Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Ευρώπη πολλών ταχυτήτων: Φυγή προς τα εμπρός ή αρχή αποδόμησης;

του Σταύρου Λυγερού
Η συζήτηση για μία Ευρώπη πολλών ταχυτήτων είναι παλιά. Πολλές ταχύτητες, άλλωστε, ήδη υπάρχουν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Ευρωζώνη και η ζώνη Σένγκεν. Στα δύο αυτά υποσύνολα συμμετέχουν μερικές από τις χώρες-μέλη και μάλιστα όχι οι ίδιες. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να συμπεράνει πως αυτό που δρομολογήθηκε στη σύνοδο των τεσσάρων μεγάλων της ΕΕ στις Βερσαλλίες (6 Μαρτίου) δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αναγνώριση αυτού που ήδη συμβαίνει. Το συμπέρασμα αυτό, ωστόσο, είναι άκρως παραπλανητικό. 
Η χρήση των ίδιων λεκτικών όρων κρύβει πολύ διαφορετικές προθέσεις και πραγματικότητες.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Μετά την ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ το 1973, φάνηκε ότι ο παραδοσιακός ευρωσκεπτικισμός του Λονδίνου λειτουργούσε κατά κάποιον τρόπο σαν φρένο στην πρόθεση των άλλων κρατών-μελών να προχωρήσουν την ενοποιητική διαδικασία. Από τότε άρχισε η συζήτηση για διαφορετικές ταχύτητες. Ο τότε Γερμανός καγκελάριος Βίλι Μπραντ, μάλιστα, είχε το 1974 καταθέσει σχετική πρόταση. Με αυτό το πνεύμα θεσμοθετήθηκε αργότερα και η δυνατότητα των “ενισχυμένων συνεργασιών”. Η συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ότι τουλάχιστον εννέα κράτη-μέλη μπορούν να προχωρούν σε βήματα περαιτέρω ενοποίησης.

Έτσι φθάσαμε στην Ευρωζώνη και στη ζώνη Σένγκεν για την ελεύθερη διακίνηση. Η λογική των “ενισχυμένων συνεργασιών”, ωστόσο, ήταν να ανοίξουν τον δρόμο για εμβάθυνση, με σκοπό να ακολουθήσουν και τα κράτη-μέλη που για διάφορους λόγους δεν συμμετείχαν αρχικά. Με άλλα λόγια, ο δεδηλωμένος στόχος ήταν, έστω και σε διαφορετικές φάσεις, να συμμετάσχουν στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης όλα τα κράτη-μέλη, χωρίς να αλλοιώνονται οι αρχές της ισοτιμίας και της κοινοτικής αλληλεγγύης.

Η δρομολόγηση της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων που αποφάσισαν οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας πριν λίγες ημέρες στις Βερσαλλίες ρητορικά δεν διαφέρει από τα παραπάνω. Στην πραγματικότητα, όμως, δρομολογείται ο θεσμοθετημένος διαχωρισμός της ΕΕ σε ευρωπαϊκό πυρήνα και σε ευρωπαϊκή περιφέρεια. Με άλλα λόγια, δρομολογείται η θεσμοθέτηση κρατών-μελών πρώτης και κρατών-μελών δεύτερης κατηγορίας, γεγονός που παραβιάζει κατάφωρα την ιδρυτική συνθήκη. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό θα θεσμοθετηθεί στην 60η επέτειό της, την οποία θα εορτάσουν στις 25 Μαρτίου οι “27” στη Ρώμη.

Παλαιότερα, το ερώτημα που βρισκόταν στο κέντρο των συζητήσεων ήταν “περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη;”. Τυπικώς, το ερώτημα αυτό παραμένει στο τραπέζι. Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι εάν η σημερινή μεταλλαγμένη Ευρώπη είναι η όχι βιώσιμη. Αν και στο θεσμικό επίπεδο λίγα έχουν αλλάξει, είναι κοινός τόπος πως η ΕΕ της ισοτιμίας των κρατών-μελών και της κοινοτικής αλληλεγγύης αποτελεί παρελθόν. Δια της διολισθήσεως, η ΕΕ έχει αποκτήσει αφεντικό (Γερμανία), ιεραρχία και μεταμοντέρνες αποικίες, όπως η Ελλάδα.
Η οικονομική κρίση διευκόλυνε και επιτάχυνε αυτή τη διολίσθηση, αλλά ταυτοχρόνως έβγαλε στην επιφάνεια τις αντιφάσεις και όξυνε τις αντιθέσεις. Στο υπόστρωμα της μείωσης των εισοδημάτων και της περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων, ήλθαν να προστεθούν οι κοινωνικές παρενέργειες από το προσφυγικό-μεταναστευτικό κύμα και την ισλαμική τρομοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθεί μία μεγαλύτερη ή μικρότερη εκλογική εξέγερση των Ευρωπαίων.

Τα κόμματα του ευρύτερου (νεο)φιλελεύθερου χώρου χάνουν έδαφος, το οποίο κερδίζει η αντισυστημική ψήφος. Στον ευρωπαϊκό Νότο, η αντισυστημική ψήφος τροφοδότησε περισσότερο αριστερά κόμματα, καθώς και ιδιότυπα κόμματα, όπως το κίνημα του Γκρίλο στην Ιταλία. Στον ευρωπαϊκό Βορρά, όμως, τροφοδότησε κατά κανόνα εθνικιστικά-ξενοφοβικά κόμματα. Η εκλογική αυτή εξέγερση, που επιβεβαιώθηκε και ευνοήθηκε και από την εκλογή του Τραμπ, έχει τρεις συνέπειες:
Πρώτον, συρρικνώνει και σ’ ορισμένες χώρες απειλεί με κατάρρευση τη “φιλελεύθερη συναίνεση”, η οποία μεταπολεμικά κυριαρχούσε στη Γηραιά Ήπειρο.
Δεύτερον, αναπτύσσεται όχι ο παραδοσιακός ευρωσκεπτικισμός, αλλά ένα είδος ευρωάρνησης. Είναι ενδεικτικό ότι –σύμφωνα με δημοσκόπηση– το 65% των Γάλλων αντιμετωπίζει αρνητικά την ενοποίηση. Η τάση αυτή σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη κεφαλαιοποιείται πολιτικά κυρίως από τα ακροδεξιά-εθνικιστικά κόμματα, τα οποία περισσότερο ή λιγότερο έντονα θέτουν ζήτημα αποχώρησης τουλάχιστον από την Ευρωζώνη.
Τρίτον, η μετάλλαξη της ΕΕ των εθνών σε “γερμανική Ευρώπη” έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση των εθνικών αντιθέσεων και τη διάβρωση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αυτά με τη σειρά τους προκαλούν την ανάπτυξη όχι μόνο της ευρωάρνησης, αλλά ταυτοχρόνως και αντιγερμανικού κλίματος. Ήταν αναπόφευκτο. Τα στοιχεία αποδεικνύουν πως ο μεγάλος κερδισμένος από την καθιέρωση του ευρώ είναι η Γερμανία. Το Βερολίνο συμπεριφέρεται όλα αυτά τα χρόνια με έκδηλο οικονομικό εθνικισμό. Αναλόγως, μάλιστα, με το τι κάθε φορά την συμφέρει, άλλοτε κρύβεται πίσω από την ΕΕ και άλλοτε δρα μονομερώς ή με επιλεκτικές συμμαχίες.

Το Brexit ήταν το πρώτο πλήγμα στην αλαζονική μακαριότητα του ευρωιερατείου. Η εκλογή του Τραμπ ήταν το δεύτερο όχι μόνο επειδή επιβεβαίωσε το ρεύμα, αλλά και επειδή απειλεί να ανατρέψει το παραδοσιακό πλαίσιο των ευρωαμερικανικών σχέσεων. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Στρέφεται, μάλιστα, ευθέως εναντίον της Γερμανίας, κατηγορώντας την όχι αδίκως ότι εκμεταλλεύεται τους εταίρους της και χρησιμοποιεί το ευρώ για να συσσωρεύει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα. Το τρίτο πλήγμα ήταν η επικράτηση του “όχι” στο ιταλικό δημοψήφισμα που κατέστησε εύθραυστη την πολιτική σταθερότητα στη γειτονική χώρα.
Αντιμέτωπη με το κλίμα ευρωάρνησης, με τις αντιθέσεις των κρατών-μελών, με την αμερικανική πίεση και με το μειοψηφικό αλλά όχι απίθανο ενδεχόμενο νίκης της Λεπέν, η ΕΕ-Ευρωζώνη έχει περιέλθει σε υπαρξιακή κρίση. Είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού τα εσωτερικά ρήγματα.

Η ομάδα του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία) δίνει σε σημαντικό βαθμό τον τόνο στην Ανατολική Ευρώπη. Οι λαοί αυτοί έχουν λιγότερα από 30 χρόνια που απέκτησαν την πραγματική ανεξαρτησία τους και είναι κατά κανόνα απρόθυμοι να παραδώσουν εθνική κυριαρχία στο ευρωιερατείο. Αλλά και ο ευρωπαϊκός Νότος, όπως φάνηκε στις συνόδους της Αθήνας και της Λισαβόνας, εκδήλωσε μία τάση αυτονόμησης από τη γερμανική ηγεμονία.

Η απόφαση των Βερσαλλιών είναι η απάντηση του Βερολίνου στην υπαρξιακή κρίση της ΕΕ. Είναι ενδεικτικό ότι το 52% των Γερμανών οικονομολόγων έχει ταχθεί υπέρ της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων. Η Μέρκελ είναι η μόνη που διαθέτει ένα σχέδιο για το αύριο της Ευρώπης. Γι’ αυτό και δεν δυσκολεύθηκε να συμπαρασύρει τους υπόλοιπους τρεις. Ο μόνος που δυνητικά θα μπορούσε να προβάλει αντίσταση είναι ο Ολάντ. Εάν ηγείτο του ευρωπαϊκού Νότου, η Γαλλία θα μπορούσε να εξισορροπήσει τη Γερμανία. Από την εποχή του Σαρκοζί, όμως, το Παρίσι έχει επιλέξει να λειτουργεί σαν συμπλήρωμα του Βερολίνου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, σ’ αυτή τη γραμμή κινήθηκε ο Ολάντ.
Στην περίπτωση της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων, ο Γάλλος πρόεδρος όχι μόνο δεν αντιστάθηκε, αλλά ανέλαβε και τον ρόλο του διεκπεραιωτή. Αν πιστέψουμε, μάλιστα, τις πληροφορίες που κυκλοφορούν, ο Ολάντ θα ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες του με κάποιο υψηλό ευρωπαϊκό αξίωμα. Από τη στιγμή που το Παρίσι συνέπραξε, ο Ιταλός Τζεντιλόνι και ο Ισπανός Ραχόι έσπευσαν να ακολουθήσουν για να μην μείνουν εκτός νυμφώνος.

Είναι προφανές πως τα κριτήρια, με τα οποία θα συγκροτηθεί ο πυρήνας είναι πρωτίστως πολιτικά και δευτερευόντως οικονομικά. Η Ιταλία και η Ισπανία είναι ασθενείς, αλλά είναι απαραίτητες στη Γερμανία. Προσεταιριζόμενη τα άλλα τρία μεγάλα κράτη-μέλη, η Μέρκελ διέσπασε τον ευρωπαϊκό Νότο, ακυρώνοντας στην πράξη την πρωτοβουλία για μία συνεννόηση των Νοτίων με σκοπό κοινές παρεμβάσεις στην ευρωπαϊκή σκηνή. Ταυτοχρόνως, απομονώνει την ομάδα του Βίζεγκραντ και εδραιώνει την υποστήριξη των παραδοσιακών συμμάχων της (Ολλανδία, Αυστρία, και Φινλανδία). Κατ’ αυτό τον τρόπο ανακτά στην κορυφή τον πλήρη έλεγχο της ΕΕ.

Το Βερολίνο είχε ερωτοτροπήσει και στο παρελθόν με την καθιέρωση της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων. Το 1994, οι Σόιμπλε και Λάμερς είχαν καταθέσει πρόταση για διαχωρισμό της ΕΕ σε πυρήνα και περιφέρεια, αλλά είχαν προσκρούσει σε αντιδράσεις. Τότε, άλλωστε, η ΕΕ δεν ήταν αυτή που είναι σήμερα.
Η υπαρξιακή κρίση της ΕΕ μετέτρεψε ένα μάλλον ακραίο σενάριο σε κυρίαρχη επιλογή. Δεν ήταν μόνο το Βερολίνο που έβλεπε την καθιέρωση ουσιαστικά δύο ταχυτήτων σαν διέξοδο. Το 2015 ο Ολάντ είχε μιλήσει για «εμπροσθοφυλακή». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο τότε υπουργός του Μακρόν, που σήμερα διεκδικεί την προεδρία, υποστηρίζοντας την προσκόλληση της Γαλλίας στη Γερμανία.
Πατώντας σ’ αυτό το έδαφος, η Μέρκελ ενορχήστρωσε την απόφαση των Βερσαλλιών. Απέσπασε τη συμφωνία και του Ντράγκι και του φεντεραλιστή Γιούνκερ, στις συναντήσεις που είχε μαζί τους το προηγούμενο διάστημα. Ο πρόεδρος της Κομισιόν, μάλιστα, υποχρεώθηκε να παίξει το γερμανικό παιχνίδι με τη Λευκή Βίβλο και τα πέντε σενάρια για το μέλλον της ΕΕ. Μπορεί ο ίδιος να εξέφρασε την προτίμησή του στην επιλογή να βαδίσουν όλα τα κράτη-μέλη μαζί προς την εμβάθυνση της ενοποίησης (5ο σενάριο), αλλά συμπεριέλαβε και το σενάριο των πολλών ταχυτήτων (3ο). Με τον τρόπο αυτό το νομιμοποίησε.
Η προαναγγελία έγινε από την ίδια την Μέρκελ πριν λίγο καιρό στη σύνοδο της Μάλτας, χωρίς να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Στην προχθεσινή σύνοδο κορυφής έγινε ένα ακόμα αποφασιστικό βήμα και όλα δείχνουν πως σε μερικές ημέρες, στη σύνοδο της Ρώμης, η ΕΕ θα αλλάξει οριστικά. Η εξαίρεση των διαφορετικών ταχυτήτων θα καταστεί κανόνας.

Μέχρι πρότινος, το κυρίαρχο δόγμα ήταν ότι το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα βαδίζει μόνο προς τα εμπρός και στο επίπεδο της διεύρυνσης και στο επίπεδο της εμβάθυνσης. Το Brexit διέψευσε το πρώτο και οι πολλές ταχύτητες το δεύτερο. Τυπικά, όποιο κράτος-μέλος θέλει και μπορεί θα συμμετέχει σε περαιτέρω βήματα ενοποίησης. Οι πρώτοι τομείς στους οποίους αναμένεται να γίνουν τέτοια βήματα είναι η άμυνα και η ασφάλεια, τα δημόσια οικονομικά και ίσως το μεταναστευτικό. Στην πραγματικότητα, όμως, στο όνομα της ευελιξίας-χαλαρότητας θεσμοθετείται η ανισότητα:
Πρώτον, ο υπό την ηγεσία της Γερμανίας ευρωπαϊκός πυρήνας θα δημιουργεί τετελεσμένα σύμφωνα με τα συμφέροντά του. Τα μικρότερα κράτη-μέλη της περιφέρειας θα πρέπει ή να τα αποδέχονται ή να περιθωριοποιούνται. Με άλλα λόγια, στο όνομα της αρχής “άμα θέλεις και μπορείς ακολούθησε”, οι “μικροί” θα χάσουν το θεσμικό όπλο του βέτο και κατ’ επέκτασιν την όποια δυνατότητα παρέμβασης και επιρροής τους έχει απομείνει.
Δεύτερον, ο υπό την ηγεσία της Γερμανίας ευρωπαϊκός πυρήνας θα αποδεσμευθεί με μικρά πηδηματάκια από τις όποιες θεσμικές υποχρεώσεις στήριξης των μικρότερων και των πιο αδύναμων κρατών-μελών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα χαθεί και ό,τι έχει απομείνει από την περιβόητη κοινοτική αλληλεγγύη.

Από την περαιτέρω μετάλλαξη της ΕΕ, η Ελλάδα έχει να χάσει περισσότερα από τα υπόλοιπα μικρομεσαία κράτη-μέλη. Όχι μόνο λόγω του εγκλωβισμού της στη μνημονιακή παγίδα αργού θανάτου. Επίσης λόγω και του προβλήματος εθνικής ασφαλείας που αντιμετωπίζει λόγω της όξυνσης του τουρκικού επεκτατισμού. Ο Τσίπρας, όμως, βρήκε ενδιαφέρουσα υπό όρους την απόφαση των Βερσαλλιών! Επέλεξε μάλλον να πάει με τα νερά των ισχυρών μήπως και τον διευκολύνουν στο μέτωπο της αξιολόγησης.
Γενικότερα, η υποχώρηση σε βαθμό εξαφάνισης του κοινοτικού πνεύματος, η επικράτηση της αλακάρτ συμμετοχής στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και ο εκφυλισμός της κοινοτικής αλληλεγγύης σε κέλυφος δεν πρόκειται να αμβλύνουν την υπαρξιακή κρίση της ΕΕ. Αντιθέτως, αναμένεται να οξύνουν τις εσωτερικές αντιθέσεις και να τροφοδοτήσουν την ήδη ισχυρή τάση παλινδρόμησης και περιχαράκωσης των ευρωπαϊκών λαών στα εθνικά κράτη.

Εάν δεν προκύψει κάποιο γεγονός-τομή, όπως π.χ. η εκλογή της Λεπέν, το πιθανότερο είναι ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα εισέλθει για τα καλά σε μία περίοδο αργόσυρτης αποδόμησης. Το ενδεχόμενο άμεσης διάλυσης δεν αποκλείεται, αλλά τα επενδεδυμένα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα για να επιτρέψει το ευρωιερατείο μία τέτοια εξέλιξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου