. Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, δε, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι η αγορά ακινήτων, όπως και κάθε αγορά, δεν είναι μονίμως καθοδική (υφεσιακή) αλλά εναλλάσσεται με ανοδική (αναπτυξιακή). Και μπορεί η αγορά ακινήτων να μην ανέλθει στα πλασματικά επίπεδα του προ της κρίσης επιπέδου αλλά είναι σίγουρο ότι θα ισορροπήσει σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα στο μέλλον.

Σαν αποτέλεσμα, η μη αποδοχή κληρονομιάς ακίνητης περιουσίας μειώνει τα περιουσιακά στοιχεία των μικρομεσαίων εισοδηματικών τάξεων και επιτείνει με τον τρόπο αυτό τις κοινωνικές ανισότητες, αποτελώντας άλλη μία πλευρά των ανισορροπιών που δημιουργεί η κρίση. Γιατί είναι και ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι στις περιόδους οικονομικής κρίσης οι οικονομικές ανισότητες επιδεινώνονται.

Επιπλέον, καθώς η αποδοχή της κληρονομιάς είναι η δήλωση ευρύτερης βούλησης του/της απογόνου να γίνει οριστικός κληρονόμος των γονέων ή άλλων συγγενών του/της, η μη αποδοχή αυτής επιφέρει, εκτός της οικονομικής απώλειας, και την συναισθηματική απομάκρυνση από τους προγόνους, την απώλεια της αίσθησης της συνέχειας των γενεών. Με την απώλεια του ακινήτου χάνεται η ιστορική σύνδεση με τους προγόνους και συνεπώς η οικογενειακή συνέχεια, ειδικά όταν πρόκειται για το «πατρικό σπίτι» που αποτελεί σημείο αναφοράς της οικογένειας. Την ιστορική συνέχεια των οικογενειών και τη μνήμη διαδέχονται η ανωνυμία, η εγκατάλειψη και τελικά η λησμονιά. Και άνθρωποι χωρίς ατομική μνήμη και κοινωνίες χωρίς συλλογική μνήμη δεν έχουν μέλλον.

Η επαγωγή, επίσης, της μη αποδεχόμενης κληρονομιάς στο Κράτος δημιουργεί πληθώρα εγκαταλελειμμένων κτιρίων, η μη πληρωμή, δε, των φόρων, που σαφώς βέβαια θα έπρεπε να είναι ελαφρύτεροι, μειώνει σημαντικά τα κρατικά έσοδα. Θεωρείται ότι μεγάλο μέρος των 90 δισ. ευρώ που οφείλονται στο Κράτος από φόρους, αφορούν ληξιπρόθεσμα χρέη από κληρονομιές, τα οποία και δεν θα εισπραχθούν ποτέ. Και το χειρότερο είναι ότι το Κράτος είναι ο 6ος κατά σειρά κληρονόμος, καθώς η κληρονομιά επάγεται στους κάθε φορά κληρονόμους του μη αποδεχόμενου (παιδιά, κλπ) και για 5 συνεχείς φορές, με αποτέλεσμα την απορρύθμιση των διαδικασιών του κληρονομικού δικαίου, την αδυναμία παρακολούθησης της νόμιμης ιδιοκτησίας από το κράτος, αλλά και από τους ίδιους του κληρονόμους, καθώς λειτουργικές αδυναμίες δεν επιτρέπουν στις δημόσιες υπηρεσίες να παρακολουθήσουν και πολύ περισσότερο να ενημερώνουν τους διαδοχικούς δικαιούχους, με αποτέλεσμα τα ακίνητα να είναι για πολύ χρόνο εγκαταλελειμμένα και τελικά να καθίστανται μη διατηρήσιμα, τα γειτονικά κτίρια να υποβαθμίζονται και, σε μεγάλη κλίμακα του φαινομένου, ο αστικός (ή ο αγροτικός) χώρος να αποσυντίθεται. Πρακτικά, μια τέτοια εξέλιξη εμποδίζει και την ολοκλήρωση εφαρμογών καταγραφής της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή την ορθή αποτύπωση αυτής στο Κτηματολόγιο.

Φαίνεται λοιπόν ότι το φαινόμενο αυτό που εξελίσσεται ραγδαία αποτελεί απολύτως αρνητική εξέλιξη για την ελληνική κοινωνία και τον Έλληνα, ο οποίος θεωρώ ότι θα πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια να διατηρήσει την οικογενειακή του περιουσία, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αποκτήθηκε πολύ ακριβά και με πολύ κόπο.

Κωνσταντίνος Ρόντος 
Καθηγητής του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου