Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Επαμεινώνδας - Βικιπαίδεια

Περίοδος εξουσίας
371 π.Χ. – 369 π.Χ.
367 π.Χ. – 362 π.Χ.
Εθνικότητα Έλληνας
Γέννηση 418 π.Χ., Θήβα
Θάνατος 4 Ιουλίου 362 π.Χ. (56 ετών),
Μάχες Μάχη των Λεύκτρων - Μάχη της Μαντινείας

Ο Επαμεινώνδας (418 π.Χ. – 4 Ιουλίου 362 π.Χ.) ήταν Θηβαίος στρατηγός και πολιτικός του 4ου αιώνα π.Χ., ο οποίος απάλλαξε τη Θήβα από τη σπαρτιατική ηγεμονία και τη μετέτρεψε σε ισχυρή πόλη–κράτος με εξέχουσα θέση στην ελληνική πολιτική σκηνή. Νίκησε τους Σπαρτιάτες στη μάχη των Λεύκτρων και απελευθέρωσε τους Μεσσήνιους, οι οποίοι ήταν υποταγμένοι στη Σπάρτη για 230 χρόνια, μετά την ήττα τους στον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, ο οποίος έληξε το 600 π.Χ. Ο Επαμεινώνδας κατέλυσε τις ως τότε συμμαχίες και δημιούργησε νέες.

Ο Ρωμαίος ρήτορας Μάρκος Τύλλιος Κικέρων τον χαρακτήρισε ως «πρώτο άνδρα της Ελλάδας». Αλλά παρά το γεγονός ότι ο Επαμεινώνδας άλλαξε τον πολιτικό χάρτη της Ελλάδος, έπληξε καίρια τη στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης και ανύψωσε τη Θήβα σε ηγέτιδα δύναμη του ελληνικού χώρου, το έργο του δεν επιβίωσε του ιδίου. Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Φίλιππος Β΄ κατανίκησε τους Θηβαίους και τους συμμάχους τους στην μάχη της Χαιρωνείας και τρία χρόνια αργότερα ο Αλέξανδρος εκμηδένισε την δύναμη της Θήβας και ισοπέδωσε την πόλη. Παρ' όλα αυτά, ο Επαμεινώνδας παρουσιάζεται από τους σύγχρονούς του ως ιδεαλιστής και ελευθερωτής.

Η ζωή του Επαμεινώνδα δεν καταγράφεται σε μεγάλο βαθμό από τις αρχαίες πηγές όπως αυτές των συγχρόνων του. Η βιογραφία του Επαμεινώνδα από τον Πλούταρχο δεν σώζεται, ωστόσο, λαμβάνουμε πληροφορίες από τις βιογραφίες του Πελοπίδα και του Αγησίλαου Β' που ήσαν σύγχρονοι του Επαμεινώνδα. Ο Πλούταρχος θεωρείται δευτερογενής πηγή.
Βιογραφία του Επαμεινώνδα συνέγραψε επίσης ο Ρωμαίος συγγραφέας Κορνήλιος Νέπως. Περιλαμβάνεται στο έργο του "De Viris Illustribus"

Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας από το 411 μέχρι το 362 π.Χ. καταγράφεται από τον ιστορικό Ξενοφώντα, ο οποίος θεωρούσε το έργο του ως συνέχεια αυτού του Θουκυδίδη. Ο Ξενοφών, ο οποίος ήταν μέγας θαυμαστής της Σπάρτης και του βασιλιά της, Αγησίλαου, δεν καταγράφει την παρουσία του Επαμεινώνδα στη μάχη των Λεύκτρων. Αναφορά στον ρόλο του Επαμεινώνδα στις συγκρούσεις του 4ου αιώνα π.Χ. γίνεται και στην Ιστορική Βιβλιοθήκη του Διόδωρου Σικελιώτη. Ο Διόδωρος ήταν ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ., για αυτό και θεωρείται κι αυτός δευτερογενής πηγή
Ο Επαμεινώνδας ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Θήβας, αλλά ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει πως ο πατέρας του, Πολύμνις, δεν είχε κληρονομήσει την περιουσία που άρμοζε στην κοινωνική του τάξη. Δάσκαλος του Επαμεινώνδα ήταν ο τελευταίος γνωστός Πυθαγόρειος φιλόσοφος, ο Λύσις του Ταράντα. Ο Επαμεινώνδας ήταν άριστος μαθητής. Ο Νέπως αναφέρει επίσης πώς ο νεαρός Επαμεινώνδας προσπαθούσε επίμονα να βελτιώσει τη σωματική του κατάσταση και ειδικά την ευκινησία του, καθώς θεωρούσε πως αυτή ήταν το κύριο όπλο για τη νίκη σε ένα πόλεμο.
Ο Επαμεινώνδας άρχισε να υπηρετεί ως στρατιώτης μετά την ενηλικίωση του - ο Πλούταρχος αναφέρει ένα περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα σε μία μάχη στη Μαντίνεια και επηρέασε τον Επαμεινώνδα. Χωρίς να δηλώνεται ρητά, πιθανόν αυτή να ήταν η σπαρτιατική επίθεση στη Μαντίνεια το 385 π.Χ, την οποία περιέγραψε ο Ξενοφώντας - ο Πλούταρχος καταγράφει πώς ο Επαμεινώνδας συμμετείχε στη μάχη ως μέλος της θηβαϊκής μονάδας, η οποία βοηθούσε τους Σπαρτιάτες, για αυτό και η μάχη ταιριάζει με την περιγραφόμενη από τον Ξενοφώντα
Εκεί, στη Μαντίνεια, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή του Επαμεινώνδα. Στη μάχη έσωσε τη ζωή του Πελοπίδα
Ο Πελοπίδας, μετά από επτά χτυπήματα, έπεσε πάνω σ' ένα πλήθος από δικούς του και εχθρούς - αλλά ο Επαμεινώνδας, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, στάθηκε μπροστά για να υπερασπιστεί το σώμα και τα όπλα του, μόνος εναντίον πολλών, προτιμώντας να πεθάνει παρά να αφήσει τον Πελοπίδα να βρίσκεται πεσμένος εκεί. Και τώρα, ο Επαμεινώνδας βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, καθώς είχε δεχθεί χτύπημα από δόρυ στο στήθος και από ξίφος στον βραχίονα. Κατά καλή του τύχη, ο Αγησίπολις, βασιλιάς των Σπαρτιατών, έσπευσε σε βοήθεια και έσωσε και τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα.
Ο Πλούταρχος θεωρεί πως αυτό το περιστατικό έκανε τη φιλία τους πιο δυνατή, καθώς ο Πελοπίδας θα ήταν βοηθός του Επαμεινώνδα για τα επόμενα 20 χρόνια.

Πρώιμη ιστορία
Ο Επαμεινώνδας έζησε σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ, η Σπάρτη τήρησε επιθετική πολιτική απέναντι στην υπόλοιπη Ελλάδα και αποξενώθηκε από πολλούς συμμάχους της. Η Θήβα, εν τω μεταξύ, αύξησε τη δύναμη της κατά τη διάρκεια του πολέμου και θέλησε να πάρει υπό κατοχή της τις πόλεις της Βοιωτίας. Αυτή η πολιτική, οδήγησε σε σύγκρουση μεταξύ της Θήβας και της Σπάρτης. Το 395 π.Χ, η Θήβα, μαζί με την Αθήνα, την Κόρινθο και το Άργος, άρχισε πόλεμο με τη Σπάρτη, γνωστό ως Κορινθιακό Πόλεμο. Ο πόλεμος διήρκεσε 8 χρόνια και η Θήβα αναγκάστηκε να συνάψει ξανά συμμαχία με τη Σπάρτη.

Το 382 π.Χ, ωστόσο, ο Σπαρτιάτης διοικητής Φοιβίδας διέπραξε κάτι που θα έκανε οριστικά τη Θήβα εχθρό της Σπάρτης. Αφού διέσχισε κατά τη διάρκεια εκστρατείας τη Βοιωτία, εκμεταλλεύτηκε εμφύλια διαμάχη στη Θήβα και μπήκε στην πόλη με τον στρατό του. Εκεί, κατέλαβε την Καδμεία (ακρόπολη της Θήβας) και έδιωξε το αντισπαρτιατικό κόμμα από την πόλη. Στον Επαμεινώνδα, παρόλο που ανήκε στην παράταξη αυτή, επιτράπηκε να μείνει στην πόλη. Οι Σπαρτιάτες διόρισαν φιλική σ' αυτούς κυβέρνηση στη Θήβα και εγκατέστησαν φρουρά στην Καδμεία για να ελέγχουν τους Θηβαίους.

378 π.Χ - Θηβαϊκή εξέγερση
ν τη σπαρτιατική κατοχή, οι εξόριστοι Θηβαίοι συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και με παρότρυνση του Πελοπίδα, ετοιμάστηκαν να ελευθερώσουν την πόλη τους. Εν τω μεταξύ, στη Θήβα, ο Επαμεινώνδας ετοίμαζε τους νεαρούς Θηβαίους για να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες. Τον χειμώνα του 379 π.Χ, μια μικρή ομάδα από εξόριστους, με αρχηγό τον Πελοπίδα, διείσδυσε στην πόλη. Σχετική πληροφορία έφτασε στους κυβερνήτες της Θήβας κατά την διάρκεια ενός συμποσίου που οργάνωσαν, αλλά ο αρχηγός τους, Αρχίας, προκειμένου να μη χάσει τη διασκέδαση είπε το περίφημο «εις αύριον τα σπουδαία». Οι συνωμότες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, μπήκαν στην αίθουσα του συμποσίου, σκότωσαν τους αρχηγούς της φιλολακωνικής κυβέρνησης και βοηθούμενοι από τον Επαμεινώνδα και τον Γοργίδα, ο οποίος διοικούσε μια ομάδα νεαρών, και από ένα σώμα Αθηναίων οπλίτων, περικύκλωσαν μετά τους Σπαρτιάτες στην Καδμεία. Την επόμενη μέρα, ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίδας έφεραν τον Πελοπίδα και τους άνδρες του στη συνέλευση και προέτρεψαν τους Θηβαίους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Η Καδμεία περικυκλώθηκε και οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν επίθεση γιατί ο Πελοπίδας είχε καταλάβει πως έπρεπε να νικήσει τους Σπαρτιάτες πριν να φθάσουν δυνάμεις από τη Σπάρτη. Η σπαρτιατική φρουρά παραδόθηκε με τον όρο να φύγει ασφαλής.

Ο Πλούταρχος καταγράφει για την εξέγερση στη Θήβα:

[την πράξη αυτή] ενδοξότερη την έκανε η μεταβολή των πραγμάτων. Γιατί ο πόλεμος που κατέλυσε την κυριαρχία της Σπάρτης σε γη και θάλασσα άρχισε από εκείνη τη νύχτα που ο Πελοπίδας δεν κατέλαβε φρούριο, τείχος ή ακρόπολη, αλλά μπήκε σ' ένα σπίτι με ένδεκα άλλους ...και έλυσε κι έκοψε τα δεσμά της ηγεμονίας των Λακεδαιμονίων που άλυτα και αδιάρρηκτα θεωρούνταν.

378-371 π.Χ. Επακόλουθα
Όταν το νέο για την εξέγερση στη Θήβα έφθασε στη Σπάρτη, μια στρατιά με αρχηγό τον βασιλιά Κλεόμβροτο Α' στάλθηκε για να ανακαταλάβει την πόλη, αλλά επέστρεψε χωρίς να εμπλακεί σε μάχη με τους Θηβαίους. Ύστερα μια άλλη στρατιά με αρχηγό τον Αγησίλαο Β' στάλθηκε εναντίον της Θήβας. Ωστόσο, οι Θηβαίοι απέφυγαν την σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες, αντιθέτως έστησαν τάφρο και φράγμα πασσάλων έξω από την πόλη για να τους σταματήσουν. Οι Σπαρτιάτες κατέστρεψαν την ύπαιθρο αλλά υποχώρησαν, αφήνοντας τους Θηβαίους ανεξάρτητους. Αυτή η νίκη ενθάρρυνε τους Θηβαίους, οι οποίοι επιτέθηκαν στους γείτονες τους. Σύντομα οι Θηβαίοι μπόρεσαν να επανιδρύσουν την παλιά βοιωτική ομοσπονδία (Κοινό των Βοιωτών) σε νέα δημοκρατική μορφή. Οι πόλεις της Βοιωτίας ενώθηκαν σε συνομοσπονδία με αρχηγούς επτά στρατηγούς (Βοιωτάρχες), έναν από κάθε περιοχή της Βοιωτίας.

Προσπαθώντας να καταβάλουν τους Θηβαίους, οι Σπαρτιάτες επιτέθηκαν τρεις φορές στη Βοιωτία κατά τη διάρκεια των προσεχών χρόνων. Στην πρώτη προσπάθεια, οι Θηβαίοι απέφυγαν να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους Σπαρτιάτες, αλλά από αυτή την επαφή με τον αντίπαλο έμαθαν πολλά σχετικά με την πολεμική τέχνη. Παρά το γεγονός ότι η Σπάρτη παρέμενε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας, οι Βοιωτοί έδειξαν πώς και αυτοί έχουν μεγάλη δύναμη. Την ίδια στιγμή, ο Πελοπίδας, ένας ένας υποστηρικτής της αντισπαρτιατικής πολιτικής, έγινε ένας από τους πολιτικούς αρχηγούς της Θήβας.

Ο ρόλος του Επαμεινώνδα μέχρι το 371 π.Χ είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Βέβαια, είχε βοηθήσει τον θηβαϊκό στρατό να υπερασπιστεί τη Βοιωτία το 370 π.Χ και τον επόμενο χρόνο έγινε Βοιωτάρχης. Είναι βέβαιο, δεδομένης της φιλίας τους, πως ο Πελοπίδας και ο Επαμεινώνδας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική της Θήβας τα έτη 378-371 π.Χ.

Σύνοδος ειρήνης του 371 π.Χ
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη θηβαϊκή εξέγερση έγιναν σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ Θήβας και Σπάρτης, με τη συμμετοχή της Αθήνας. Έγινε μια προσπάθεια για συμφωνία ειρήνης το 375 π.Χ, αλλά απέτυχε καθώς η Αθήνα και η Σπάρτη άρχισαν να συγκρούονται το 373 π.Χ. Το 371, η Αθήνα και η Σπάρτη συνέχιζαν τις συγκρούσεις και στη Σπάρτη έλαβε χώρα ένα συνέδριο απεσταλμένων από τις διάφορες ελληνικές πόλεις σε μια απόπειρα για σύναψη ειρήνης.

Ο Επαμεινώνδας ως Βοιωτάρχης το 371 π.Χ εκπροσώπησε τη Βοιωτία στη σύνοδο ειρήνης. Στη σύνοδο συμφωνήθηκαν οι όροι της ειρήνης και οι Θηβαίοι τους δέχθηκαν. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ο Επαμεινώνδας προκάλεσε ολοσχερή ρήξη με τη Σπάρτη, καθώς επέμεινε να υπογράψει όχι μόνο ως εκπρόσωπος της Θήβας αλλά και όλης της Βοιωτίας. Ο Αγησίλαος αρνήθηκε, καθώς θεωρούσε πώς όλες οι πόλεις της Βοιωτίας έπρεπε να είναι ανεξάρτητες. Ο Επαμεινώνδας αντέτεινε ότι εν τοιαύτη περιπτώσει το ίδιο έπρεπε να ισχύσει και για τις πόλεις της Λακωνίας, οπότε ο Αγησίλαος διέγραψε τους Θηβαίους από το έγγραφο της συνθήκης. Ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στη Θήβα και οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για πόλεμο.

Μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ τακτική του Επαμεινώνδα
Αμέσως μετά την αποτυχία του συνεδρίου, διατάχθηκε ο Κλεόμβροτος, ο οποίος βρισκόταν με ένα στράτευμα στην Φωκίδα, να βαδίσει κατά της Βοιωτίας. Ο Κλεόμβροτος απέφυγε τις ορεινές περιοχές, όπου οι Βοιωτοί του έστησαν ενέδρα και κατέλαβε ένα οχυρό καθώς και 10 ή 12 τριήρεις. Βαδίζοντας στη Θήβα, σταμάτησε στα Λεύκτρα, περιοχή των Θεσπιών. Εκεί, ο στρατός των Βοιωτών έφθασε για να τον αντιμετωπίσει. Οι Σπαρτιάτες είχαν δύναμη 10.000 οπλιτών, συμπεριλαμβανομένων 700 ομοίων. Οι Βοιωτοί είχαν στη δύναμη τους 6.000 οπλίτες, αλλά είχαν καλύτερο ιππικό απ' αυτό των Πελοποννησίων.

Ο Επαμεινώνδας ανέλαβε την αρχηγία του βοιωτικού στρατού, ενώ ο Πελοπίδας είχε τη διοίκηση του Ιερού Λόχου. Πριν τη μάχη, υπήρξαν διαφωνίες αν έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες ή όχι. Ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας αποφάσισαν να δεχθούν τη μάχη. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε τακτική άγνωστη για τα τότε δεδομένα του πολέμου στην Ελλάδα.

Ο σχηματισμός της φάλαγγας που χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες εκείνη την εποχή είχε μια σαφή τάση να κλίνει δεξιά «επειδή ο φόβος έκανε κάθε άνδρα να προστατεύει την ακάλυπτη πλευρά του [την δεξιά που δεν καλυπτόταν από την ασπίδα του] με την ασπίδα του συντρόφου στα δεξιά». Παραδοσιακά λοιπόν, οι στρατοί έβαζαν τους καλύτερους στρατιώτες τους στα δεξιά για να εξουδετερώνουν αυτή την τάση. Η σπαρτιατική φάλαγγα παρέταξε τους καλύτερους Σπαρτιάτες στα δεξιά και τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους στα αριστερά. Για να αντιμετωπίσει την αριθμητική υπεροχή των Σπαρτιατών, ο Επαμεινώνδας εφήρμοσε δύο τακτικές καινοτομίες. Πρώτον, διέταξε το πιο αξιομαχο τμήμα του στρατού του σε βάθος πενήντα σειρών (το σύνηθες ήταν 8-12 σειρές) απέναντι από τον Κλεόμβροτο και τους Ομοίους, ενώ ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο τοποθετήθηκε στην αριστερή πτέρυγα. Δεύτερον, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα μπορούσε πλέον να έχει εύρος της φάλαγγάς του ίσο με αυτό των Πελοποννησίων, έταξε τα ασθενέστερα τμήματα στα δεξιά με την εντολή να οπισθοχωρούν με τάξη κατά τη διάρκεια της επίθεσης των αντιπάλων. Αυτή η τακτική είχε χρησιμοποιηθεί στη μάχη του Δηλίου από τον Θηβαίο στρατηγό Παγώνδα με βάθος φάλαγγος 25 σειρών. Ωστόσο, η αλλαγή θέσης των επίλεκτων τμημάτων και η λοξή γραμμή επίθεσης αποτελούσαν καινοτομίες του Επαμεινώνδα. Πρόκειται για την περίφημη Λοξή Φάλαγγα. Ωστόσο, η πλάγια θέση των στρατιωτών αποτελούσε, τότε, καινοτομία.

Η μάχη στα Λεύκτρα άρχισε με ιππομαχία, κατά την οποία οι Θηβαίοι επικράτησαν των Σπαρτιατών και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν. Τότε η σύγκρουση γενικεύτηκε και η αριστερή πτέρυγα των Θηβαίων επιτέθηκε ενώ η δεξιά υποχώρησε. Μετά από σκληρή μάχη, οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν και ο Κλεόμβροτος σκοτώθηκε. Οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι, βλέποντας τη φυγή των Σπαρτιατών, διέλυσαν τις γραμμές τους και όλος ο στρατός υποχώρησε με αταξία. Στη μάχη σκοτώθηκαν 1.000 Πελοποννήσιοι, εκ των οποίων 400 Σπαρτιάτες (όμοιοι), ενώ οι Βοιωτοί έχασαν μόνο 300 άνδρες. Αυτή η ήττα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τη στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης. Μετά τη μάχη, οι Σπαρτιάτες και οι Πελοποννήσιοι ζήτησαν να περισυλλέξουν τους νεκρούς τους. Ο Επαμεινώνδας όρισε να προηγηθούν οι Πελοποννήσιοι, ούτως ώστε οι παραμένοντες νεκροί των Σπαρτιατών να καταδείξουν το μέγεθος της θηβαϊκής νίκης.

Η νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα κλόνισε τη Σπαρτιατική ηγεμονία στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι ο αριθμός των Σπαρτιατών ήταν πάντοτε μικρός, η Σπάρτη βασιζόταν στους συμμάχους της προκειμένου να συγκροτεί επαρκή στρατεύματα. Τώρα, μετά την ήττα στα Λεύκτρα, οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι ήταν λιγότερο πρόθυμοι να υποκύπτουν στις απαιτήσεις των Σπαρτιατών. Επί πλέον, με τις απώλειες που είχαν οι Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα και σε άλλες μάχες, δεν είχαν πια την δυνατότητα να επιβάλουν εκ νέου την ηγεμονία τους στους πρώην συμμάχους τους.

Θηβαϊκή ηγεμονία
Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, οι Θηβαίοι επωφελήθηκαν από τη νίκη τους για να πάρουν εκδίκηση από τη Σπάρτη και ζήτησαν από τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και να πράξουν το ίδιο. Ωστόσο, οι σύμμαχοι της Θήβας, με αρχηγό τον Ιάσωνα των Φερών, τους απέτρεψαν. Ο Επαμεινώνδας, όμως, αποφάσισε να εδραιώσει τη βοιωτική συνομοσπονδία, αναγκάζοντας την πόλη του Ορχομενού (μέχρι τότε ο Ορχομενός ήταν σύμμαχος της Σπάρτης) να γίνει μέλος της συνομοσπονδίας.

Τον επόμενο χρόνο οι Θηβαίοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. Δεν είναι γνωστό πότε οι Θηβαίοι άρχισαν να σκέφτονται για την καταστροφή της σπαρτιατικής ηγεμονίας και για την εγκαθίδρυση της δικής τους, αλλά είναι σαφές ότι τελικά αυτός ήταν ο σκοπός τους. Ο Χανς Μπέκ υποστηρίζει πως, αντίθετα με τη Σπάρτη στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και την Αθήνα στη Δηλιακή Συμμαχία, η Θήβα δεν προσπάθησε να δημιουργήσει μια δική της αυτοκρατορία ούτε προσπάθησε να δεσμεύσει τους συμμάχους της σε ένα μόνιμο και αδιάσπαστο οργανισμό. Μετά τη νίκη στα Λεύκτρα, η Θήβα επικεντρώθηκε σε διπλωματικές σχέσεις με την Κεντρική Ελλάδα, παρά με την επέκταση της ηγεμονίας της. Στα τέλη του 370, η Θήβα είχε πολλούς συμμάχους στην Κεντρική Ελλάδα, κάτι που δεν είχε πριν τη μάχη των Λεύκτρων.

Πρώτη εισβολή στην Πελοπόννησο (370 π.Χ)
Αμέσως μετά τη μάχη των Λεύκτρων, οι Θηβαίοι έστειλαν κήρυκα στην Αθήνα για να μεταφέρουν το νέο της νίκης των Θηβαίων στα Λεύκτρα. Η είδηση έγινε δεκτή με παγερή σιωπή, αλλά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επωφεληθούν κι αυτοί από την δύσκολη θέση της Σπάρτης. Συγκάλεσαν συνέδριο στην Αθήνα κατά το οποίο οι όροι της ειρήνης που είχαν προταθεί το 371 επικυρώθηκαν από όλες τις πόλεις (πλην της Ήλιδος). Αξιοποιώντας το γεγονός, οι κάτοικοι της Μαντινείας αποφάσισαν να ενώσουν τους οικισμούς τους σε μια ενιαία οχυρωμένη πόλη, κάτι που δεν άρεσε στον Αγησίλαο. Επιπλέον, η Τεγέα, υποστηριζόμενη από τη Μαντίνεια, αποφάσισε να ιδρύσει μια αρκαδική συμμαχία, γεγονός που οδήγησε σε κήρυξη πολέμου της Σπάρτης κατά της Μαντινείας. Οι περισσότερες αρκαδικές πόλεις συσπειρώθηκαν για να αντισταθούν στους Σπαρτιάτες και ζήτησαν τη βοήθεια της Θήβας. Ο θηβαϊκός στρατός έφθασε στα τέλη του 370 π.Χ, με αρχηγούς τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα. Στην Αρκαδία ενώθηκαν με τους Θηβαίους ένοπλα τμήματα πολλών από τους πρώην συμμάχους της Σπάρτης, αυξάνοντας έτσι την συνολική δύναμη σε 50-70 χιλιάδες άνδρες. Στην Αρκαδία, ο Επαμεινώνδας ενθάρρυνε τους Αρκάδες να σχηματίσουν την σχεδιαζόμενη συμπολιτεία τους και να χτίσουν μια νέα πόλη, τη Μεγαλόπολη.


Η Μεσσηνία την κλασσική περίοδο
Ο Επαμεινώνδας, υποστηριζόμενος από τον Πελοπίδα και τους Αρκάδες, έπεισε τους υπόλοιπους Βοιωτάρχες να εισβάλουν στην ίδια τη Λακωνία. Αφού κινήθηκαν νότια, διέσχισαν τον ποταμό Ευρώτα, το σύνορο της Σπάρτης, όπου ποτέ δεν είχε εμφανιστεί εχθρός. Οι Σπαρτιάτες, αποφεύγοντας την σύγκρουση με τόσο πολυάριθμο στρατό περιορίστηκαν σε αμυντική στάση, ενώ οι Θηβαίοι δεν προσπάθησαν να καταλάβουν την πόλη. Οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους κατέστρεψαν τη Λακωνία, φθάνοντας μέχρι το Γύθειο και απελευθέρωσαν κάποιες πόλεις από τη σπαρτιατική κατοχή. Ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στην Αρκαδία, πριν να κινηθεί και πάλι νότια, αυτή τη φορά στη Μεσσηνία, μια περιοχή την οποία οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν 200 χρόνια πριν. Ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους είλωτες της Μεσσηνίας και ξανάχτισε την αρχαία πόλη της Μεσσήνης στο όρος Ιθώμη. Η απώλεια της Μεσσηνίας αποδείχθηκε καταστροφική για τους Σπαρτιάτες, δεδομένου ότι αποτελούσε το ένα τρίτο της επικράτειας της Σπάρτης και ζούσαν εκεί οι μισοί είλωτες.

Η εκστρατεία του Επαμεινώνδα τα έτη 370/369 περιγράφονται ως «μεγάλη στρατηγική έμμεσης προσέγγισης», η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των οικονομικών πόρων της σπαρτιατικής στρατιωτικής υπεροχής Μέσα σε λίγους μήνες ο Επαμεινώνδας δημιούργησε δύο εχθρικά προς την Σπάρτη κράτη, κλόνισε τα θεμέλια της οικονομίας της και κατέστρεψε το γόητρό της. Ύστερα οδήγησε πίσω στην Θήβα τον νικηφόρο στρατό του.

Δίκη
Για να πετύχει τους στόχους του στην Πελοπόννησο, ο Επαμεινώνδας έπεισε τους υπόλοιπους Βοιωτάρχες να παραμείνουν στη θέση τους για αρκετούς μήνες μετά το τέλος της θητείας τους. Όταν επέστρεψε στη Θήβα, δεν έγινε δεκτός ως ήρωας, αλλά κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς αντιπάλους του. Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Νέπωτα, ο Επαμεινώνδας ζήτησε, σε περίπτωση καταδίκης του σε θάνατο, η επιγραφή για την ετυμηγορία να ήταν η εξής:

Ο Επαμεινώνδας καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Θηβαίους επειδή τους υποχρέωσε να ανατρέψουν στα Λεύκτρα τους Λακεδαιμόνιους, τους οποίους, πριν γίνει ο ίδιος στρατηγός, κανείς από τους Βοιωτούς δεν τόλμησε ν’ αντικρύσει στο πεδίο της μάχης… επειδή έσωσε τη Θήβα από την καταστροφή και εξασφάλισε την ελευθερία όλης της Ελλάδας.

Το δικαστήριο ξέσπασε σε γέλια, οι κατηγορίες κατέπεσαν και ο Επαμεινώνδας επανεξελέγη Βοιωτάρχης για τον επόμενο χρόνο.

Δεύτερη εισβολή στην Πελοπόννησο (369 π.Χ)
Το 369 π.Χ, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Αρκάδες, πρόθυμοι να συνεχίσουν τον πόλεμο με τη Σπάρτη, ξανακάλεσαν τη Θήβα για να τους βοηθήσει. Ο Επαμεινώνδας άρχισε νέα εκστρατεία. Φθάνοντας στον Ισθμό της Κορίνθου διαπίστωσε ότι είχε ισχυρή φρουρά Σπαρτιατών και Αθηναίων. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί στο πιο αδύνατο σημείο, όπου βρίσκονταν οι Λακεδαιμόνιοι. Εκβίασε την δίοδο ανάμεσά τους και ενώθηκε με τους Πελοποννήσιους συμμάχους του. Ο Διόδωρος τονίζει πώς αυτό «ήταν «κατόρθωμα καθόλου κατώτερο από τους προηγούμενους μεγάλους του άθλους».

Ωστόσο, η εκστρατεία δεν είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα: η Σικυώνα και η Πελλήνη έγιναν σύμμαχοι της Θήβας, η ύπαιθρος της Τροιζήνας και της Επίδαυρου καταστράφηκαν, αλλά οι πόλεις δεν καταλήφθηκαν. Οι Θηβαίοι απέτυχαν να καταλάβουν την Κόρινθο και όταν ο Διονύσιος των Συρακουσών έστειλε βοήθεια στη Σπάρτη, οι Θηβαίοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

Όταν ο Επαμεινώνδας επέστρεψε στη Θήβα, κατηγορήθηκε και πάλι από τους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από το αξίωμα του Βοιωτάρχη για το 368. Αυτή είναι η μοναδική φορά από τη μάχη των Λεύκτρων μέχρι τον θάνατο του, που ο Επαμεινώνδας δεν υπηρέτησε ως Βοιωτάρχης. Το 368, ο θηβαϊκός στρατός βάδισε στη Θεσσαλία για να απελευθερώσει τον Πελοπίδα και τον Ισμηνία, τους οποίους είχε φυλακίσει ο τύραννος των Φερών, Αλέξανδρος. Ο θηβαϊκός στρατός δεν κατάφερε να νικήσει τον στρατό του Αλεξάνδρου και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Στις αρχές του 367 π.Χ, ο Επαμεινώνδας οδήγησε ένα νέο θηβαϊκό σώμα για να απελευθερώσει τον Πελοπίδα και τον Ισμηνία, κάτι που κατάφερε να κάνει χωρίς μάχη.

Τρίτη εισβολή στην Πελοπόννησο (367 π.Χ)
Την άνοιξη του 367 π.Χ, ο Επαμεινώνδας εισέβαλε ξανά στην Πελοπόννησο. Αυτή τη φορά ζήτησε από τους Αργείους να καταλάβουν μέρος του Ισθμού ώστε να περάσει ανεμπόδιστος. Τώρα βάδισε προς την Αχαΐα, ώστε να εξασφαλίσει την αφοσίωσή της στη Θήβα. Το γεγονός ότι ο Επαμεινώνδας επιζήτησε τη συμμαχία των αχαϊκών ολιγαρχιών προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Αρκάδων και των πολιτικών αντιπάλων του και στη συνέχεια οι δημοκρατίες παλινορθώθηκαν και οι ολιγαρχικοί εξορίστηκαν. Τα νέα δημοκρατικά κράτη δεν έζησαν πολύ καιρό, γιατί οι φιλολάκωνες αριστοκράτες ανακατέλαβαν τις πόλεις και επανέφεραν την ολιγαρχία. Όπως ήταν αναμενόμενο οι ολιγαρχικές κυβερνήσεις πήραν το μέρος της Σπάρτης και έγιναν εχθροί της Θήβας.

Η θηβαϊκή ηγεμονία το 362 π.Χ
Το 366/365 π.Χ έγινε προσπάθεια για κοινή ειρήνη με τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Β' διαιτητή και εγγυητή. Η Θήβα οργάνωσε συνέδριο για να συζητηθούν οι όροι της ειρήνης, αλλά το συνέδριο απέτυχε: υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ της Θήβας και άλλων πόλεων, η ειρήνη δεν έγινε πλήρως αποδεκτή και οι συγκρούσεις σύντομα ξανάρχισαν.

Καθ' όλη τη δεκαετία μετά τη μάχη των Λεύκτρων, πολλοί από τους πρώην συμμάχους της Θήβας έγιναν σύμμαχοι της Σπάρτης ή άλλων εχθρικών κρατών. Στα μέσα αυτής της δεκαετίας ακόμη και οι Αρκάδες (τους οποίους ο Επαμεινώνδας βοήθησε το 369 π.Χ) είχαν στραφεί εναντίον της Θήβας. Παρ' όλα αυτά, ο Επαμεινώνδας κατάφερε με διπλωματικές ενέργειες να διαλύσει την Πελοποννησιακή Συμμαχία: το 365 π.Χ, η Κόρινθος, η Επίδαυρος και ο Φλειούς υπέγραψαν ειρήνη με τη Θήβα και το Άργος, και η Μεσσηνία παρέμεινε ανεξάρτητη και σταθερά πιστή στην Θήβα.

Οι στρατοί της Βοιωτίας είχαν εκστρατεύσει σ' όλη την Ελλάδα και απέκτησαν πολλούς εχθρούς. Ο δήμος της Θήβας ζήτησε από τον Επαμεινώνδα να επιβληθεί στην Ρόδο, τη Χίο και το Βυζάντιο. Ο στόλος απέπλευσε τελικά το 364 π.Χ, αλλά μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πως ο Επαμεινώνδας δεν είχε σκοπό να αποσπάσει διαρκή οφέλη απ' αυτή την εκστρατεία. Το ίδιο έτος, ο Πελοπίδας σκοτώθηκε σε εκστρατεία κατά του Αλεξάνδρου των Φερών.

 Μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.)
Το 362 π.Χ, ο Επαμεινώνδας ξεκίνησε την τελική του εκστρατεία στην Πελοπόννησο. Κύριος στόχος της εκστρατείας αποτελούσε η υποταγή της Μαντινείας, η οποία αντιστεκόταν στη θηβαϊκή ηγεμονία στη γύρω περιοχή. Ο Επαμειώνδας μάζεψε στρατό από τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία και την Εύβοια. Δέχθηκε βοήθεια από την Τεγέα, το Άργος, τη Μεσσηνία καθώς και από κάποιους Αρκάδες. Η Μαντίνεια, από την άλλη πλευρά, έλαβε βοήθεια από τη Σπάρτη, την Αθήνα, την Αχαΐα, καθώς και από ένα μέρος της Αρκαδίας. Έτσι, όλοι σχεδόν οι Έλληνες αντιπαρατάχθηκαν σ’ αυτή την περίπτωση.

Ο Επαμεινώνδας έμαθε πως οι Σπαρτιάτες έστειλαν στρατό στη Μαντίνεια και πως η Σπάρτη ήταν απροστάτευτη. Γι' αυτό και αποφάσισε να επιτεθεί στη Σπάρτη βαδίζοντας νύχτα εναντίον της. Ωστόσο, ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αρχίδαμος, έμαθε το σχέδιο του Επαμεινώνδα από ένα πληροφοριοδότη, πιθανόν Κρητικό δρομέα, και έλαβε τα μέτρα του. Όταν έφθασε στη Σπάρτη ο Επαμεινώνδας την βρήκε προετοιμασμένη. Επιτέθηκε στην πόλη αλλά είχε ήδη καταλάβει ότι δεν την αιφνιδίασε. Επιπλέον, στρατεύματα των Λακεδαιμονίων και της Μαντινείας έφυγαν από τη Μαντίνεια με κατεύθυνση τη Σπάρτη και απέτρεψαν νέα επίθεση. Ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στη Μαντίνεια, αλλά το σχέδιο του απέτυχε καθώς συνάντησε αντίσταση από το αθηναϊκό ιππικό στα τείχη της πόλης. Συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε πια χρόνο στην διάθεσή του και πως αν δεν νικήσει τους εχθρούς της Τεγέας, η Θήβα θα χάσει την ηγεμονία της στην Πελοπόννησο, αποφάσισε να δώσει μια αποφασιστική μάχη.

Στη Μαντίνεια διεξήχθη η μεγαλύτερη μάχη οπλιτών στην ελληνική ιστορία. Ο Επαμεινώνδας είχε υπέρτερες δυνάμεις, 30.000 οπλίτες και 3.000 ιππείς, ενώ οι αντίπαλοι διέθεταν 20.000 οπλίτες και 2.000 ιππείς. Ο Ξενοφών αναφέρει πως, αφού αποφάσισε να πολεμήσει, ο Επαμεινώνδας διευθέτησε τον στρατό του σε τάξη μάχης και τότε βάδισε παράλληλα με τον στρατό της Μαντινείας, έτσι ώστε να φανεί πως ο στρατός του βαδίζει αλλού και πως δεν θα γίνει μάχη. Αφού έφτασε σε ένα σημείο στην πορεία του, ο θηβαϊκός στρατός απέθεσε τα όπλα, δίνοντας την εντύπωση ότι ετοιμαζόταν να στρατοπεδεύσει. Ο Ξενοφών θεωρεί πως αυτή η πράξη του Επαμεινώνδα προκάλεσε χαλάρωση στο στρατόπεδο των αντιπάλων κι όλη η φάλαγγα η οποία βάδιζε από τα δεξιά στα αριστερά, πέρασε το μέτωπο του στρατού της Μαντινείας και έκλινε δεξιά, αντιμέτωπη τώρα με τον εχθρό σε διάταξη μάχης. Ο Επαμεινώνδας, επικεφαλής της φάλαγγας (στην αριστερή πτέρυγα τώρα), μετέφερε κάποιες μονάδες πεζικού από τη δεξιά πτέρυγα στην αριστερή, ενδυναμώνοντάς την κατά το προηγούμενο της μάχης των Λεύκτρων. Στα άκρα τοποθέτησε ισχυρές δυνάμεις ιππικού ενισχυμένες από ελαφρύ πεζικό.

Ο Επαμεινώνδας έδωσε διαταγή στον στρατό του να επιτεθεί, προκαλώντας αναστάτωση στο στρατόπεδο της Μαντινείας. Η μάχη άρχισε όπως το σχεδίαζε ο Επαμεινώνδας. Το θηβαϊκό ιππικό, το οποίο βρισκόταν στα άκρα, ανάγκασε το αθηναϊκό ιππικό στη δεξιά πλευρά να υποχωρήσει, ενώ παράλληλα, το θηβαϊκό πεζικό προωθήθηκε. Ο Ξενοφών αναφέρει πως ο Επαμεινώνδας σκέφθηκε να οδηγήσει τον στρατό του σαν μια τριήρη, ελπίζοντας να καταστρέψει τον στρατό του αντιπάλου. Όπως και στα Λεύκτρα, η δεξιά πλευρά του στρατού διατάχθηκε να υποχωρεί και απέφευγε τις συγκρούσεις. Η μάχη των οπλιτών ήταν σκληρή, αλλά η αριστερή πτέρυγα του θηβαϊκού στρατού έσπασε το μέτωπο των Σπαρτιατών. Αλλά στην ακμή της μάχης ο Επαμεινώνδας τραυματίστηκε θανάσιμα από ένα Σπαρτιάτη και πέθανε μετά από λίγο.
Ο Ξενοφών, ο οποίος τελείωσε την ιστορία του με τη μάχη της Μαντινείας, κατέγραψε τα αποτελέσματα της μάχης ως εξής:
Είχαν συγκεντρωθεί και βρίσκονταν αντιμέτωποι στρατοί απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα κι έτσι κανείς δεν αμφέβαλλε ότι ο νικητής θα γινόταν κυρίαρχος κι ο ηττημένος υπήκοός του. Αλλά οι θεοί αποφάσισαν να στήσουν τρόπαια και τα δύο στρατόπεδα……Μετά τη μάχη η Ελλάδα γνώρισε μεγαλύτερη σύγχυση κι αναταραχή από πριν.

Ο θάνατος του Επαμεινώνδα
Ενώ πίεζε έντονα τον εχθρό, ο Επαμεινώνδας χτυπήθηκε από ένα δόρυ. Ο Κορνήλιος Νέπως θεωρεί πως οι Σπαρτιάτες προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν, με σκοπό να κάμψουν το ηθικό των Θηβαίων. Το δόρυ έσπασε, αλλά το σίδηρο του έμεινε στο σώμα του Επαμεινώνδα, ο οποίος έπεσε. Ακολούθησε σκληρή μάχη γύρω από το σώμα του Επαμεινώνδα, καθώς οι Θηβαίοι προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους Σπαρτιάτες να πάρουν το σώμα του. Όταν τον έφεραν στο στρατόπεδο, ο Επαμεινώνδας ήταν ακόμα ζωνταντός και ρώτησε ποιος ήταν ο νικητής. «Οι Βοιωτοί» του απάντησαν και τότε είπε «καιρός να πεθάνω». Ο Διόδωρος αναφέρει πως ένας φίλος του Επαμεινώνδα αναφώνησε «πεθαίνεις άκληρος, Επαμεινώνδα» αλλά εκείνος απάντησε «όχι, αφήνω δυο θυγατέρες, τα Λεύκτρα και τη Μαντίνεια, τις νίκες μου». Ο ίδιος ζήτησε να του βγάλουν το σίδηρο από το σώμα του και μόλις το έβγαλαν πέθανε αμέσως. Σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα, το σώμα του τάφηκε στο πεδίο της μάχης.

Ο χαρακτήρας του Επαμεινώνδα ήταν ανεπίληπτος στα μάτια των αρχαίων ιστορικών, οι οποίοι διηγήθηκαν τη ζωή του. Οι σύγχρονοι του τον επαινούσαν για την κοινή χρήση των αγαθών του με τους φίλους του και για το γεγονός ότι δεν δεχόταν δωροδοκίες. Ένας από τους τελευταίους κληρονόμους της πυθαγόρειας παράδοσης, προτιμούσε μια απλή και ασκητική ζωή, έστω και αν έγινε αρχηγός όλης της Ελλάδας. Ο Κορνήλιος Νέπως περιγράφει ένα περιστατικό, όπου ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε να λάβει δώρα από την Περσία, τα οποία του στάλθηκαν με ένα πρεσβευτή.

Ο Επαμεινώνδας δεν είχε ποτέ παντρευτεί και αυτό ήταν αιτία επικρίσεων εκ μέρους των συμπατριωτών του, οι οποίοι θεωρούσαν πως ήταν υποχρεωμένος να κάνει γιους σπουδαίους όπως αυτός. Σε απάντηση, ο Επαμεινώνδας έλεγε πως η νίκη του στη μάχη των Λεύκτρων ήταν μια κόρη που γεννήθηκε για να ζει αιώνια.

Ως στρατηγός
Οι σωζόμενες βιογραφίες του Επαμεινώνδα τον περιγράφουν παντού ως ένα από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες στρατηγούς. Ως και ο Ξενοφών, ο οποίος δεν αναφέρει την παρουσία του Επαμεινώνδα στα Λεύκτρα, έγραψε για τη μάχη της Μαντινείας: «Τώρα μπορώ να πώ πως αυτή η εκστρατεία δεν είχε τύχη. Αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχει κατόρθωμα σύνεσης και τόλμης που ο άνθρωπος αυτός άφησε απραγματοποίητο» Ο Διόδωρος έγραψε για τον Επαμεινώνδα:

Για μένα φαίνεται πως ο Επαμεινώνδας ξεπέρασε τους συγχρόνους του... στην τέχνη και στην εμπειρία του πολέμου. Η εποχή του Επαμεινώνδα είχε περίφημους άνδρες: τον Πελοπίδα τον Θηβαίο, τον Τιμόθεο και τον Κόνωνα, καθώς και τον Χαβριά και τον Ιφικράτη... τον Αγησίλαο της Σπάρτης, ο οποίος ανήκε σε λίγο παλαιότερη γενιά. Ακόμα νωρίτερα από αυτούς, την εποχή των Μήδων και των Περσών, ήταν ο Σόλων, ο Θεμιστοκλής, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων και ο Περικλής και άλλοι πολλοί. Αν συγκριθούν αυτοί με τον Επαμεινώνδα, ο Επαμεινώνδας θα αναδειχθεί ανώτερος.

Σε θέματα τακτικής, ο Επαμεινώνδας θεωρείται ο καλύτερος από όλους τους Έλληνες στρατηγούς (με επιφύλαξη ως προς τον Φίλιππο και Αλέξανδρο), αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν το στρατηγικό του όραμα. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Α. Γκάμπριελ, οι τακτικές του ήταν η αρχή του τέλους για την παραδοσιακή ελληνική πολεμική τακτική. Η τακτική του στα Λεύκτρα του επέτρεψε να νικήσει τη σπαρτιατική φάλαγγα, έστω και αν είχε λιγότερους στρατιώτες. Πολλές από τις τακτικές καινοτομίες του Επαμεινώνδα χρησιμοποιήθηκαν από τον Φίλιππο Β', ο οποίος στα νιάτα του βρισκόταν στη Θήβα ως όμηρος και πιθανολογείται να έμαθε τις τακτικές από τον ίδιο τον Επαμεινώνδα.

Κατά κάποιο τρόπο ο Επαμεινώνδας άλλαξε δραματικά την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της εξουσίας του. Πριν τον θάνατο του, η Σπάρτη είχε ταπεινωθεί, η Μεσσηνία ελευθερώθηκε και η Πελοπόννησος αναδιοργανώθηκε τελείως. Από άλλη άποψη, ωστόσο, άφησε πίσω μια Ελλάδα όχι και πολύ διαφορετική απ' αυτή που βρήκε, με τις βαθιές διαιρέσεις και την ακατάπαυστη εχθρότητα. Η Θήβα έγινε κυρίαρχη δύναμη της Ελλάδος, προτού υποταχθεί στη Μακεδονία.

Στη Μαντίνεια, η Θήβα αντιμετώπισε όλες τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Ελλάδας, αλλά η νίκη δεν της απέφερε λάφυρα. Μετά τον θάνατο του Επαμεινώνδα, η Θήβα επέστρεψε στην παραδοσιακή της αμυντική πολιτική, με την Αθήνα να ξαναπαίρνει ηγετική θέση στην Ελλάδα. Κανένα ελληνικό κράτος δεν υπέταξε στο εξής τη Βοιωτία, αλλά η θηβαϊκή ηγεμονία μειώθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τελικά, στη μάχη της Χαιρώνειας, η Θήβα και η Αθήνα ηττήθηκαν από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, ο οποίος έβαλε τέλος στη θηβαϊκή ανεξαρτησία. Τρία χρόνια αργότερα, όταν βασιλιάς έγινε ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Θηβαίοι εξεγέρθηκαν, αλλά ο Αλέξανδρος κατέστειλε την εξέγερση, κατέστρεψε την πόλη κι έσφαξε ή εξανδραπόδισε τους κατοίκους.

Ο Επαμεινώνδας, ως εκ τούτου, παρουσιάζεται ως ελευθερωτής και ως καταστροφέας. Θεωρείται από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ως ένας από τους μεγαλύτερους άνδρες στην ιστορία. Ο Κικέρωνας τον περιγράφει ως τον πρώτο άνδρα της Ελλάδας, ενώ ο Παυσανίας μας μεταφέρει το πάρακατω ποίημα από τον τάφο του Επαμεινώνδα:
Με την καθοδήγησή μου η Σπάρτη έχασε την δόξα της,
Και η ιερή Μεσσηνία δέχθηκε επιτέλους τα παιδιά της.
Με τα όπλα των Θηβών η Μεγαλόπολη περιτειχίστηκε,
Και όλη η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της και την ελευθερία της.

Τα κατορθώματα του Επαμεινώνδα ήταν βέβαια ευπρόσδεκτα από τους Μεσσήνιους και από άλλους, τους οποίους βοήθησε με τις εκστρατείες του κατά των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, ήταν το κέντρο της αντίστασης κατά τη διάρκεια των περσικών επιθέσεων τον 5ο αιώνα π.Χ, και η απουσία τους έγινε φανερή στη Χαιρώνεια. Οι ατελείωτες πολεμικές συγκρούσεις, στις οποίες ο Επαμεινώνδας έπαιξε καθοριστικό ρόλο εξασθένησαν τα κράτη-πόλεις της Ελλάδας μέχρι του σημείου να μην μπορούν να υπερασπιστούν την ακεραιότητά τους έναντι των βορείων γειτόνων τους. Ο Βίκτορ Ντέηβις Χάνσον θεωρεί πως ο Επαμεινώνδας ήθελε ενδεχομένως μια Ελλάδα ενωμένη, η οποία θα χωριζόταν σε περιφερειακές δημοκρατικές ομοσπονδίες, αλλά, έστω και αν αυτό είναι αλήθεια, κανένα τέτοιο σχέδιο δεν εφαρμόστηκε. Ο Σιμόν Χορνμπλάουερ υποστηρίζει πως η θηβαϊκή κληρονομιά του 4ου αιώνα και η Ελληνιστική Ελλάδα ήταν φεντεραλισμός, «ένα εναλλακτικό είδος ιμπεριαλισμού, ένας τρόπος για επίτευξη ενότητας χωρίς δύναμη».

Παρά τις ευγενικές του αρετές, ο Επαμεινώνδας δεν κατάφερε να ξεπεράσει το ελληνικό σύστημα των πόλεων-κρατών, με τις ενδημικές του αντιζηλίες και διαμάχες κι άφησε την Ελλάδα πιο ρημαγμένη και διαιρεμένη από πριν. Ο Χορνμπλάουερ θεωρεί πως είναι ένδειξη της πολιτικής αποτυχίας του Επαμεινώνδα, ακόμη και πριν τη μάχη της Μαντινείας, το γεγονός ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί του πολεμούσαν για να απαλλαγούν από τη σπαρτιατική ηγεμονία και όχι επειδή τους προσείλκυσε η Θήβα. Από την άλλη πλευρά, ο Κάβκελλ πιστεύει πως η αύξηση της δύναμης της Βοιωτίας και η λήξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας στην Πελοπόννησο είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει ποτέ ένας Βοιωτός.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου