Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Οι ευχρηστότερες λέξεις με προβληματική ορθογραφία.

Στον πίνακα που ακολουθεί περιέχονται οι πιο εύχρηστες λέξεις της Νεοελληνικής, οι οποίες δημιουργούν πολλές φορές αμφιβολία ή αβεβαιότητα ως προς την ορθογραφία τους. Το γεγονός αυτό, που είναι συχνό σε γλώσσες με ιστορική ορθογραφία, όπως η δική μας, οφείλεται σε διάφορους λόγους που έχουν σχέση με την ετυμολογία, την παρετυμολογία, την ομοηχία, την αναλογία κτλ. Στην πρώτη στήλη οι λέξεις ορθογραφούνται σύμφωνα με τα νεότερα πορίσματα και διδάγματα της Φιλολογίας και της Γλωσσολογίας, όπως αποτυπώνονται στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του καθηγητή Γ. Παπαναστασίου Νεοελληνική ορθογραφία. Στη δεύτερη στήλη δίνεται η παραδοσιακή ορθογραφία ή σε πολλές περιπτώσεις η ορθογραφία των λέξεων, όπως την έχουμε διδαχθεί στο σχολείο.

-Αβάς και όχι Αββάς. H λέξη αβάς είναι δάνεια λέξη από τα Αραμαϊκά. Ως χρονική αφετηρία για την απλούστερη γραφή των δανείων, λαμβάνεται η ελληνιστική εποχή, καθώς, όπως φαίνεται κατά την περίοδο αυτή και ιδίως από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. συντελέστηκαν οι περισσότερες φωνητικές αλλαγές που διαμόρφωσαν τη νέα ελληνική γλώσσα από την αρχαία. Όπως μάλιστα διαπιστώνεται από τις επιγραφικές και παπυρικές πηγές, οι φωνητικές αυτές αλλαγές δεν έγιναν την ίδια στιγμή σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί να επιλέξουμε ως συμβατικό χρονολογικό όριο για την εφαρμογή της απλούστερης γραφής των δανείων τους πρώτους αιώνες διαμόρφωσης της ελληνιστικής κοινής. Επομένως, οι δάνειες λέξεις, κυρίως από τη λατινική, αλλά και από άλλες γλώσσες που μαρτυρούνται στην ελληνιστική, στη ρωμαϊκή ή στη μεσαιωνική εποχή γράφονται με τον απλούστερο τρόπο. Ως εκ τούτου: αβάς < ελνστ. ἀββᾶς < αραμ. abbā =πατέρας -ς (ορθογρ. απλοπ.)

-αβγατίζω και όχι αυγατίζω. Αβγατίζω < [μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός `που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]

-αβγό και όχι αυγό. Η λέξη αβγό ανήκει στην κατηγορία των λέξεων οι οποίες κατά την εξέλιξή τους από την αρχαία ως τη νέα ελληνική, υπέστησαν φωνητικές αλλαγές οι οποίες δεν μπορούν να παρασταθούν με τον αρχαίο τρόπο γραφής. Με την απλούστερη άλλωστε γραφή, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται γίνεται προσπάθεια να αποκατασταθεί, στον βαθμό που το επιτρέπει η ιστορική αρχή, η αμφιμονοσήμαντη σχέση μεταξύ φωνημάτων και γραφημάτων.Για τον λόγο αυτό η εφαρμογή της απλούστερης γραφής που ακολουθείται είναι δικαιολογημένη από επιστημονική άποψη. Ως εκ τούτου αβγό < μσν. αβγόν < πληθ. τ΄ αβγά < [tawγa] με τροπή του ημιφώνου σε [v] πριν από ηχηρό σύμφωνο < *ταωγά με τροπή του [ο] σε ημίφωνο [u] για αποφυγή της χασμωδίας < αρχ. τά ᾠά με ανάπτυξη μεσοφονηεντικού [γ], πληθ. του ᾠόν. Η γραφή με [β] επιλέγεται ως η απλούστερη για να αποδώσει το φώνημα /v/, στο οποίο εξελίχθηκε το ημίφωνο [u].

-Αγιορείτης και όχι Αγιορίτης. Αγιορείτης μσν. Aγιορείτης, Aγιονορείτης < Άγι(ο) όρ(ος), Άγιον όρ(ος) -ίτης ορθογρ. κατά το ορεινός. Παρόμοια πηλιορείτικος.

-αλαζονεία και όχι αλαζονία. Αλαζονεία < αρχ. ἀλαζονεία < αλαζονεύομαι.

αλίμονο και όχι αλλοίμονο. Μσν. αλίμονον < αρχαία φράση ἀλλ΄ εἰ μόνον `αλλά αν μόνο (δε συνέβαινε)΄ με μετακίνηση του τόνου κατά τα σύνθετα.

-αλλήθωρος και όχι αλλοίθωρος. Αλλήθωρος < φράση άλλη θωριά.

-αμνηστία και όχι αμνηστεία. Αμνηστία < ελνστ. ἀμνηστία < άμνηστος < αμνηστεύω.

-αγοραπωλησία και όχι αγοροπωλησία. Αγοραπωλησία < αγορα+ πώληση με διατήρηση του ληκτικού φωνήεντος -α του α΄ συνθετικού.

-αθλητίατρος και όχι αθλίατρος. Αθλητίατρος < αθλητής + ιατρός.

-ακατονόμαστος και όχι ακατανόμαστος. Ακατατονόμαστος < α στερητικό + κατά + όνομα με αποβολή του ληκτικού φωνήεντος της πρόθεσης κατά.

-αλείφω και όχι αλοίφω. Αλείφω > αρχ. ἀλείφω.

-αλιτήριος και όχι αλητήριος. Αλιτήριος < λόγ. < αρχ. ἀλιτήριος. Ο αλιτήριος στα αρχαία ελληνικά σήμαινε ο αμαρτωλός (από το ρήμα αλιταίνω). Η λανθασμένη γραφή αλητήριος οφείλεται στη συσχέτιση με τη λέξη αλήτης, που έχει παρόμοια σημασία στα νέα ελληνικά (παλιάνθρωπος).Ο αλήτης στα αρχαία ελληνικά σήμαινε ο περιπλανώμενος (από το ρήμα αλάομαι / - ώμαι).

-αλλεργία και όχι αλεργία. Αλλεργία < λογ.,γερμ. Allergie < αρχ. ἄλλ(ος) + αρχ. ἔργ(ον) -ie = -ία. Η λέξη αλλεργία ανήκει στην κατηγορία των λόγιων δανείων από ξένες γλώσσες. Στα λόγια δάνεια της κατηγορίας αυτής, (δάνεια από αναγνώριση) κατά τη διαδικασία του δανεισμού από την ξένη λέξη, αναγνωρίστηκε η απώτερη ελληνική προέλευση των στοιχείων τους και αποδόθηκαν στη νέα ελληνική με βάση τη γραπτή μορφή που είχαν στην αρχαία.

-αμείβω και όχι αμοίβω. Αμείβω < λόγ. < αρχ. ἀμείβω `ανταλλάσσω, ξεπληρώνω.

-αναστήλωση και όχι αναστύλωση. Αναστήλωσω < ελνστ. ἀναστήλωσις) < ανά + στήλη.

-άνηθος και όχι άνιθος. Άνηθος < μεταπλ. του ουδ. άνηθο σε αρσ. με βάση την αιτ.· αρχ. ἄνηθον.

-άνθηση και όχι άνθιση. Άνθηση < ελνστ. ἄνθη(σις) -ση. Πρόκειται για κληρονομημένη λέξη. Με τον όρο κληρονομημένες λέξεις εννοούνται οι λέξεις οι οποίες ανάγονται απευθείας σε παλιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας ( αρχαίας, ελληνιστικής ή μεσαιωνικής) καθώς και αυτές που δημιουργήθηκαν σε πρόσφατη εποχή με βάση παλαιότερα ή σύγχρονα στοιχεία.

-ανιψιός, - ά και όχι ανηψιός, - ά. Ανιψιός < μσν. ανιψιός, ανιψιά < αρχ. ἀνεψιός.

-αντικρίζω και όχι αντικρύζω. Αντικρίζω < αντίκρ(υ) +-ίζω.

-απολυτίκιο και όχι απολιτίκιο. Απολυτίκιο < λόγ. < μσν. απολυτίκιον (αρχική σημ.=ύμνος κατά την απόλυση) < ελνστ. ἀπολυτικ(ός) =για την απόλυση, αρχ. σημ. = απαλλακτικός -ιον]

-αρματολός και όχι αρματωλός. Αρματολός < αρματ- (άρμα) -ο- + -λόγος με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμωδίας.

-αρρώστια και όχι αρρώστεια. Αρρώστια < μσν. αρρώστια < αρχ. ἀρρωστία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας και μετακίνηση του τόνου.

-άσος και όχι άσσος. Άσος < ιταλ. asso. Για δάνειες λέξεις μεταγενέστερες της ελληνιστικής εποχής η απλούστερη γραφή επιβάλλεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδοθεί στην ελληνική γραφή η ορθογραφία του ξένου προδρόμου της νεοελληνικής λέξης, καθώς αυτή συνδέεται με γλωσσικά φαινόμενα που δεν αφορούν την ιστορία της ελληνικής γλώσσας.

-αυξομείωση και όχι αυξομοίωση. Αυξομείωση < λόγ. < ελνστ. αὐξομείω(σις) (για τις φάσεις της σελήνης) -ση.

-αυτόφωρο και όχι αυτόφορο. Αυτόφωρο < λόγ. < αρχ. αὐτόφωρος =πιασμένος πάνω στην πράξη.

-αφήνω και όχι αφίνω. Αφήνω < μσν. αφήνω (αφίνω) < αρχ. ἀφίημι =στέλνω μακριά, παρατώ΄ μεταπλασμός με βάση το συνοπτικό θέμα αφησ- κατά το σχ.: σβησ- (έσβησα) - σβήνω ή μέσω του ελνστ. ἀφίω (μεταπλασμός του ἀφίημι).

-αφίσα και όχι αφίσσα. Αφίσα < γαλλ. affich(e) - α.

-αφτί και όχι αυτί. Αφτί < αρχαία ελληνική οὖς (γενική, του ὠτός) > αττικό ωτίον, στον πληθυντικό τα ωτία > ταουτία > ταφτία > τ' αφτί.

- βαρόνος και όχι βαρώνος. Βαρόνος < ιταλ. baron(e) και γαλλ. baron -ος (από τα γερμ.) (ορθογρ. δαν.)· λόγ. βαρόν(ος) -η· βαρόν(ος) -έσα.

-βλίτο και όχι βλήτο. Βλίτο < αρχ. βλίτον.

-Βορράς και όχι Βοράς. Βορράς < αρχ. βορρᾶς (ο θεός του βόρειου ανέμου).

-βρικόλακας και όχι βρυκόλακας. Βρικόλακας < μσν. βουρκόλακας,βρικόλακας < βουλγ. vĭrkolak ( [-lák] ) -ας με μετάθ. του [r] και μετακ. τόνου ίσως κατά το επίθημα -ακας].

- βρόμα και όχι βρώμα.Βρόμα < μσν. βρόμα (πρβ. μσν. βρομιάρης) < βρομ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < ελνστ. βρωμῶ (< βρῶμος, βρόμος `βρόμα΄), διαφ. το αρχ. βρόμος =δυνατός θόρυβος (ορθογρ. απλοπ.).

-γειρτός και όχι γυρτός. Γειρτός < γειρ- (γέρνω) -τός.

-γείτσες και όχι γίτσες. Γείτσες < πληθ. του γείτσα < *υγείτσα (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του υγει(ά) -ίτσα και απλοπ. των δύο όμ. φων.

-γενέθλια και όχι γεννέθλια. Γενέθλια < λόγ. < ελνστ. γενέθλια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού του αρχαίου επιθέτου γενέθλιος =που αναφέρεται στη γέννηση.

-γλείφω και όχι γλύφω. Γλείφω < μσν. γλείφω < αρχ. λείχω. Το ρήμα γλύφω < αρχ. γλύφω σημαίνει λαξεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού.

-γλιτώνω και όχι γλυτώνω. Γλιτώνω < μσν. γλυτώνω < εγλυτώνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < εκλυτώνω (με αφομ. ηχηρ. του [k] προς το [l] ) < ελνστ. ἔκλυτ(ος) =αφημένος ελεύθερος, χωρίς χαλινάρι (αρχ. σημ.: `χαλαρός΄) -ώ > -ώνω (ορθογρ. απλοπ.).

-διήθηση και όχι διήθιση. Διήθηση < λόγ. < ελνστ. διήθη(σις) -ση.

-δικλίδα και όχι δικλείδα ασφαλείας. Δικλίδα < αρχ. δικλίς, αιτ. -ίδα < δι(ς) + κλίνω.

-Δολάριο και όχι δολλάριο. Δολάριο < λόγ. < αγγλ. dollar -ιον (ορθογρ. δαν.).

-δυόσμος και όχι διόσμος. Δυόσμος < αρχ. ἡδύοσμος (“που μυρίζει γλυκά”) =πράσινη μέντα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμωδίας.

-εισιτήριο και όχι εισητήριο. Εισιτήριο < λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. εισιτήριος <αρχ. εἰσιτήριος = που αναφέρεται στην είσοδο.

-ελιξίριο και όχι ελιξήριο. Ελιξίριο < λόγ. αντδ. < γαλλ. élixir -ιον < μσνλατ. elixir < αραβ. al-iksīr =φάρμακο από ξερή σκόνη, “φιλοσοφική πέτρα”΄ < ελνστ. ξηρίον =ξηραντική σκόνη για πληγές.

-ελλιπής και όχι ελλειπής. Ελλιπής < λόγ. < αρχ. ἐλλιπής, ἐλλιπῶς. Η λέξη σχηματίζεται από το «ασθενές» θέμα λιπ- (το βρίσκουμε στον αρχαίο Αόριστο β΄ ἔ-λιπ-ον) και όχι από το «ισχυρό» θέμα λειπ- (του Ενεστώτα λείπ-ω)∙ πρβλ. και μανθάνω (μαθαίνω) – ἔ-μαθ-ον (αόρ. β΄) – α-μαθ-ής, χαίρω – ἐ-χάρ-ην (αόρ. β΄) – περι-χαρ-ής, πάσχω – ἔ-παθ-ον (αόρ. β΄) – ευ-παθ-ής, μαίνομαι – ἐ-μάν-ην (αόρ. β΄) – μυθο-μαν-ής κ.τ.ό. Από το θέμα λιπ- σχηματίζονται και σύνθετα όπως λιποβαρής, λιπόθυμος / λιποθυμώ / λιποθυμία, λιποτάκτης / λιποτακτώ / λιποταξία, λιπόψυχος / λιποψυχώ / λιποψυχία, λιπόσαρκος, λιπομαρτυρία.

-έλκηθρο και όχι ελκυθρο. Έλκηθρο < αρχ. ἕλκηθρον δοκός του αλετριού < ἕλκω.

-ενανθρώπηση και όχι ενανθρώπιση. Ενανθρώπηση < λνστ. ἐνανθρώπη(σις) -ση.

-επηρεάζω και όχι επιρρεάζω. Επηρεάζω < λόγ. < αρχ. ἐπηρεάζω = προσβάλλω, προσπαθώ να βλάψω, κατά τη σημ. της λ. επήρεια.

-εποικοδομητικός και όχι επικοδομητικός. Εποικοδομητικός < λόγ. < αρχ. ἐποικοδομη- (ἐποικοδομῶ) = χτίζω επάνω -τικός.

-ερημοκλήσι και όχι ερημοκκλήσι. Ερημοκλήσι < μσν. ερημοκκλήσι < έρημ(ος) -ο- + εκκλησ(ία) -ι με αποβ. του [e] ύστερα από [o] για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.).

-εταιρεία και όχι εταιρία. Εταιρεία < αρχαία λέξη από το επίθετο ἑταιρ-εῖος, το οποίο από το ἑταῖρ-ος Ι ἑταιρ-εῖος > ἑταιρ-εία, όπως ἀνδρ-εῖος > ἀνδρ-εία (όχι ! εταίρ-ος > εταιρ-ία).

- Θα / να ιδωθώ κτλ. και όχι θα / να ειδωθώ.

- θηλυκός και όχι θυληκός, θηλικός. Θηλυκός < αρχ. θηλυκός· 2: ελνστ. σημ.· 3: λόγ. < ελνστ. θηλυκός· 4: ίσως μσν. σημ. (σύγκρ. θηλύκι).

ισχιαλγία και όχι ισχυαλγία. Ισχιαλγία < [λόγ. < γερμ. Ischialgie < αρχ. ἰσχι(άς) =πόνος των ισχίων + -algie = -αλγία].

-καβγάς και όχι καυγάς. Καβγάς < τουρκ. kavga -ς.

-καθοίκι και όχι καθίκι. Καθοίκι < μσν. καθοίκι < φρ. κατ΄ οίκ(ον) = στο σπίτι με τροπή [t > θ] ίσως κατά το καθημερινός.

-καινούριος και καινούργιος. Πιο συχνά καινούργιος < μσν. καινούριος < ελνστ. καινούργιος < καινός + έργον.

-καμία και όχι καμμία. Καμία < μσν. κανένας < κανείς < καν + αρχ. εxς > ένας· μσν. καμία (προφ. [kamía] ) (και με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < καμμία (προφ. [kammía] ) με απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < καν + μία με αφομ. [nm > mm] · λόγ. < μσν. κανείς.

-κιμάς και όχι κυμάς. Κιμάς < τουρκ. kιyma -ς.

-κλοτσιά και όχι κλωτσιά. Κλοτσιά < μσν. κλοτσιά < κλοτσέα (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < κλοτσ(ώ) -έα > -ιά.

-κόκαλο και όχι κόκκαλο. Κόκαλο < μσν. κόκκαλον < αρχ. κόκκαλος = κουκούτσι κουκουναριού, μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. κατά το οστούν (ορθογρ. απλοπ.)· κόκαλ(ο) μεγεθ. -α.

-κορόνα και όχι κορώνα. Κορόνα < μσν. κορόνα αντδ. < ιταλ. corona < λατ. corona = στεφάνι, βασιλικό στέμμα < αρχ. κορώνη.

-κρεβάτι και όχι κρεββάτι. Κρεβάτι < μσν. κρεβάτι(ον) < ελνστ. κραβ(β)άτιον υποκορ. του κράβ(β)ατος δάνειο από άλλη γλ., που ίσως είχε και τ. κρεβ-.

-κρησφύγετο και όχι κρυσφύγετο. Κρησφύγετο < λόγ. < αρχ. κρησφύγετον.

-κτίριο αλλά και κτήριο. Συναντάται περισσότερο η γραφή κτίριο < μσν. κτίριον < *οικτήριον < αρχ. οἰκητήριον = χώρος κατοικίας παρετυμ. κτίζω.

-λιβάδι και όχι λειβάδι. Λιβάδι < μσν. λιβάδιν < ελνστ. λιβάδιον =υγρός τόπος υποκορ. του αρχ. λιβάς =πηγή.

-λυθρίνι και όχι λιθρίνι. Λυθρίνι < μσν. λυθρίνι υποκορ. του αρχ. ἐρυθρίν(ος) -ιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. [r-r > l-r].

-μελαχρινός και όχι μελαχροινός. Μελαχρινός < μσν. μελαχρινός < ελνστ. μελαγχρινός με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] < αρχ. μελάγχρ(ους) -ινός.

-μειξοβάρβαρος και όχι μυξοβάρβαρος. Μειξοβάρβαρος < λόγ. < αρχ. μιξοβάρβαρος (ορθογρ. κατά το μείξη).

-μειξοπαρθένα και όχι μυξοπαρθένα. Μειξοπαρθένα < -νος: λόγ. < αρχ. μιξοπάρθενος (ορθογρ. κατά το μείξη) = μισή κοπέλα και μισή θηρίο, επίθ. της Σφίγγας (ίσως ειρωνικά ή από παρανόηση της σημ.)· -νη, -να: μειξοπάρθεν(ος) μεταπλασμός κατά τα λαϊκά -η, -α, για προσαρμ. στη δημοτ.

- μήνυμα και όχι μύνημα. Μήνυμα < αρχ. μήνυμα.

-μπίρα και όχι μπύρα. Μπίρα < βεν. bira < γερμ. Bier· μπίρ(α) -ίτσα, -ούλα. Η γραφή με υ πιθανότατα από την επίδραση της ελληνικής λέξης ζύθος.

-νιώθω και όχι νοιώθω. Νιώθω < μσν.(;) νοιώθω < *εννοιώ (< αρχ. ἔννοι(α) -ώ, σύγκρ. νοιάζομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. νοιωσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω, αλεσ- (άλεσα) - αλέθω (ορθογρ. απλοπ.). Ο Μπαμπινιώτης ετυμολογεί το ρήμα νιώθω ακολουθώντας επίσης τη γραφή νιώθω, από το γιγνώσκω, γεγονός που δε θεωρεί ορθό ο Παπαναστασίου.

-ξηλώνω και όχι ξυλώνω. Ξηλώνω < μσν. ξηλώνω < εξηλώνω με αποβ. του αρχικού άτονου φωνήεντος < ελνστ. ἐξηλ(ῶ) =αφαιρώ τους ήλους, τα καρφιά -ώνω.

-ξόβεργα και όχι ξώβεργα. Ξόβεργα < μσν. *ιξόβεργα (πρβ. μσν. ξόβεργον) (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [i-ikso > ikso > i-kso] ) < ιξ(ός) -ο- + βέργα· μσν. ξόβεργον < ιξόβεργον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ιξ(ός) -ο- + βέργ(α) -ον

-ξυπόλυτος και όχι ξιπόλητος. Ξυπόλυτος < μσν. ξυπόλυτος < εξυπόλυτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εξυπολύ(ομαι δες στο ξυπολιέμαι) -τος.

-ορθοπεδικός και ορθοπαιδικός. Ορθοπεδικός < γαλλ. orthopédique < orthopéd(ie) = ορθοπεδ(ική), ορθοπαιδ(ική) -ique = -ικός. Ο όρος προήλθε από τον τίτλο ενός έργου του Γάλλου γιατρού N. Andry (1741) : Traite d’orthopédie ou l’art de prevenir et corriger dans les enfants le difformites du corps, δηλαδή Πραγματεία περί ορθοπαιδείας ή τέχνη της προλήψεως και διορθώσεως των σωματικών δυσπλασιών ( ή παραμορφώσεων) στα παιδιά.Ας σημειωθεί ότι το γαλλικό é αποδίδει την ελληνική δίφθογγο αι: pédagogie = παιδαγωγική, pédiatrique = παιδιατρική, péderastie = παιδεραστία κ.ά. Το 1771 πλάστηκαν και οι όροι orthopédique (ορθοπαιδικός) και orthopédiste (ορθοπαιδικός γιατρός). Όπως είναι φανερό, ο όρος πλάστηκε από τον Andry, για να δηλώσει τη διόρθωση σωματικών δυσπλασιών τού παιδιού: orthopédie < ορθο- + παιδ- + -ία. Όλο το έργο, άλλωστε, του Andry περιείχε γενικές οδηγίες και γνώσεις για «τροφούς» και «παιδαγωγούς». Κατ’ επέκτασιν, ο όρος χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία και για ενηλίκους. Η ετυμολογία αυτή είναι ευρύτερα αποδεκτή, γι' αυτό και στην Αγγλική ο όρος orthopaedics (από το orthopédie) τείνει να επικρατήσει. Πώς, όμως, προήλθε ο όρος ορθοπεδική με -ε-; Ο όρος αυτός οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λέξης είτε με το pes, pedis «πόδι» της Λατινικής είτε με το ελληνικό πέδη (πβ. χειρο-πέδη, τροχο-πέδη), οπότε ορθοπεδική είναι το «να ορθώνεις (τα οστά) με πέδες» (με δεσμά / επίδεση / επιδέσμους κ.τ.ό.).

-ορκωμοσία και όχι ορκομωσία. Ορκωμοσία < λόγ. < ελνστ. ὁρκωμοσία.

-οτοστόπ και όχι ωτοστόπ. Οτοστόπ < λόγ. < γαλλ. auto-stop.

-οχ και όχι ωχ. Οχ < ηχομιμητική λέξη.

-παγόνι και όχι παγώνι. Παγόνι < μσν. παγόνι < παλ. ιταλ. pagon(e) -ι (< λατ. pavo) ή μσν. παόνιον υποκορ. του ελνστ. πάων (< λατ. pavo) με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.

-παλικάρι και παλληκάρι. Συναντάται ως επί το πλείστον η γραφή Παλικάρι < μσν. παλληκάριον, παλ(λ)ικάριον =νεαρός ακόλουθος πολεμιστή < ελνστ. παλλικάριον = νεαρός ακόλουθος υποκορ. του παλληκ- (πάλληξ) -άριον = νεαρός < αρχ. πάλλαξ (και με ορθογρ. απλοπ.).

-πάρτι και όχι πάρτυ. Πάρτι < αγγλ. party. Ως δάνεια λέξη γράφεται με τον απλούστερο τρόπο.

-περηφάνια και όχι περηφάνεια. Περηφάνια < υπερ-: λόγ. επίδρ. στο περηφάνεια (πρβ. αρχ. ὑπερηφανία ίδ. σημ.)· περ-: περήφαν(ος) -εια (ορθογρ. απλοπ.). Ο λόγιος τύπος γράφεται υπερηφάνεια και ο νεοελληνικός περηφάνια.

-πετραχήλι και όχι πετραχείλι. Πετραχήλι < μσν. πετραχήλι < ελνστ. περιτραχήλιον με απλολ. [ritra > tra].

-πηλήκιο και όχι πηλίκιο. Πηλήκιο < λόγ. πηλήκιον υποκορ. του αρχ. πήληξ =κράνος μτφρδ. γαλλ. casquette.

-πιλοτή και όχι πυλωτή. Πιλοτή < γαλλ. pilotis (αρσ.) μεταπλ. σε θηλ. κατά τα άλλα ουσ. σε -η παρετυμ. πύλ(η) -ωτή, θηλ. του -ωτός.

-πίτα και όχι πίττα. Πίτα < μσν. πίτα (στη νέα σημ.) < αρχ. (αττ. διάλ.) πίττα παράλλ. τ. του πίσσα (η σημ. από τα διάφορα υλικά που χρησιμοποιούνταν΄)· πίτ(α) -ούλα.

-πλατειάζω και όχι πλατυάζω. Πλατειάζω < λόγ. < αρχ. πλατειάζω `προφέρω με το στόμα πολύ ανοιχτό΄ (για τη δωρ. προφορά) σημδ. αγγλ. enlarge.

-πληθυντικός και όχι πλυθηντικός ή πληθηντικός. Πληθυντικός < λόγ. < ελνστ. πληθυντικός.

-ποπό, πόπο! και οχι πωπώ, πώπω! Πόπο < ηχομιμ. (πρβ. αρχ. πόποι).

-πορτρέτο και όχι πορτραίτο. Πορτρέτο < λόγ. < γαλλ. portrait -ον (ορθογρ. δαν.).

-πρίγκιπας και όχι πρίγκηπας. Πρίγκιπας < μσν. πρίγκιπας < ελνστ. πρίγκιψ, αιτ. -ιπα < λατ. princeps, αιτ. -ipem = ο πρώτος στο αξίωμα, αυτοκράτορας κατά τη σημ. του ιταλ. principe (< λατ. princeps)· μσν. πριγκίπισσα < πρίγκιπ(ας) -ισσα· -έσα: από επίδρ. του ιταλ. principessa.

-πώρωση και όχι πόρωση. Πώρωση < ελνστ. πώρω(σις) -ση < πωρ(ῶ) -ώνω.

-σβήνω και όχι σβύνω. Σβήνω < μσν. σβήνω μεταπλ. του αρχ. σβέννυμι μέσω του α' εν. παθ. αορ. ἔσβην, γ' πληθ. ἔσβησαν > νέο α' εν. ενεργ. αορ. έσβησα και σχημ. νέου ενεστ. κατά το σχ.: έλυσα - λύνω.

-σιντριβάνι και όχι συντριβάνι. Σιντριβάνι < τουρκ. şadιrvan (από τα περσ.) -ι με μετάθ. του [r] και υποχωρ. αφομ. [a-i > i-i].

-σοβινισμός και όχι σωβινισμός. Σοβινισμός < λόγ. < γαλλ. chauvinisme < ανθρώπων. N. Chauvin (πρόσωπο σε θεατρικό έργο του 1831 με βάση το όν. ενός απλοϊκά ενθουσιώδους στρατιώτη του Ναπολέοντα) -isme = -ισμός.

- στείβω, αλλά και στύβω και όχι στίβω. Στείβω < αρχ. στείβω = πατώ (η γρ. με βάση παρετυμ. προς το αρχ. στύφω = σουφρώνω τα χείλια από στυφή γεύση. Ο Χρήστος Τζιτζιλής (2008, 231) προκρίνει την ετυμολογία του στύβω από το αρχαίο στύφω.

-στειλιάρι και όχι στυλιάρι. Στειλιάρι < μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός) -άριον (ορθογρ. απλοπ.)].

-συγγνώμη και όχι συγνώμη. Συγγνώμη < λόγ. < αρχ. συγγνώμη συν + γνώμη.

-συγκρητισμός και όχι συγκριτισμός. Συγκρητισμός < λογ. < γαλλ. syncrétisme (στις νέες σημ.) < ελνστ. συγκρητισμός =συμμαχία κρητικών πόλεων.

-συμπόνια και όχι συμπόνοια. Συμπόνια < μσν. συμπονία =συνεργασία με μετακίνηση του τόνου στα νέα ελληνικά.

-συνδαιτυμόνας και όχι συνδετημόνας ή συνδαιτημόνας. Συνδαιτυμόνας < λόγ. συν- αρχ. δαιτυμών, αιτ. -όνα = καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος, μτφρδ. γαλλ. commensal.

-συνδυασμός και όχι συνδιασμός. Συνδυασμός < λόγ. < αρχ. συνδυασμός = ένωση δύο προσώπων ή πραγμάτων, σημδ. γαλλ. combinaison και αγγλ. combination.

συνέβη και όχι συνέβει. Συνέβη, διατηρήθηκε ο λόγιος σχηματισμός του αορίστου στο γ΄ πρόσωπο : συμβαίνει - συνέβη, να συμβεί, παρεμβαίνει- παρενέβη, να παρέμβει, παραβαίνει,- παρέβη, να παραβεί.

-συνωμότης και όχι συνομώτης. Συνωμότης < λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα.

-τηγανητός και όχι τηγανιτός. Τηγανητός < ελνστ. τηγανητός.

-τιθασεύω και όχι τιθασσεύω. Τιθασεύω < λόγ. < αρχ. τιθασεύω.

-τρελός και όχι τρελλός. Τρελός <μσν. τρελός < ελνστ. τρηρός με τροπή άτονου [ir] > er] και ανομοίωση των υγρών συμφώνων [r-r] > [r-l]. Η γραφή με [ε] επιλέγεται ως η απλούστερη για να αποδώσει το φώνημα /e/, στο οποίο εξελίχθηκε το άτονο / i/ υπό την επίδραση του γειτονικού [r] , και η γραφή με απλό σύμφωνο [λ] επιλέγεται ως η απλούστερη για να αποδώσει το φώνημα /l/, στο οποίο εξελίχθηκε το /r/.

-φετινός και όχι φετεινός. Φετινός < μσν. φετινός < ελνστ. ἐφετινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το εφέτος > φέτος· λόγ. < ελνστ. ἐφετινός.

-φοβητσιάρης και όχι φοβιτσιάρης. Φοβητσιάρης < [μσν. φοβητσιάρης < αρχ. φοβητ(ικός) =δειλός -ιάρης με ισχυροπ. της άρθρ. [t > ts] πριν από το ημίφ.].

-φρονηματίζω και όχι φρονιματίζω. Φρονηματίζω < λόγ. < μσν. φρονηματίζω ενεργ. < αρχ. φρονηματίζομαι.

-χατίρι και όχι χατήρι. Χατίρι < τουρκ. hatιr (από τα αραβ.) -ι].

-χνότο και όχι χνώτο. Χνότο < μσν. *χνότο (πρβ. μσν. χνότος) < τα *αχνότα (πληθ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο < η *αχνότη (σύγκρ. η νεότη > τα νιάτα) < άχν(α) -ότη (< αρχ. -ότης, σημερ. -ότητα).

-χρεοκοπία και όχι χρεωκοπία. Χρεοκοπία < λόγ. ελνστ. χρεοκοπία.

-ψέμα και όχι ψέμμα. Ψέμα < μσν. ψέμα < ελνστ. ψεῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < αρχ. ψεῦσμα με αποβ. του [s] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.· ψεματ- (ψέμα) -άρα.

-ψιθυρίζω και όχι ψυθιρίζω, ψιθιρίζω. Ψιθυρίζω < λόγ. < αρχ. ψιθυρίζω.

-ώσμωση και όχι όσμωση. Ώσμωση < λόγ. < αγγλ. osmosis < γαλλ. osmose από σύντμ. των (end)osmose & (ex)osmose (ενδ-, εξ-) =ώθηση από λιγότερο προς περισσότερο παχύρρευστο διάλυμα < αρχ. ὠσμός =σπρώξιμο (-sis κατά το αρχ. -σις > -ση)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου